Δημήτρης Κατσαρός

Το ΟΧΙ του 1940 ορόσημο Εθνικής Αξιοπρέπειας

Η ιστορία της ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος, είναι ο αρχαίος μύθος του προβάτου και του λύκου, με την παραλλαγή ότι το πρόβατο, αντί να αφήσει το λύκο να το καταβροχθίσει, του τρίζει θαραλλέα τα δόντια και κατορθώνει να του αντισταθεί γενναία… Ο Εμμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα, με αυτά τα λόγια, αναφέρεται στον πόλεμο του 1940. Λόγια  που βέβαια αποτελούν έμμεση αλλά σαφή, ομολογία ήττας της Ιταλίας και τα οποία μεταξύ των άλλων, περιέχονται στα απομνημονεύματά του  που εκδόθηκαν μετά το πόλεμο.

Ένας πόλεμος, που έχει τις ρίζες του στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και στην άνοδο  στην εξουσία του  Μουσσολίνι στην Ιταλία και του Χίτλερ στη Γερμανία. Όλα αυτά δημιουργούν στην Ευρώπη, ένα επικίνδυνο για την ειρήνη πολιτικό περιβάλλον,  το οποίο ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσε στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα έπρεπε να κινηθεί και η Ελλάδα διαμορφώνοντας ανάλογα τις διεθνείς της σχέσεις και συμμαχίες. Μια Ελλάδα που μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, όχι μόνον δεν είχε επιβουλευτεί κάποιο γειτονικό κράτος, αλλά αγωνίζονταν να επουλώσει τις πληγές της από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Με τις γειτονικές χώρες  υπήρχε από το 1934 το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης το οποίο συνήφθη μεταξύ Ελλάδος, Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας. Ένα σύμφωνο που είχε σκοπό την διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού καθεστώτος στα Βαλκάνια και απέβλεπε κυρίως στην αποτροπή των βλέψεων της Βουλγαρίας η οποία βέβαια δεν συμμετείχε σ’ αυτό όπως και η Αλβανία.

Μια Αλβανία που  αρχές Απριλίου 1939 την καταλαμβάνει η Ιταλία. Ταυτόχρονα σχεδόν, η Αγγλία  και η Γαλλία με δηλώσεις των πρωθυπουργών τους Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία της χώρας μας. Ωστόσο και με την Ιταλία η Eλλάδα ήταν συνδεδεμένη με την Συνθήκη Φιλίας, η οποία υπογράφηκε το 1928 στη Ρώμη μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Μπενίτο Μουσσολίνι.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, το γεγονός της κατάληψης της Αλβανίας, είναι αυτό που θορυβεί την Ελλάδα και το οποίο την αναγκάζει να μεταβάλει και τα αμυντικά της σχέδια. Αυτό  προκύπτει σαφώς και από όσα γράφει ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου και ακολούθως Αρχιστράτηγος στον πόλεμο Αλέξανδρος Παπάγος στο έργο του «Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ». Σ΄ αυτό το έργο, αναλύει με πλήθος αριθμητικών στοιχείων που παραθέτει, την  μεγάλη και επώδυνη προσπάθεια την οποία ανέλαβε η χώρα μας για το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων, με παραγγελίες στο εξωτερικό για τον εξοπλισμό της σε παντός είδους πολεμικό υλικό. «Η κατά τας αρχάς Απριλίου 1939 λαβούσα χώραν απόβαση και κατάληψη ολοκλήρου της Αλβανίας υπό των Ιταλών, παρουσίασε σοβαρόν το πρόβλημα της εκ της πλευράς εκείνης αμύνης της χώρας» επισημαίνει με έμφαση ο Αλέξανδρος Παπάγος και ακολούθως αναφέρεται στις ενέργειες που γίνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.

Στο επίπεδο βέβαια της διπλωματικής ρητορείας, η Ιταλία εξακολουθεί να διαψεύδει ότι έχει επιθετικές βλέψεις κατά της Ελλάδος, παρά την συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Είναι όμως τέτοια η αντιφατικότητα των ενεργειών της Ιταλίας, που δεν πείθει για την ειλικρίνεια των προθέσεών της.

Στο κρίσιμο αυτό χρονικό σημείο, αξίζει να αναφερθούν οι κινήσεις  της ελληνικής πλευράς,  που όπως δέχεται ο γνωστός λογοτέχνης, δικηγόρος αλλά και μαχητής του  μετώπου Άγγελος Τερζάκης, προδιαγράφουν και την κατοπινή στάση της χώρας απέναντι στην ιταλική εισβολή. Το Γενικό Επιτελείο τη στιγμή που γινόταν η απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία, αποστέλλει την  διαταγή της 9ης Απριλίου 1939 προς τις διοικήσεις του Β’ Σώματος Στρατού, της ΙΧ και VIIIΜεραρχίας, δηλαδή τις δυνάμεις που θα προάσπιζαν τον εθνικό χώρο από την Αλβανία, στην οποία αναφέρεται: «Εις την περίπτωσιν εισβολής των ιταλικών στρατευμάτων εις το έδαφός μας, εντολή μας κατηγορηματική είναι η μέχρι εσχάτων μετά πείσματος διεκδίκησις του εθνικού ημών εδάφους».

Tέσσερις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα την 21 Αυγούστου 1939 και ενώ έχει μεσολαβήσει στις 22 Μαϊου  το Σύμφωνο  Ρίμπεντροπ –Τσιάνο, το προοίμιο δηλαδή του πολέμου, γίνεται  μια  προφητική σε κάθε περίπτωση συνομιλία και συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά και του Εμμανουέλε Γκράτσι. Αυτή γίνεται με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς η οποία διαμαρτύρεται για σειρά προκλήσεων της Ιταλίας. Σ’ αυτή τη συνάντηση ο Έλληνας πρωθυπουργός διαμηνύει στον πρεσβευτή της Ιταλίας, ότι η Ελλάδα, αν θιγεί η ακεραιότητα του εδάφους της, θα αμυνθεί μέχρις εσχάτων.

Μια ημέρα αργότερα στις 22 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα συμβαίνει ένα άλλο βαρυσήμαντο  για τον κόσμο  γεγονός. Υπογράφεται μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης το γνωστό Σύμφωνο Ρίμπεντροπ –Μολότωφ μη επιθέσεως. Ο Άξονας μπορούσε τώρα απερίσπαστος να δράσει προς Δύση και Νότο. Όλα αυτά προκαλούν την έντονη ανησυχία του Γενικού Επιτελείου, το οποίο εισηγείται στην κυβέρνηση την επιστράτευση των μονάδων που βρίσκονται απέναντι από την Αλβανία, η οποία διατάσσεται τη νύχτα της 23ης Αυγούστου.

Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ο κόσμος ξυπνούσε με την συγκλονιστική είδηση της επίθεσης της Γερμανίας κατά της Πολωνίας… Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχιζε…

Ενώ λοιπόν σκοτείνιαζε ο ουρανός της νοτιοανατολικής Ευρώπης και ενώ η βροντή ακουγόταν καθαρά, η Ελλάδα σημειώνει γλαφυρά ο Άγγελος Τερζάκης, «ξεμοναχιασμένη στο δραματικό της ακρωτήριο, δίχως ουσιαστική συμπαράσταση από πουθενά, ετοιμαζόταν ν’ αντιμετωπίσει, για πολλοστή φορά μέσα στην Ιστορία, τη μοίρα της, την πάλη κατά του δεσποτισμού»…

Η Φασιστική Ιταλία, εγκλωβισμένη στα μεγαλεπήβολα σχέδιά της και σε πνεύμα ανταγωνισμού με την κατακτητική εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, έψαχνε κυριολεκτικά αφορμές για πόλεμο με την Ελλάδα. Αποφασίζει να καταργήσει τα προσχήματα, η ακριβέστερα θα αναζητήσει άλλα προσχήματα και δικαιολογίες για την επίθεσή της. Εξάλλου έχει ήδη όλα τα πλεονεκτήματα σε βάρος μας τα οποία είναι συντριπτικά. Οι δυνάμεις της ήταν από καιρό επιστρατευμένες, ενώ από την ελληνική πλευρά και η μερική επιστράτευση εμφανιζόταν ως πρόκληση. Η αεροπορική υπεροχή της Ιταλίας ήταν τρομακτική, τα στρατεύματά της περίπου 95.000 άνδρες ετοιμοπόλεμα και πάνοπλα, βρίσκονταν ήδη στην Αλβανία με θωρακισμένα ταχυκίνητα μέσα. Μ’ αυτή την συντριπτική υπεροχή λοιπόν, η Ιταλία αναζητά αφορμές για πόλεμο…

Οι προκλήσεις κορυφώνονται με τον τορπιλισμό της Έλλης  την 15 Αυγούστου 1940 στην Τήνο. Παρότι  η Ελλάδα έχει αδιάσειστα στοιχεία για την ιταλική προέλευση του υποβρυχίου που εξαπέλυσε τις τορπίλες, δεν τα ανακοινώνει παρά μετά την έκρηξη του πολέμου σε μια ύστατη προσπάθεια να τον αποφύγει. Ενώ η ένταση έντεχνα ανεβαίνει, φθάνει η 26η προς 27η Οκτωβρίου, όταν στην Ιταλική πρεσβεία των Αθηνών, η οποία γιορτάζει με δεξίωση που παραθέτει και σε Έλληνες επισήμους, στις 5 το πρωί φθάνει ένα τηλεγράφημα. Δεν ήταν άλλο από την διακοίνωση -τελεσίγραφο,  που έπρεπε να επιδοθεί στον  πρωθυπουργό.

Ήταν προφανές ότι η ώρα της συνάντησης του Έθνους με την Ιστορία είχε φθάσει…Θα ακολουθούσε την λεωφόρο της ΤΙΜΗΣ ή τα έσχατα σκαλοπάτια της περιφρόνησης των εθνών του κόσμου; Της ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ η της ταπείνωσης; Της ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ή της  καταισχύνης;

Την 28η Οκτωβρίου, λίγο πριν τις 3 το πρωί  ο Γκράτσι βρίσκεται στο σπίτι του πρωθυπουργού  στην Κηφισιά και  του επιδίδει την ιταλική διακοίνωση, ένα μνημείο κακοπιστίας θα γράψει αργότερα ο ίδιος… Μέσα σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα, που αντιλαμβάνεται ο καθένας αλλά και περιγράφουν οι πρωταγωνιστές της, ο Ιωάννης Μεταξάς απορρίπτει το ιταμό τελεσίγραφο, απαντά ΟΧΙ στον Ιταλό εισβολέα, το οποίο ταυτόχρονα σήμανε το ΟΧΙ όλων των Ελλήνων, σύμπαντος του Ελληνισμού.

Ακολουθούν τα διαγγέλματα της ηγεσίας, ενώ εκδίδεται και το πρώτο από τα περίφημα λακωνικά ανακοινωθέντα του Γενικού Επιτελείου που έφερναν ρίγη συγκίνησης στις ψυχές των Ελλήνων. «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

«Το έθνος είχε σηκωθεί στο πόδι ολόρθο», γράφει χαρακτηριστικά ο Άγγελος Τερζάκης. Όλες οι τάξεις, όλες οι ιδεολογίες, όλες οι γενιές είχαν γίνει ένα: μια μάζα, μια ψυχή, μια σημαία. Στις 11 Νοεμβρίου, δεκαπέντε ημέρες από την εισβολή, η ελληνική επιστράτευση είχε συμπληρωθεί και αυτό ήταν κιόλας ένα πρώτο θαύμα. Η παρουσίαση των εφέδρων στις μονάδες τους έγινε μέσα σ’ ένα κύμα ενθουσιασμού. Δίχως να περιμένουν προθεσμίες, συνεπαρμένοι από τη λαχτάρα να δώσουν το παρόν το γρηγορότερο, πήρανε το δρόμο για τους στρατώνες από το ίδιο κιόλας πρωί της εισβολής. Στην Αθήνα, τα τραμ είχαν ανέβει στους Αμπελόκηπους κατάφορτα, με κρεμασμένα απ’ έξω σαν τσαμπιά, νιάτα που τραγουδούσαν. Πρόσωπα γελαστά, συγκινημένα, χαιρετούσαν από μπαλκόνια και παράθυρα εκείνους που πήγαιναν να παρουσιασθούν, οι αμαξοστοιχίες περνούσαν, στις ακραίες συνοικίες, ανάμεσα σε γέροντες που δάκρυζαν κι ανέμιζαν στα χέρια τους σημαίες… Αυτό βάσταξε όλο τον καιρό που συνεχιζόταν η επιστράτευση… Ένας λαός πράγματι προετοιμασμένος για πόλεμο μέχρις εσχάτων που εξέφραζε έτσι το αίτημά του για ΟΧΙ στον εισβολέα.

Τα πολεμικά σχέδια του Γενικού Επιτελείου εφαρμόζονται κατά υποδειγματικό τρόπο στα πεδία των μαχών και προδιαγράφουν τη δόξα, οι δάφνες της οποίας θα στεφανώσουν τα όπλα των Ελλήνων. Στο χώρο ευθύνης της VIII Μεραρχίας της οποίας ηγείται ο ηρωικός υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος δίδεται νικηφόρα η μάχη εκεί που ο στρατός μας θέλησε να τη δώσει, στο Καλπάκι.  Παράλληλα, στη χιονισμένη ήδη Πίνδο, δίδεται μια άνιση αλλά νικηφόρα μάχη μεταξύ των ολιγάριθμων αλλά γενναίων μαχητών του αποσπάσματος του ηρωικού συνταγματάρχη Κων/νου Δαβάκη και των σκληροτράχηλων αλπινιστών της μεραρχίας Τζούλια του στρατηγού Τζιρότι.

Σε λίγο ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται νικητής και ελευθερωτής  στην Κορυτσά, στο Αργυρόκαστρο και η Βόρειος Ήπειρος πνίγεται στη γαλανόλευκη. Ο  εχθρός καταδιώκεται στην Αλβανία, ενώ ο Μουσσολίνι αλλάζει τον ένα μετά τον άλλο τους στρατηγούς του. Πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας  γράφεται το  ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα  έπος του 1940. Εκεί που ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραμα σύμφωνα με τον Άγγελο Τερζάκη: «Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, γράφει ο μαχητής συγγραφέας, την ήξερε από πάντα, του την είχαν τραγουδήσει σαν ήταν μωρό κι ονειρευότανε στη κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός»…

Στο πόλεμο του 1940, οι Έλληνες εκλήθησαν να πολεμήσουν για τη δόξα. Αποφασίστηκε αγών μέχρις εσχάτων. Γι αυτό ήλθε  η Νίκη. Γι αυτό η 28η Οκτωβρίου, το ΟΧΙ του 1940 αποτελεί ορόσημο εθνικής αξιοπρέπειας.

Ένα ορόσημο που ενέπνευσε και το αμέσως επόμενο ΟΧΙ, στο Γερμανό εισβολέα που έσπευσε προς βοήθειαν του ηττημένου συνεταίρου του. Στα οχυρά κατά την εισβολή των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941 γράφηκε μια άλλη εποποιία, η οποία είναι συνέχεια της 28ης Οκτωβρίου.

Ενέπνευσε ακόμη και την παλλαϊκή αντίσταση  κατά της τριπλής ξενικής κατοχής σε όλα τα μήκη και πλάτη της πατρίδας μας. Μια αντίσταση, της βάσης των Ελλήνων, για μια Ελλάδα ελεύθερη, η οποία ασφαλώς δεν αναιρείται από τις αντιθέσεις και δυστυχώς τις συγκρούσεις μεταξύ των οργανώσεων, αλλά αποτελεί συνέχεια των αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας.

Το ΟΧΙ δεν ξεθώριασε και μετά την απελευθέρωση, όταν στα δραματικά χρόνια που ακολούθησαν, άδικα χύθηκε  αίμα αδελφικό που έφερε πόνο και δάκρυ σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες. Δεν ξεθώριασε γιατί αποτελεί κτήμα ολοκλήρου του Έθνους.

Προς το ΟΧΙ ατένισαν οι  ολιγάριθμοι άνδρες της ΕΟΚΑ, οι αγωνιστές της Κυπριακής Ελευθερίας, όταν την τετραετία 1955-1959 πολέμησαν την πανίσχυρη Μεγάλη Βρετανία και τον ιμπεριαλισμό της, γράφοντας την δική τους εποποιία.

Εκεί ακούμπησαν τις ελπίδες τους, οι μαχητές της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ το μαύρο καλοκαίρι του 1974, δίδοντας τον δικό τους υπέρ βωμών και εστιών άνισο και προδομένο αγώνα, υπερασπιζόμενοι την εσχατιά του Ελληνισμού στο Αρχιπέλαγος.

Το ΟΧΙ του 1940 είναι πραγματικά ορόσημο για όλους μας, κυρίως όμως για την ελληνική νεολαία. Λάμπει και πρέπει να διδάσκει το Κράτος μας, για να προστατεύει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό, να επιτελεί την κατεξοχήν αποστολή του που είναι η υπεράσπιση του έθνους, όπως δέχεται ο φιλόσοφος και αναλυτής του πολέμου Παναγιώτης Κονδύλης, στο σπουδαίο βιβλίο του  Θεωρία του Πολέμου. Δυστυχώς ούτε ο σωβινισμός και η επιθετικότητα των γειτόνων εξέλιπε σήμερα, ούτε και ο ιμπεριαλισμός που την ενισχύει. Ας μη ξεχνάμε ακόμη, ότι η εθνική αξιοπρέπεια δεν απειλείται μόνο με τα όπλα, αλλά και με την αποδόμηση θεσμών του Εθνικού Κράτους, της ίδιας της ιστορίας, της παιδείας, της γλώσσας,  και του πολιτισμού μας.

Το ΟΧΙ του 1940, δεν είναι μια παθητική ενατένιση του παρελθόντος. Δεν είναι νοσταλγία. Δεν είναι ρομαντική αναπόληση. Δεν είναι ούτε μια Ιφιγένεια που πρέπει να θυσιασθεί, για να αποπλεύσουν τα πλοία μας προς το μέλλον. Είναι παράδειγμα στο διηνεκές, προς τους λαούς της ανθρωπότητας, που παλεύουν για την ειρήνη και την ανεξαρτησία τους, είναι ηρωική παράδοση, είναι ιδανικό που παραδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη, η οποία αφού διαγράψει την δική της πορεία την παραδίδει στην επόμενη, μέσα σ’ αυτή τη διαχρονική σκυταλοδρομία των γενεών του Έθνους μας. Το ΟΧΙ του 1940 είναι τηλαυγής φάρος, που φωτίζει τη λεωφόρο του Ελληνισμού, που μας βοηθά να βγούμε από τα εθνικά αδιέξοδα του παρόντος στο φωτεινό ορίζοντα του μέλλοντος.

Δημήτρης Κατσαρός – Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας

Σ.Σ: Το κείμενο αποτέλεσε τον κορμό ομιλίας σε επετειακή εκδήλωση τον Οκτώβριο του 2008 που οργάνωσε στο Δ.Ω.Λ ο Δήμος Λαρισαίων και η Νομαρχία Λάρισας.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες