ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Η Κική Λαζόγκα, μια πρωταγωνίστρια αν και είναι από τις πρώτες Ελληνίδες κινηματογραφίστριες – Η ζωή της, η σκηνοθεσία, οι έρωτες και η στενή σχέση της με τη Λάρισα

Την Πέμπτη το βράδυ τη συνάντησα. Πρωί Σαββάτου, την σκεπτόμουν από την ώρα που ξύπνησα. Έχτιζα νοερά τον πρόλογο, την εισαγωγή του παρόντος ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Από μνήμης. Ακόμη δεν έχω ακούσει την ηχητική καταγραφή. Τώρα θα το κάνω. Δεν ήθελα. Ήθελα να ξεκινήσω να γράφω ενστικτωδώς. Σκεφτόμουν όχι μόνο όσα ειπώθηκαν στη συνέντευξη και μετά που το ξενυχτήσαμε. («Τι ώρα είναι;» με ρώτησε κάποια στιγμή. «02:17» απάντησα. «Τέλεια, ούτε καν 02:20» είπε και άναψε τσιγάρο). Σκεφτόμουν το όλον. Καιρό είχα να συναντήσω μια τέτοιου είδους γυναίκα. Μια πρωταγωνίστρια.

Η Κική Λαζόγκα είναι σκηνοθέτης. Από τις πρώτες Ελληνίδες, ειδικά αυτές που ασχολήθηκαν με το ντοκιμαντέρ. Τη ζωή της την έζησε κινηματογραφικά. Δεν τη σκηνοθέτησε όμως, πρωταγωνίστησε. Ναι, έτσι νομίζω. Αφέθηκε στη ροή, στους έρωτες, την τέχνη, στους ανθρώπους, στην ίδια. Νομίζω ότι είναι από τους ανθρώπους που γεννιούνται πρωταγωνιστές. Άλλωστε, παρά λίγο, να γινόταν ηθοποιός…

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου

Ο σκηνοθέτης Τάκης Κανελόπουλος πήγε στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη και την έψαχνε. Ήθελε εκείνη τη μικρή, την Κική Δημητρίου, που το πορτρέτο της είδε στην βιτρίνα του φωτογραφείου «Φώτο Διονύσια» δίπλα στον κινηματογράφο στην Αγία Σοφίας. Την ήθελε για την ταινία ο «Ουρανός», να παίξει το ρόλο της μικρής αδερφής του Φαίδωνα Γεωργίτση. Η Κικίτσα είχε γενέθλια εκείνη την ημέρα, έκλεινε τα 9, και φορούσε το καλό της φόρεμα· της είχε φύγει το παιδικό της φωτογραφίας, αυτό που αναζητούσε εκείνος, οπότε δεν έπαιξε ποτέ το ρόλο· και εκείνη του είπε ότι δεν θέλει να παίξει αλλά να γίνει σκηνοθέτης σαν εκείνον, τον ήξερε γιατί είχε δει το φιλμ του «Ο Μακεδονικός Γάμος»… Χρόνια αργότερα, ο Κανελλόπουλος, με τον οποίο στην πορεία των χρόνων έγιναν κολλητοί φίλοι, την περίμενε πάλι σπίτι της. Μαζί με τον τότε σύζυγό της Γιώργο Λαζόγκα, τον Λαρισαίο εικαστικό, και τον Ηλία Καζάν. Ο Καζάν την έψαχνε αυτή τη φορά. Άλλος ένας κορυφαίος σκηνοθέτης. Την είχε δει να διαδηλώνει έξω από τα Ιλίσια Πεδία το 1978 όταν γινόταν ένα αφιέρωμα για εκείνον. Η Κική κρατούσε ένα πανό «Ναι στο μεγάλο σκηνοθέτη, όχι στον συνεργάτη του Μαρκάρθουρ». Όταν τον είδε σπίτι της καταντράπηκε. Εκείνος ήθελε να την πάρει μαζί του στην Αμερική, να γίνει η τελευταία μούσα του. Έμεινε ένα μήνα στη Θεσσαλονίκη για να την πείσει. Του είπε όχι τελικά· στη θέση της πήρε την Κιμ Μπάσιντζερ και στην πρώτη τους ταινία, της έκανε την κουπ που είχε στα μαλλιά της εκείνη. Η Κική Λαζόγκα όμως ήθελε να σκηνοθετεί. Φιλμ. Όχι να πρωταγωνιστεί. Αυτό το έκανε ούτως ή άλλως.

Μόλις άκουσα το ηχητικό. Μπορώ να ξεκινήσω.

Η πρώτη μου ερώτηση ήταν η αναμενόμενη… πως προέκυψε η σκηνοθεσία στη ζωή της. Μου απάντησε φυσικά. Αλλά άρχισε να μιλά για τον πατέρα της, την οικογένεια της. Μου διηγούνταν ουσιαστικά τη ζωή της. Και την άφησα, χωρίς να τη διακόπτω με ερωτήσεις. Ανά τακτά διαστήματα απλά ανακεφαλαιώναμε, διευκρινίζαμε, συνοψίζαμε.

«Πρέπει να σου πω ότι ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ σινεφίλ. Το πρώτο δώρο που θυμάμαι, μεγάλης αξίας για μένα – μπορεί μια κούκλα να ήταν πιο ακριβή – ήταν ένα οχταράκι σούπερ 8, μια μηχανούλα σούπερ 8». Της τη χάρισε όταν ήταν 12 χρονών. Έτσι η σκηνοθεσία έγινε όνειρο της ζωής της. Ήρθε φυσικά. Ήδη από 5-6 χρονών έβλεπε 6 ταινίες την εβδομάδα. Με τη μαμά της, τη γιαγιά της, με όποιον από την οικογένεια πήγαινε σινεμά. Γύρω από το σπίτι της στη Θεσσαλονίκη, σε ακτίνα δύο τετραγώνων, υπήρχαν 19 κινηματογράφοι. Βρισκόμαστε προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄50.

Μετά τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο περίεργα.

Ήθελε να σπουδάσει στο εξωτερικό – στην Ελλάδα τότε μπορούσες να σπουδάσεις κινηματογράφο μόνο στη σχολή Σταυράκου στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν δύσκολο το πλάνο της… η αδερφή της ήταν στην Αμερική, τα πρώτα της ξαδέρφια μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Αλλά αφενός ήρθε η μητρότητα, αφετέρου η Χούντα. Αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο παντρεύτηκε με τον φημισμένο Λαρισαίο εικαστικό Γιώργο Λαζόγκα και γέννησε το γιο τους, τον Ευθύμη. Επίσης, δεν είχε διαβατήριο. Της το κράτησαν στην Ασφάλεια λόγω φρονημάτων από το 1967. Το πήρε πίσω το 1974, άμα τη πτώσει της Χούντας. Κάπου το 1970 έλεγε… «ακόμη και στον Θεοδωράκη δώσαν διαβατήριο, δεν το δίνουν σε μένα;»

Ο Γιώργος Λαζόγκας

Ο Γιώργος Λαζόγκας, οι σπουδές, η Θεσσαλονίκη και το Παρίσι

Τελικά σπούδασε στη σχολή Σταυράκη στη Θεσσαλονίκη και στα 24 της, πριν τελειώσει καν το τρίτο έτος, κατέληξε να την διευθύνει και να αναλαμβάνει την ιδιοκτησία της. Τότε ήταν που ο Λευτέρης Παπαδόπουλος της πήρε συνέντευξη ως δημοσιογράφος για τα «Νέα»· ήταν πολύ περίεργο να είναι μια γυναίκα και μάλιστα τόσο μικρής ηλικίας διευθύντρια της μοναδικής σχολής κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη…

Για τρία χρόνια έμεινε επικεφαλής. «Νόμιζα πως μπορούσα να τα κάνω όλα, την οικογένεια, τη δουλειά μου και ταυτόχρονα να είμαι και σχολάρχης, ε δεν γινόταν». Και μου το εξηγεί.

Εκείνη την εποχή δημιούργησε δύο κινηματογραφικές λέσχες στις οποίες διοργάνωνε προβολές, καλούσε σκηνοθέτες, έκανε ομιλίες. Όλα αυτά γινόταν σε δύο κινηματογράφους στο Φαργκάνη, όπου προβάλανε διεθνή κινηματογράφο, όπως ιταλικό νεορεαλισμό και  γαλλικά φιλμ νουάρ, και στο Αχίλλειο όπου λάμβανε χώρα το φεστιβάλ γουέστερν… «Ταχυδρομική Άμαξα», «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές», μεγάλες ταινίες την εποχή που ο κόσμος είχε συνδέσει το γούεστερν με το σπαγγέτι και τον Φράνκο Νέρο. Ταυτόχρονα άρχισε να εκδίδει κινηματογραφικό περιοδικό. Παράλληλα δούλευε στην ΕΡΤ, γύριζε την Ελλάδα για να κάνει γυρίσματα για τα ντοκιμαντέρ της, έμενε αναγκαστικά συνεχόμενες εβδομάδες στην Αθήνα για να κάνει το μοντάζ και πτώμα επέστρεφε στη βάση της στη Θεσσαλονίκη, στον Γιώργο Λαζόγκα και το παιδί. Τελικά, στείλανε τον Ευθύμη  στη Λάρισα, όπου έμεινε με τους παππούδες και τους θείους του.

Επτά χρόνια κράτησε συνολικά η Θεσσαλονίκη. Για δύο χρόνια πήγανε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, εκείνη πάνω στο σινεμά και ο Γιώργος Λαζόγκας στο film animation· ο Λαζόγκας είχε τελειώσει την αρχιτεκτονική και δίδασκε στο Πολυτεχνείο στην έδρα της Πλαστικής, πήρε εκπαιδευτική άδεια και πήγε μαζί της. «Τότε ήταν ευκαιρία να πάρουμε μαζί μας και το παιδί που είχε μεγαλώσει» μου λέει «εγώ ήθελα, αλλά ο Γιώργος το θεωρούσε δύσκολο». Τελικά μείνανε όλοι μαζί για έναν χρόνο στη Θεσσαλονίκη όταν επέστρεψαν. Αλλά οι συνθήκες και πάλι δεν ήταν καλές, πολύ ανθυγιεινές μέσα στα χρώματα και τα νέφτια, και έτσι το παιδί ήρθε και πάλι στη Λάρισα, όπου παρέμεινε μέχρι να τελειώσει το σχολείο και να φύγει για σπουδές.

«Και μετά χωρίσαμε» λέει.

Το 1969 γνωρίστηκαν μέσω μιας κοινής φίλης όταν ο Γιώργος ήταν φοιτητής και η Κική πήγαινε ακόμη σχολείο. Ο έρωτας ήταν μεγάλος. Μέσα σε δέκα μήνες παντρευτήκανε και γεννήθηκε ο Ευθύμης. Μετά από 10 χρόνια, το 1980 χωρίσανε. «Είμασταν πολύ νέοι, η εποχή ήταν τρελή… ένας οργασμός στην πολιτική και την τέχνη. Εμείς δεν ήμασταν ποτέ άλλωστε το κλασικό, το ορθόδοξο ζευγάρι. Ξέρω πως σε πολλούς όλο αυτό φαινόταν περίεργο… Αλλά ήμασταν εμείς. Με τον Γιώργο είχαμε πάντα πολύ στενή σχέση, ειδικά τα τελευταία χρόνια πριν αρρωστήσει είχαμε έρθει ιδιαίτερα κοντά».

Ο Γιώργος Λαζόγκας πέθανε το 2022. Η Κική, από την εποχή του διαζυγίου το 1980, κράτησε το επώνυμο Λαζόγκα. Είχε κάνει σχεδόν εκατό φιλμ, όλοι έτσι τη γνώριζαν… δεν γινόταν να ξαναγίνει η Κική Δημητρίου. Και δεν ήθελε.

Η οικογένεια, η παιδική ηλικία και ο πρώτος της έρωτας…

Όλα αυτά ειπώθηκαν σαν σε σκηνές flashback. Ενδιάμεσα έλεγε ιστορίες για την οικογένειά της, τη σκηνοθεσία, τον πρώτο της μεγάλο έρωτα και τον πατέρα της.

Με αιφνιδίασε με τον πρώτο της έρωτα. Το πώς αναφέρθηκε. Έγινε κάποια στιγμή που σχολιάζαμε πως αντέδρασε η οικογένειά της και ο πατέρας στην ιδέα της σκηνοθεσίας, που όντως εκείνη ειδικά την εποχή ήταν ένας δύσκολος χώρος, ιδιαίτερα ανδροκρατούμενος με περίεργες ισορροπίες… «Κική ποιος τολμούσε τότε να σε πλησιάσει; Έπρεπε να έχει ή το θράσος του Λιάνη ή την ομορφιά του Λαζόγκα». Με αυτή την ατάκα τελείωσε μια σχετική ιστορία με το θέμα. Της την είπε ένας φίλος ένας βράδυ που τρώγαμε με παρέα στην Αθήνα στο Balthazar, όταν ήταν περίπου σαράντα χρονών. Κατάλαβε πως την κοίταξα περίεργα. «Ο πρώτος μου έρωτας, στα δεκαπέντε μου, ήταν με τον Γιώργο Λιάνη. Ήμασταν τρία χρόνια μαζί. Μετά γνώρισα τον Γιώργο Λαζόγκα. Ο εγγονός μου είναι ο Γιώργος ο Δ΄. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας μου, ο επόμενος ο Λιάνης, μετά ο Λαζόγκας και τώρα ο μικρός Λαζόγκας».

Και κάπου εκεί άρχισε να μου μιλά για τον πατέρας της. Και την μητέρα της.

Ήταν μια αστική οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν επιχειρηματίας που ασχολούνταν με πετρέλαια, βενζίνες, είχε μια μπουτίκ αυτοκινήτων και ένα εργοστάσιο στην Κωνσταντινούπολη, οπότε ταξίδευε συνέχεια. Μέχρι το 1965, ένα μήνα ήταν Κωνσταντινούπολη, ένα μήνα Θεσσαλονίκη. Όταν επέστρεφε μεταξύ παστουρμάδων, μπακλαβάδων και λοιπών έφερνε πάντα και ένα πεντόκιλο τενεκεδάκι χαβιάρι· πολλές οι ιστορίες με εκείνο το χαβιάρι, μου της έλεγε και γελούσε.

Η μητέρα της ήταν χήρα με δύο παιδιά όταν παντρεύτηκε με τον Γιώργο Δημητρίου. Έμεινε χήρα στα 28 της, όταν το 1944 ταγματασφαλίτες μπήκαν μέσα στο μαγαζί του άντρα της και τον σκότωσαν επί τόπου με επτά σφαίρες. Απ’ έξω περίμενε ένα φορτηγό. Ήταν εμποροράφτης και το κατάστημά του ήταν γεμάτο με εγγλέζικα κασμίρια, εμπόρευμα αξίας χιλιάδων λιρών. Η μητέρα της όταν έφτασε στο μαγαζί μόλις την ειδοποίησαν βρήκε τον άνδρα της νεκρό και το μαγαζί άδειο. Τα είχαν φορτώσει όλα στο φορτηγό.

«Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ γοητευτικός άνδρας, μπον βιβέρ και φυσικά γυναικάς. Ποιος θα παντρευόταν μια χήρα με δύο παιδιά εκείνη την εποχή, παρόλο που ήταν καλλονή; Μόνο ένας γυναικάς και με ανοιχτό πνεύμα»… μου τον περιγράφει. Ήταν μου λέει αυστηρός και ανοιχτόμυαλος. Ταυτόχρονα. Από τη μία απαιτούσε να ράψω την πιο εντυπωσιακή τουαλέτα για τον χορό των ντεμπιτάντ που γινόταν τότε στο περίφημο Μεντιτερανέ, το ξενοδοχείο που είχε γίνει το σύμβολο της προπολεμικής Θεσσαλονίκης, γιατί το 1920 είχε πάρει μέρος στον ίδιο χώρο και η μητέρα του, και από την άλλη στον γάμο της έκλαιγε γιατί την θεωρούσε πολύ μικρή. Πολλοί Θεσσαλονικείς από εκείνον έμαθαν να χορεύουν τράρλεστον και μπόσα νόβα. Είχε και πάθος με τα αυτοκίνητα, ήταν ραλίστας και πρόεδρος των αυτοκινητιστών επί 20 χρόνια. Η Κική δεν οδηγούσε, ούτε της άρεσαν τα αυτοκίνητα… παρά την αδυναμία που είχε στον πατέρα της.

Πολλές φορές την έχουν ρωτήσει πως η οικογένειά της την άφησε να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία. Ο πατέρας της μου λέει «δεν εκτιμούσε καθόλου τους άνδρες που άφηναν τις γυναίκες τους, και τις κόρες τους, να δουλέψουν για να φέρουν χρήματα στο σπίτι. Εκτιμούσε πάρα πολύ μια γυναίκα να δουλεύει εφόσον έκανε μια δημιουργική δουλειά με την οποία πρόσφερε στην κοινωνία, είτε επιστημονική είτε καλλιτεχνική». Οπότε φυσικά και η Κική μπορούσε να γίνει σκηνοθέτης.

 Η σκηνοθεσία…

Συνεργάστηκε συστηματικά με την ΕΡΤ και γύρισε πάνω από 200 ταινίες.

«Τότε, εκείνη την εποχή θεωρούσαμε μεγάλο όνειδος να κάνουμε τηλεοπτικό σήριαλ. Κάναμε ντοκιμαντέρ. Με την έννοια την ερευνητική δεν έκανα ποτέ…». Δούλευε πάντα σε φιλμ και πάνω σε δικά της κόνσεπτ και με μια δική της οπτική. Μου το εξήγησε πολύ νωρίς στη συζήτησή μας, αναφερόμενη ως παράδειγμα σε ένα φιλμ για τα Κάστρα στην Ελλάδα… η ιστορία τους και η αρχιτεκτονική τους την ενδιέφεραν σε ένα δεύτερο πλάνο· ο στόχος της ήταν να κάνει μια ελεγεία πάνω στο φόβο του πολιορκητή και του πολιορκούμενου.

Αναφέρθηκε διεξοδικά σε δύο ντοκιμαντέρ για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, το “Casa Bianca” και το “In Memoriam”.

Μου διηγείται την ιστορία του αρχοντικού Casa Bianca και μου λέει πως είναι πολύ περήφανη γιατί μέσω της ταινίας σώθηκε αυτό το σπίτι. Το είχαν αγοράσει κάποιοι εργολάβοι, οι αφοί Τριάρχου, και προσπαθούσαν να το αποχαρακτηρίσουν από διατηρητέο. Όταν άρχισε την έρευνα στο χώρο για την ταινία οι περίοικοι της ζητούσαν να κάνει κάτι για να το σώσει. Της είπαν και την απίστευτη ιστορία για τη βραδιά του μεγάλου σεισμού στη Θεσσαλονίκη το 1978, όταν οι εργολάβοι άρχισαν να πριονίζουν τη στέγη γιατί το κτίριο δεν είχε πάθει ούτε ρωγμή από το σεισμό· τότε άρχισε η φθορά του. Μου το περιγράφει. «Όλο το πάτωμα ήταν μπουαζερί με ψηφιδωτό με ξύλα αφρικάνικα. Για τα τζάκια είχε φέρει τεχνίτες από Αγγλία, είχε φέρει ελαιουργούς από τη Βοημία, κηπουρούς από την Ιαπωνία. Ο ιδιοκτήτης ήταν της οικογενείας Φερνάντες και ερωτεύτηκε την Ελβετίδα madame de compagnie της μητέρας του. Την λέγανε Blanz, αλλά εκείνος ως ισπανόφωνος την φώναζε Bianca, εξ ου και το όνομα του σπιτιού το οποίο έχτισε για χάρη της. Έχει χαρακτηριστεί ως το τελειότερο δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη». Την προπαραμονή της πρώτης προβολής του ντοκιμαντέρ ενημέρωσε τη Μελίνα Μερκούρη, που ήταν τότε υπουργός Πολιτισμού, σχετικά με την ταινία και την ιστορία του σπιτιού. Με δική της πρωτοβουλία η Μελίνα, και αρχικά με δικά της χρήματα ώστε να προχωρήσουν γρήγορα οι διαδικασίες πλήρωσε τους αφούς Τριάρχου για να αποδεσμεύσει το κτίριο. Και έτσι σώθηκε. «Το θεωρώ το μεγαλύτερο έργο μου» καταλήγει.

Μου μιλά και για την ταινία “In Memoriam” που γυρίστηκε το 1984 και αφορά τα πρώτα τρένα που μετέφεραν στις 15 Μαρτίου 1943 δεκάδες χιλιάδες μέλη της Ελληνο-Εβραϊκής κοινότητας από τη Θεσσαλονίκη στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας. Η Κική Λαζόγκα βασίστηκε σε συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναφέρεται διεξοδικά σε έναν πυρηνικό φυσικό που μετά το Ολοκαύτωμα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρίσκει καινούργιες ποικιλίες από τριαντάφυλλα· ήταν αυτός που έσωσε το πραγματικό Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Ο αρχικός προγραμματισμός ήταν να έχει η ταινία διάρκεια μίας ώρας· τελικά την περιορίσανε σε μισή ώρα λόγω διπλωματικού επεισοδίου που προέκυψε από μια φράση ενός επιζώντα που έλεγε «οι Γερμανοί φασίστες». Κατά την πρώτη προβολή του, η ΕΡΤ το έκοψε από τον αέρα στο ένα τέταρτο… Αργότερα φυσικά παίχτηκε ολόκληρο. Μπορείτε να δείτε το ντοκιμαντέρ σε αυτό τον σύνδεσμο.

Μου μιλά και για ένα ταινιάκι του ενός τετάρτου που ήταν στα πλαίσια του πειραματικού κινηματόγραφου. Το έπαιξε τρεις φορές λούπα με διαφορετική μουσική. Το πρώτο ήταν με μουσική Γιάννη Ξενάκη, το δεύτερο ήταν με Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα του Μπαχ και το τρίτο με ρεμπέτικα. Ήθελε να δείξει πως η μουσική επηρεάζει καταλυτικά το αποτέλεσμα. «Όλοι νόμιζαν πως ήταν ένα μία ενιαία ταινία τριών τετάρτων».

Μου εξηγεί γιατί δεν ήθελε να κάνει ποτέ ταινίες μεγάλου μήκους… «Όταν βρισκόμουν στο μοντάζ της ταινίας, ήδη είχα φύγει από αυτή. Σκεπτόμουν την επόμενη. Είχα μια βουλιμία». Την καταλαβαίνω…

Τέλος, μου μιλά για το φιλμ που δεν έκανε ποτέ και εξακολουθεί να θέλει να το γυρίσει. Για τα λιμάνια του ελληνισμού… Μασσαλία, Σμύρνη, Βενετία, Τεργέστη, Συρακούσες, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια. Για αυτό το θέμα εμπνεύστηκε από την τριλογία του Θέμελη, όπου στην Ανατροπή ξεκινά με την Οκτωβριανή Επανάσταση και περιγράφει πως φτάνει η είδηση σε όλα αυτά τα λιμάνια μέσω του κεντρικού τηλεγραφείου και στην συνέχεια αναμεταδίδεται σε μικρότερα μέρη. Συνάντησε ωστόσο πολύ μεγάλες γραφειοκρατικές δυσκολίες. Αλλά συνεχίζει να επιμένει.

ΚΥΠΡΟΝ ΟΥ Μ ΕΘΕΣΠΙΣΕΝ

Η Λάρισα…

Στην προτελευταία τάξη του Γυμνασίου κάνανε μια σχολική εκδρομή στο Κάστρο του Πλαταμώνα και ήρθαν και στη Λάρισα. Ήταν η πρώτη φορά που η Κική επισκεπτόταν την πόλη. Θυμάται να έχουν ανέβει όλοι στο Φρούριο και είναι κάτω από το ρολόι. Εκείνη απομακρύνθηκε και απορροφήθηκε να κοιτά τη θέα, την πόλη κάτω από το λόφο που απλωνόταν σαν ταψί. Η Λάρισα τότε ήταν ένα χωριό… «Ένα ζαχαροπλαστείο είχε, το Ολύμπιον, το οποίο ήταν γεμάτο με άνδρες με ρεπούμπλικες». Ωστόσο, αισθάνθηκε, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, ότι σε αυτή την πόλη θα ερχόταν έκτοτε πολύ συχνά. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και τον επόμενο μήνα γνώρισε τον Γιώργο Λαζόγκα, τον Λαρισαίο.

Έχει φυσικά πάρα πολλούς φίλους στη Λάρισα. Διατήρησε τις επαφές και μετά το διαζύγιο με τον Γιώργο…

Μου λέει πως έχει αλλάξει πάρα πολύ η Λάρισα. Βρίσκει πως είναι ωραία η ζωή στη Λάρισα, της αρέσει η ευκολία του να βρεθείς με φίλους. Της θυμίζει τη Θεσσαλονίκη της νεαρής της ηλικίας. Αυτό που δεν άλλαξε και δεν της άρεσε ποτέ είναι το κουτσομπολιό που συνεχίζει να υπάρχει. Επίσης, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων θεωρεί πως οι Λαρισαίοι δεν είναι φιλόξενοι. Δεν ανοίγουν τα σπίτια τους εύκολα… Τους συγκρίνει πάντα βέβαια με τους Θεσσαλονικείς. Της κάνει, λέει, ακόμη εντύπωση. Και μένα, δεν το είχα συνειδητοποιήσει ποτέ.

Το μετά…

Μετά το αναγκαστικό τέλος της συζήτησής μας καθώς το μαγαζί που είχαμε βρεθεί μας περίμενε από ώρα για να κλείσει, συνεχίσαμε για ποτά αλλού. Εκεί η συζήτηση ξέφυγε, βάθυνε, έγινε ακόμη πιο προσωπική. Μιλήσαμε για την αστική τάξη και την τέχνη, για την αριστερά, για τον Ελύτη και τον Ρίτσο, για τον Αλέξανδρο Ιόλα, τον τελευταίο μαικήνα των τεχνών στην Ελλάδα όπως είπε χαρακτηριστικά, για προσωπικότητες που την απογοήτευσαν έντονα, για άλλες που τη γοήτεψαν. Μιλήσαμε για έρωτες και ιστορίες ανομολόγητες. Για διάσημα τραγούδια που γράφτηκαν για εκείνη.

Όταν περπατούσαμε στην άδεια Λάρισα τα ξημερώματα, σκέφτηκα πως στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μοιραστώ με κανέναν την Κική Λαζόγκα. Δεν ήθελα να γράψω τη συνέντευξη. Το έκανα τελικά· προσεκτικά και επιλεκτικά. Τώρα που γράφω τις τελευταίες λέξεις πάλι το ίδιο σκέφτομαι. Ότι είναι μια πρωταγωνίστρια.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες