ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Από τα Τέμπη, στα μπλόκα: Όταν η εξουσία φοβάται, ψάχνει ενόχους

Υπάρχουν στιγμές στην πολιτική ζωή ενός τόπου όπου τα γεγονότα, ακόμη κι αν το καθένα ξεχωριστά μπορεί να ερμηνευθεί θεσμικά, συνθέτουν μαζί μια εικόνα που δύσκολα αγνοείται. Όχι γιατί αποδεικνύει κάτι ποινικά ή νομικά, αλλά γιατί μιλά στη συλλογική εμπειρία μιας κοινωνίας που έχει μάθει να αναγνωρίζει μοτίβα. Η πρόσφατη χρονική σύμπτωση ελέγχων, αποκαλύψεων και στοχευμένων διαρροών δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό επεισόδιο, αλλά μία ξεκάθαρη ένδειξη πολιτικής αμηχανίας και διαχειριστικής έντασης.

Ο έλεγχος της ΑΑΔΕ στον Σύλλογο Συγγενών Θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών, ανεξαρτήτως του αν ήταν τυπικά νόμιμος ή διαδικαστικά προβλεπόμενος, δεν έγινε σε πολιτικό κενό. Έρχεται σε μια περίοδο όπου οι συγγενείς των θυμάτων δεν έχουν περιοριστεί στον ρόλο του ηθικού ενάγοντα, αλλά έχουν μετατραπεί σε ενεργό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο. Έχουν επιμείνει, έχουν ενοχλήσει, έχουν χαλάσει τη βολική αφήγηση της «θεσμικής κανονικότητας». Και αυτό από μόνο του αρκεί για να τους καταστήσει ενοχλητικούς.

Όταν, δε, παράλληλα κυκλοφορεί έντονα το ενδεχόμενο η Μαρία Καρυστιανού να συμμετάσχει σε νέο πολιτικό φορέα, τότε ο έλεγχος παύει να εκλαμβάνεται ως ουδέτερη διοικητική πράξη. Δεν χρειάζεται να πιστεύει κανείς σε σκοτεινά κέντρα για να καταλάβει ότι η εξουσία αντιδρά ενστικτωδώς απέναντι σε ό,τι δεν ελέγχει. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολα ελέγξιμο από έναν άνθρωπο που μιλά με την ηθική ισχύ του πένθους και της δικαιοσύνης, έξω από τα κομματικά στερεότυπα.

Την ίδια στιγμή, το σκηνικό επαναλαμβάνεται αλλού. Χιλιάδες αγρότες βρίσκονται στους δρόμους, διεκδικώντας όρους επιβίωσης, όχι προνόμια. Και ξαφνικά, σχεδόν ταυτόχρονα, η δημόσια συζήτηση μετατοπίζεται σε έναν αγροτοσυνδικαλιστή που ελέγχεται – όχι καταδικάζεται – για παράνομες επιδοτήσεις. Το μήνυμα δεν είναι ρητό, αλλά είναι σαφές: Οι αγρότες δεν είναι εξαγριωμένοι πολίτες με αιτήματα, είναι ύποπτοι. Δεν είναι κοινωνική ομάδα σε πίεση, είναι εν δυνάμει παραβάτες.

Αυτού του τύπου η επικοινωνιακή διαχείριση δεν αποσκοπεί στη δικαιοσύνη ούτε στη διαφάνεια. Αποσκοπεί στη διάχυση της καχυποψίας. Στο να μετατοπιστεί η συζήτηση από το «τι ζητούν» στο «ποιοι είναι». Από τα αιτήματα, στον χαρακτήρα. Από τις πολιτικές ευθύνες, στην ηθική απαξίωση των διαμαρτυρόμενων. Είναι μια παλιά, δοκιμασμένη τεχνική, που όμως προδίδει αδυναμία και όχι ισχύ.

Η κυβέρνηση μπορεί να επικαλείται θεσμούς, κανόνες και ανεξάρτητες αρχές. Όμως οι θεσμοί δεν λειτουργούν σε κοινωνικό κενό. Η επιλογή του χρόνου, του τρόπου και της επικοινωνίας κάθε ελέγχου είναι πολιτική πράξη, ακόμη κι αν τυπικά καλύπτεται από τον μανδύα της νομιμότητας. Και όταν οι έλεγχοι αυτοί συμπίπτουν συστηματικά με κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις, τότε δεν ενισχύουν την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία. Τη διαβρώνουν.

Δεν είναι προπαγάνδα με την κλασική, χοντροκομμένη έννοια. Είναι κάτι πιο σύγχρονο και πιο ύπουλο. Είναι η καλλιέργεια μιας γενικευμένης αίσθησης ότι «όλοι κάτι έχουν», ότι κανείς δεν δικαιούται να μιλά από θέση ηθικής ανωτερότητας, ότι κάθε συλλογική αντίδραση κρύβει σκοπιμότητες. Είναι η απονεύρωση της κοινωνικής αγανάκτησης μέσω της απαξίωσης.

Αυτό, όμως, δεν δείχνει αυτοπεποίθηση. Δείχνει φόβο. Φόβο απέναντι σε μια κοινωνία που δεν αρκείται πια σε εξηγήσεις, που δεν συγκινείται από επικοινωνιακές ασκήσεις ισορροπίας και που αρχίζει να μεταφράζει τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και την ευθύνη σε πολιτικούς όρους. Και όταν μια κυβέρνηση φτάνει στο σημείο να αντιμετωπίζει τους συγγενείς των νεκρών και τους ανθρώπους της παραγωγής ως επικοινωνιακό πρόβλημα, τότε το πρόβλημα δεν είναι αυτοί. Είναι η ίδια.

Απόστολος Ράιδος

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες