ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
Λάρισα: Δύο χρόνια μετά, το Σωτήριο ξαναζωντάνεψε και τα χωράφια σπάρθηκαν – Ο Byron όμως απείλησε να τα καταστρέψει ξανά όλα (φωτό)

Έχω κάποιους φίλους που είναι από το Σωτήριο. Το παρακάρλιο χωριό που πριν από δύο χρόνια χτυπήθηκε δύο φορές μέσα σε είκοσι μέρες πρώτα από τον Daniel και μετά από τον Elias. Ουσιαστικά καταστράφηκε, και το χωριό και οι αγροτικές εκτάσεις αυτού. Πνίγηκε· και στο νερό και στη λάσπη.
Θεωρητικά έχω παρακολουθήσει αυτά τα δύο χρόνια την αγωνία τους και τον αγώνα τους. Στην πραγματικότητα δεν είχα καμία προσωπική περαιτέρω γνώση. Δεν είχα πάει ποτέ στο Σωτήριο. Πήγα την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα.

Της Εύης Μποτσαροπούλου
Η ιδέα να ασχοληθώ με το Σωτήριο, προέκυψε πριν από δύο εβδομάδες περίπου, όταν έμαθα ότι στο Σωτήριο σπέρνουν! Επιτέλους. Μετά από δύο χρόνια τα 23.000 στρέμματα που ανήκουν στους κατοίκους στέγνωσαν και οι άνθρωποι άρχισαν να σπέρνουν. Ένας νέος κύκλος ξεκινούσε, μια καινούργια αρχή για αυτούς τους ανθρώπους που υπήρξαν στην περιοχή μας ίσως τα πιο χαρακτηριστικά θύματα της μεγάλης πλημμύρας. Δεν πλημμύρισαν μόνο τα χωράφια τους, ήταν και αυτά μεταξύ των 118.000 στρεμμάτων που μετατράπηκαν σε λίμνη γύρω από την Κάρλα. Πλημμύρισε το ίδιο το χωριό. Το νερό έφτασε το ενάμισι μέτρο, εγκλωβίστηκε και παρέμεινε για τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς να έχει διέξοδο. Οι κάτοικοι κινδύνεψαν. Όσοι το έζησαν μιλούν μια τραυματική εμπειρία, ένα τραύμα που ακόμη μένει ανοιχτό. Και μετά από είκοσι μέρες ξαναήρθε. «Το νερό έχει μνήμη» μου είπε η Βιβή Λίαγκα, εκπαιδευτικός και κάτοικος Σωτηρίου. «Θα ξαναπεράσει. Θα κάνει την ίδια διαδρομή. Με αυτό τον μόνιμο φόβο ζούμε».

Όλοι, και ειδικά η οικογένεια Θανάση Χατζόπουλου, στην Βιβή αναφέρθηκαν όσες φορές μιλήσαμε για να προετοιμάσουμε το παρόν ρεπορτάζ. Το θέμα του θα ήταν αισιόδοξο. Θα αφορούσε την νέα αρχή, την πρώτη σπορά μετά από δύο χρόνια, τις οικογένειες που επέστρεψαν στο χωριό και το ξαναζωντάνεψαν.
Αλλά τελικά η επικαιρότητα μας προσπέρασε. Μας αναίρεσε. Μας διέψευσε.
Αφενός, έπρεπε να περιμένω να τελειώσουν οι άνθρωποι τις εργασίες της σποράς πριν χαλάσει ο καιρός και αρχίσει να βρέχει· να είναι ήρεμοι να μου μιλήσουν. Αφετέρου, η προηγούμενη εβδομάδα που στήθηκε σιγά σιγά το ρεπορτάζ συνέπεσε με τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Οι αγρότες έχουν βγει στους δρόμους και διεκδικούν την επιβίωση τους· δεν είναι μόνο η έλλειψη ρευστότητας και η καθυστέρηση στις πληρωμές βασικής ενίσχυσης και αποζημιώσεων, είναι το χτύπημα στην κτηνοτροφία με την ευλογιά, είναι τα έργα που εξαγγέλθηκαν και έγιναν ποτέ. Για το νερό. Κυρίως για αυτό. Που έχει δύο όψεις, δύο δυναμικές. Οι άνθρωποι που καταστάφηκαν από τις πλημμύρες αγωνιούν για την επόμενη μέρα γιατί φοβούνται τη λειψυδρία. Την έλλειψη νερού αυτή τη φορά. Είναι εντυπωσιακό πως το νερό μπορεί να καταστρέψει με άκρα αντίθετες συνθήκες. Αν πλημμυρίσεις καταστρέφεσαι, αν δεν έχεις νερό να ποτίσεις καταστρέφεσαι και πάλι… Εκ τρίτου δε, το ρεπορτάζ ολοκληρώθηκε δύο μέρες πριν το φαινόμενο Byron. Που δεν γνωρίζαμε πως θα εξελιχθεί τελικά.
Την ώρα που γράφεται το παρόν, Σάββατο απόγευμα, ξέρουμε.

Αντί για ένα αισιόδοξο άρθρο για το Σωτήριο και τους ανθρώπους του, για έναν κύκλο που έκλεισε και έναν νέο που ξεκινά, φτάσαμε να ζούμε μια επανάληψη. Μικρή, αλλά επανάληψη. Το πρωί η εικόνα από το χωριό ήταν να είναι παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τρακτέρ στο δρόμο εισόδου έτοιμα να φύγουν. Να εγκαταλείψουν για μια ακόμη φορά το Σωτήριο σε περίπτωση που ξαναπλημμύριζε. Οι κάτοικοι όλο το βράδυ ήταν σε επιφυλακή. Η τελευταία ενημέρωση το απόγευμα του Σαββάτου μας βρίσκει με το χωρίο να μην κινδυνεύει, αλλά να κινδυνεύουν ιδιαιτέρως τα χωράφια. Αυτά τα ίδια που φέτος σπάρθηκαν για πρώτα φορά μετά από δύο χρόνια μόλις στέγνωσαν. Το αντλιοστάσιο του καναλιού Τ1 που τροφοδοτεί την Κάρλα στο ύψος της λίμνης σταμάτησε να λειτουργεί. Δεν λειτουργεί δε εδώ και ένα χρόνο η σήραγγα που διοχετεύει τα νερά προς τον Παγασητικό. Οπότε το νερό που αρχίζει και συγκεντρώνεται από τον Byron δεν έχει διαφυγή ούτε στην Κάρλα ούτε στον Παγασητικό. Το πιο πιθανό είναι να διαφύγει και να πλημμυρίσει τα χωράφια του Σωτηρίου…
Ας βάλουμε εδώ μια άνω τελεία. Ας ευχηθούμε οι άνθρωποι να μην χρειαστεί να ζήσουν την καταστροφή ξανά. Αν έχεις μιλήσει μαζί τους ξέρεις την αγωνία, τον φόβο, το άγχος.

Έτσι όπως εξελίσσεται συγκυριακά η επικαιρότητα η συνέντευξή με τη Βιβή Λίαγκα παίρνει άλλη διάσταση. Είχε ούτως ή άλλως κάτι το τραγικό. Στο νέο πλαίσιο αποκτά άλλο συμβολισμό. Γι’ αυτό και αποφάσισα με παραθέσω ολόκληρο το ηχητικό της συζήτησης μας. Από την αρχή με συγκλόνισε άλλωστε… Η Βιβή Λίαγκα μας υποδέχτηκε στο σπίτι της στο Σωτήριο. Το καινούργιο. Από το παλιό δεν έμεινε τίποτα. Μόνο τα φωτιστικά και κάποιοι πίνακες. Ούτε καν το χριστουγεννιάτικο δέντρο που ήταν στολισμένο… «Κι αυτό καινούργιο είναι. Μιας είχε πιάσει τότε μια μανία να τα πετάξουμε όλα. Το παλιό δεν είχε πάθει τίποτα· ούτε τα στολίδια. Ήταν αποθηκεμένα σε ένα ψηλό ράφι στην αποθήκη. Αλλά εγώ το πέταξα. Τότε η ψυχολογία μου ήταν ότι δεν θα γυρίσω ποτέ στο χωρίο, ότι δεν θα ξαναστολίσω ποτέ χριστουγεννιάτικο δέντρο, οπότε τι το χρειαζόμουν; Απορούσα γιατί καθαρίζαμε. Γιατί προσπαθούσαμε. Ήταν τόσο απελπιστική η κατάσταση μέσα στα σπίτια και έξω στο χωρίο που δεν έβλεπες φως. Τα χωράφια δεν υπήρχαν καν. Καμία ελπίδα. Κανένα κουράγιο. Κι όμως τότε είχαμε, δεν ξέρω που το βρίσκαμε…».
Η Βιβή ήταν στο σπίτι της στο Σωτήριο όταν έγινε η καταστροφή. Μαζί με τα δυο παιδιά της και τον άντρα της. «Είχε δύο μέρες που έβρεχε, αλλά δεν ήταν κάτι τραγικό. Το κακό έγινε απότομα. Το πρωί που ξυπνήσαμε στις 7 έβρεχε και πάλι, οι δρόμοι είχαν κρατήσει νερά, αλλά δεν είχαμε κάποιο σημάδι ότι έρχεται τόσο μεγάλος όγκος νερού. Δεν χτύπησε ούτε η καμπάνα, ούτε το 112. Δεν φοβηθήκαμε όταν ξυπνήσαμε, θεωρήσαμε ότι ήταν ενήμερες οι αρχές. Ωστόσο, μέσα σε μία ώρα, στις 8, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι το νερό ανεβαίνει επικίνδυνα και δεν υπάρχει διέξοδος. Στις 9 το πρωί το νερό είχε φτάσει μέχρι τη μέση μας». Η Βιβή με τα δύο παιδιά πήρε το τρακτέρ και πήγε στο κοινοτικό γραφείο που ήταν διώροφο. Εκεί τους έλεγαν όλοι να πάνε. Ο άνδρας της έμεινε πίσω στο σπίτι να το προσέχει. Όταν μετά από καμιά ώρα άρχισε να μπαίνει νερό και στο σπίτι πήγε και εκείνος στην κοινότητα με το τρακτέρ. Εκεί είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό.

«Δεν ξέρω γιατί μας μάζεψαν εκεί· ίσως θα ήταν καλύτερα να μας πούνε από το πρωί να φύγουμε με τα τρακτέρ όσο ακόμη μπορούσαμε»… Υπήρχε και ένα όχημα της Πυροσβεστικής που πήγαινε τον κόσμο στην κοινότητα. Γύρω στα 100 άτομα στοιβάχτηκαν εκεί· χωρίς τουαλέτες, χωρίς ρεύμα από κάποιο σημείο και έπειτα. «Υπήρχε και μια βάρκα της ΕΜΑΚ που έπαιρνε κάποιους που είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Στις 9 το βράδυ πήρε και μας. Εμένα και τα παιδιά, μια γυναίκα με ένα μωρό που έκλεγε και δύο γιαγιάδες. Δεν ξέραμε ότι ήταν το τελευταίο δρομολόγιο. Είχε αρχίσει πάλι να βρέχει. Με τη βάρκα περάσαμε έξω από το σπίτι μας. Εκεί τα παιδιά κατάλαβαν το μέγεθος της καταστροφής. Το νερό είχε φτάσει μέχρι τα παράθυρα. Σε ένα τραπέζι έξω ήταν τα δύο σκυλιά μας. Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και λέγανε στους διασώστες να σταματήσουν για να τα πάρουμε μαζί μας. Τελικά, ήρθαν μόνα τους κολυμπώντας και μας βρήκαν στο σπίτι που πήγαμε που ήταν το μοναδικό υπερυψωμένο που δεν είχε πλημμυρίσει». Τώρα που το ξανασκέφτεται η Βιβή λέει πως ήταν μάλλον λάθος. «Ήταν μια δραματική βραδιά. Είμασταν τελείως μόνοι μας και αποκομμένοι. Φοβόμασταν μην πλημμυρίσει και το σπίτι». Την επόμενη μέρα με τρακτέρ τους μετέφεραν πρώτα στο Αρμένιο στην εκκλησία και μετά στο Στεφανοβίκειο.
Ξαναπήγαν στο χωριό τρεις μέρες μετά αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν στα σπίτια. Το νερό παρέμενε στο ενάμισι μέτρο. Μετά άρχισε να υποχωρεί και εκείνοι να πηγαίνουν για να καθαρίσουν όσο μπορούσαν μια και έξω από τα σπίτια η στάθμη ήταν ακόμη πολύ ψηλά. Το δεύτερο κύμα με το Elias μετά από 20 μέρες τους αποτελείωσε. «Αυτό ήταν το μαχαίρι στην καρδία. Μπορεί να μην είχαμε επιστρέψει αλλά είχαμε καθαρίσει τα πάντα και είχαμε σώσει κάποια πράγματα τα οποία τα είχαμε πλύνει. Εκεί που είχαμε αρχίσει να ελπίζουμε ότι επιτέλους κάτι καταφέραμε και ότι θα τα ξαναφτιάξουμε όλα ήχησε το 112. Φύγαμε άρων άρων». Το νερό ήταν λιγότερο αυτή τη φορά αλλά κατέστρεψε ότι είχε απομείνει. «Χάθηκαν όλα τα μωρουδιακά ενθύμια των παιδιών που τα κρατούσα, χάθηκαν φωτογραφίες, χάθηκε όλο το παρελθόν μας. Μείναμε χωρίς τίποτα. Ούτε ρούχα δεν είχαμε».

Η οικογένεια της Βιβής ήταν από τις πρώτες που επέστρεψε στο χωριό μετά από 9 μήνες. Για τα παιδιά το έκαναν, εκείνα θέλαν να επιστρέψουν και να βρουν τους φίλους τους. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες με παιδιά δεν γύρισαν. Μαζί τους έφυγαν και γύρω στις 10 οικογένειες Αλβανών που είχαν μικρά παιδιά και ήταν πολύ δεμένα μαζί τους. Θεωρητικά τώρα είναι καλά. Και τα παιδιά συνήλθαν από το τραύμα και η Βιβή. Τους παρακολούθησε όλους ψυχολόγος. Αλλά η Βιβή ακόμη φοβάται. Μην ξαναγίνει το κακό. Δεν έγινε κανένα έργο για να αποτρέψει τον κίνδυνο να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.

Η φετινή σπορά ήταν για όλους μεγάλη χαρά. Μια νέα αρχή. Το χωριό ξαναζωντάνεψε.
Χθες όμως πάλι δεν κοιμήθηκε κανείς. Μπορεί αύριο να μην έχουν και πάλι χωράφια. Αυτά που σπείρανε πριν λίγες μέρες…
ΥΣ. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Θανάση και τον Βαγγέλη Χατζόπουλο. Και την Βιβή Λιάγκα που μας δέχτηκε στο σπίτι της. Εύχομαι να πάνε όλα καλά. Τουλάχιστον αυτή τη φορά.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις





