ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το ραφείο του Βορρά: Αυτή είναι η λαρισαϊκή εταιρία που για 35 χρόνια έντυσε τους άνδρες σε Γαλλία, Γερμανία και φυσικά στην Ελλάδα

Βρισκόμαστε στη Λάρισα στις αρχές του 1970. Πέντε άνδρες, ο Σταύρος Τουρλακόπουλος, τα αδέρφια Χρήστος και Δημήτρης Τέγος, ο Αθανάσιος Καρανάσιος και ο Μιχάλης Τζικούλης δημιουργούν τη ΡΑΠΤΕΞ. Συνασπίζονται μεταξύ τους, αν και έχουν διαφορετικές επιχειρηματικές και επαγγελματικές αφετηρίες, αγοράζουν περί τα 20 στρέμματα επί της οδού Φαρσάλων, πίσω από τις σημερινές εγκαταστάσεις της Μέλισσσα-Κίκιζας, και δημιουργούν ένα βιομηχανικό κτίριο με υπερσύγχρονες για την εποχή προδιαγραφές. Το αντικείμενό τους είναι να ράβουν CMT/φασόν ανδρικά ρούχα για χώρες της βόρειας Ευρώπης, για τη Γερμανία και τη Γαλλία κυρίως, ενώ παράλληλα λειτουργεί και τοπικό τμήμα λιανικής.

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Ο κλάδος της ένδυσης στην Ελλάδα λειτουργούσε εκτεταμένα με CMT/φασόν στο πλαίσιο και εργαλείων της ΕΟΚ, όπως το Outward Processing – OPT) τη δεκαετία του ’80 κυρίως, οι πέντε άνδρες όμως είδαν ήδη μια δεκαετία πριν την τάση που ερχόταν και την επενδυτική ευκαιρία, δημιουργώντας τη βάση για ανάπτυξη σε λαρισαϊκές/θεσσαλικές μονάδες του κλάδου.

Δελτίο από το αρχείο του ΣΘΕΒ του έτους 1986 που παραχωρήθηκε στο onlarissa.gr για τις ανάγκες του παρόντος αφιερώματος. Στον πίνακα κατάταξης των 218 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στην Ελλάδα με κριτήριο τη μέση ετήσια απασχόληση για το έτος 1986, αναφέρεται η εταιρεία Raptex, η οποία κατέχει την 134η θέση απασχολώντας 270 άτομα.

Η εταιρεία μεσουράνησε την εικοσαετία 1970 έως 1990. Κατάφερε να παραμείνει δυναμικά στο προσκήνιο μέχρι το 2008, παρόλες τις αντιξοότητες, οπότε και έκλεισε οριστικά. Μαζί της έκλεισε και ένα κεφάλαιο του ελληνικού και λαρισαϊκού επιχειρείν σε βιομηχανίες έντασης εργασίας στο κομμάτι της ένδυσης.

Έκλεισε σε τέτοιο βαθμό που στάθηκε ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί φωτογραφικό αρχειακό υλικό. Μόνο δύο διαφημιστικές καταχωρήσεις εντοπίστηκαν και ένα στιγμιότυπο από ένα βίντεο του 1973· προς το τέλος του ολιγόλεπτου φιλμ, ο κινηματογραφιστής περιπλανιέται στους δρόμους της Λάρισας, ενώ σε μία γωνία διακρίνουμε το σήμα της εταιρείας «Raptex». Αυτό το πλάνο αποτέλεσε την φωτογραφία εξωφύλλου του παρόντος που αποτελεί το πρώτο μιας σειράς αφιερωμάτων στην επιχειρηματική ιστορία της Λάρισας.

Το ιστορικό πλαίσιο στην Ελλάδα τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αυτής του 1970

Η δεκαετία του 1960, που ακολούθησε την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή του 1950, χαρακτηρίζεται ως περίοδος υψηλής οικονομικής μεγέθυνσης (ετήσιος ρυθμός αύξησης ΑΕΠ ~7%) στην Ελλάδα· μιλούμε για το «ελληνικό οικονομικό θαύμα» που διήρκησε από το 1953 έως το 1973 περίπου. Παρατηρείται ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη, ραγδαία αστικοποίηση, μετανάστευση και δημόσιες επενδύσεις. Από αγροτική η ελληνική κοινωνία μετατρέπεται σε αστική και βιομηχανική· αρχίζουν να δημιουργούνται τα μεσαία στρώματα, να εξαπλώνεται η εκπαίδευση και να αυξάνεται το μορφωτικό επίπεδο σε μία περίοδο έντονης πολιτικής ωστόσο αστάθειας που οδηγεί στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών.

Στην αρχή της δεκαετίας του 1970, δεν διαφαίνεται ακόμη ότι θα ακολουθήσει η δεκαετία των μεγάλων γεγονότων της χώρας, πολιτικών και οικονομικών. Ξεκινά με την Ελλάδα να έχει Χούντα και τελειώνει με την είσοδό της στην ΕΟΚ – η συμφωνία προσχώρησης υπογράφηκε το 1979, η πλήρης ένταξη έγινε το 1981.

Κατά τη διάρκειά της έχουμε το πραξικόπημα στην Κύπρο, που οδηγεί στην πτώση της Χούντας, ταυτόχρονα με την πετρελαϊκή κρίση, που αυξάνει τις τιμές και προκαλεί πληθωρισμό και παγκόσμια ύφεση. Ακολουθεί η έναρξη της περιόδου της Μεταπολίτευσης η οποία συνδέεται με την επιστροφή της Δημοκρατίας με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τη θέσπιση νέου Συντάγματος το 1975, την αποκατάσταση των θεσμών. Οικονομικά, από την περίοδο μιας κρατικά ελεγχόμενης ανάπτυξης με κατασκευές και τουρισμό περνάμε στην παγίωση της ανάπτυξης που φέρνει την αστικοποίηση και την άνοδο των μεσαίων στρωμάτων. Νέοι αναπτυξιακοί θεσμοί δημιουργούνται… το υπουργείο Συντονισμού προχωρά σε οικονομικό προγραμματισμό, ιδρύονται οι (ΒΙ.ΠΕ.) Βιομηχανικές Περιοχές και δίνονται κίνητρα για εξαγωγές και επενδύσεις. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό και την ανεργία λόγω διεθνούς ύφεσης, αρχίζουν να αναπτύσσονται οι υπηρεσίες και βιομηχανία ελαφρού τύπου (κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, τρόφιμα, ποτά) ενώ ο πρωτογενής τομέας αρχίζει να χάνει μερίδιο.

Οι συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα είναι ιδανικές για τους ιδρυτές της ΡΑΠΤΕΧ. Πόσο μάλλον σε συνδυασμό με την τοπική εικόνα της λαρισαϊκής κοινωνίας και οικονομίας.

Το ιστορικό πλαίσιο στη Λάρισα το ίδιο διάστημα

Μεταπολεμικά, ήδη από τη δεκαετία του ΄60, υπήρχαν πολλά ραφεία/ραφτάδικα στη Λάρισα. Η πόλη είχε μάλιστα ονομαστούς ράφτες, κάποιοι από τους οποίους είχαν πάει και στο εξωτερικό. Σταδιακά παρατηρούμε ότι αυξάνονται οι ανάγκες του ανδρικού πληθυσμού να ντυθεί πιο αστικά, να ράψει δηλαδή τα κουστούμια του με όλα τα επιμέρους στοιχεία… παντελόνι, σακάκι, πουκάμισο, γιλέκο, γραβάτα, παλτό.

Το κουστούμι γίνεται σύμβολο της ανάπτυξης και της ταξικής ανόδου.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, αρχίζουν και κάνουν την εμφάνισή τους μικρές ή μεγαλύτερες επιχειρηματικές συνέργειες ακόμη και μεταξύ ανθρώπων που δεν ήταν όλοι τους ράφτες όπως η περίπτωση των πέντε της ΡΑΠΤΕΞ. Από όλους τους μόνο ο Μιχάλης Τζικούλης είναι ράφτης, επομένως και απολύτως σχετικός με το αντικείμενο.

Διαφημιστική καταχώρηση στην εφημερίδα “Ελευθερία” το 2003

Η ΡΑΠΤΕΞ

Το στοιχείο που εντυπωσιάζει με το επιχειρηματικό τους εγχείρημα, εκτός από το μέγεθος της επένδυσης, είναι οι πρωτοποριακές εγκαταστάσεις και ο τρόπος λειτουργείας τους, καθώς δεν πρόκειται για κάτι που το είδαν οι ιδρυτές σε εργοστάσια του εξωτερικού και το αντέγραψαν, αλλά το φαντάστηκαν και το δημιούργησαν μόνοι τους. Άλλωστε οι μεγάλες εταιρίες ένδυσης της Βόρειας Ευρώπης δεν είχαν εργοστάσια για τη μαζική παραγωγή των ρούχων τους, τα οποία τα έστελναν σε ραφεία στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Εκεί διατηρούσαν μόνο τα ατελιέ τους και φτιάχνανε sur-mesure ενδύματα ή haute couture δημιουργίες όταν αναφερόμαστε στους μεγάλους οίκους μόδας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε αποκλειστικά στην ανδρική ένδυση.

Αυτό που εντόπισαν ο Σταύρος Τουρλακόπουλος, τα αδέρφια Χρήστος και Δημήτρης Τέγος, ο Αθανάσιος Καρανάσιος και ο Μιχάλης Τζικούλης είναι ότι στο μέλλον η Ευρώπη επρόκειτο να αναθέτει ρούχα κατά χιλιάδες να ράβονται στον φτωχό νότο. Αυτό ήταν το πλάνο τους· δεν σκέφτηκαν ποτέ να ράψουν ρούχα για να ντύσουν τους Λαρισαίους. Ο στόχος τους ήταν η Ευρώπη. Ψάξανε από την αρχή αγορές στο εξωτερικό και δημιούργησαν συμβόλαια για φασόν ρούχα με εταιρείες κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία. Ξεκίνησαν ως βιοτεχνία αλλά σύντομα πέρασαν στο χώρο της βιομηχανίας έντασης εργασίας.

Η ανάπτυξη του κλάδου εντοπίστηκε κυρίως στη Λάρισα και σε άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, όπως στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα· δεν γνώρισε αντίστοιχη άνθιση σε περιοχές της νότιας Ελλάδας.

Αξίζει να αναφερθούμε ενδεικτικά σε μεγάλες συμφωνίες όπου μια εταιρία από το εξωτερικό ζητούσε για παράδειγμα να παραχθούν 100.000 κουστούμια για να καταλάβουμε τον τρόπο λειτουργίας. Η ξένη εταιρία παρείχε από μηχανές και υφάσματα μέχρι πατρόν στην ΡΑΠΤΕΧ, η οποία αναλάμβανε μόνο το ράψιμο. Η εταιρία πλήρωνε μόνο τους εργάτες, όλα τα υπόλοιπα τα παρείχαν οι εταιρίες του εξωτερικού. Είχε επιλεγεί το συγκεκριμένο μοντέλο καθώς η Ελλάδα πρόσφερε πολύ χαμηλότερους μισθούς από αυτούς της βόρειας Ευρώπης.

Η ΡΑΠΤΕΞ, και οι άλλες βιομηχανίες του είδους, ήταν το ραφείο του Βορρά…

Η ανάγκη της Ευρώπης για φθηνά εργατικά χέρια ήρθε να κουμπώσει πάνω σε μια άλλη ανάγκη της τοπικής κοινωνίας η οποία είχε δημιουργηθεί. Υπήρχαν πάρα πολλές γυναίκες οι οποίες ενδιαφερόταν να δουλέψουν. Η ΡΑΠΤΕΧ δημιούργησε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για αυτές ώστε να δουλέψουν πάνω σε μια τέχνη που οι περισσότερες έστω και ερασιτεχνικά γνώριζαν, σε ασφαλές περιβάλλον. Υπήρχαν εκατοντάδες μοδίστρες στην ευρύτερη περιοχή και το 85% περίπου του εργατικού δυναμικού της ΡΑΠΤΕΞ ήταν γυναίκες. Τα χαρακτηριστικά λεωφορεία της εταιρίας έκαναν δρομολόγια στην πόλη και στα γύρω χωριά, Ζάππειο, Χαρά, Φάρσαλα και τις πηγαινοέφερναν στο εργοστάσιο. Με το πέρασμα του χρόνου οι γυναίκες εργάτριες εξειδικεύτηκαν σε συγκεκριμένους τομείς.

Το εργοστάσιο όταν άνοιξε στις αρχές του 1970 απασχολούσε περί τα 150 άτομα. Στις χρυσές εποχές της δεκαετίας του 1980 έφτασε του 300 υπαλλήλους. Δεν είναι τυχαίο για το μέγεθος της εταιρίας ότι μέχρι το τέλος, το 2008 απασχολούσε περί τα 120 άτομα.

Από το δελτίο του ΣΘΕΒ του έτους 2003, όπως παραχωρήθηκε στο onlarissa.gr / Διαφημιστικό πόστερ της εταιρείας

Οι ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στο τέλος της χρυσής εικοσαετίας

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και κυρίως στα ’90s, η παραγωγή άρχισε να φεύγει από την Ελλάδα προς χώρες με ακόμα φθηνότερο εργατικό κόστος (Βουλγαρία, Τουρκία, αργότερα Κίνα και Ασία). Έτσι πολλές βιοτεχνίες ένδυσης στην Ελλάδα έκλεισαν ή συρρικνώθηκαν.

Το σημαντικό ορόσημο ήταν αρχικά η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και εν συνεχεία η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας που ξεκίνησε το 1990 και ολοκληρώθηκε το 1992. Τότε διαμορφώθηκαν νέα δεδομένα στον ευρωπαϊκό χάρτη. Τα πρώην γιουγκοσλαβικά κράτη ρίχνουν το κόστος εργασίας, γίνονται αυτά τα φθηνά εργατικά χέρια του πρώην φθηνού νότου και προσελκύουν τις επενδύσεις των ξένων εταιριών από την Ελλάδα, η οποία ήδη με τις διαδοχικές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ είχε αυξήσει τους κατώτατους μισθούς με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους για το τι ακολούθησε στον κλάδο, αναφέρουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία από άρθρο του «Βήματος», το 1996 στην Ελλάδα κατασκευάστηκαν μόνο το 67% των ανδρικών ρούχων και μόνο το 93% των γυναικείων και παιδικών ρούχων που είχαν κατασκευαστεί στη χώρα το 1995. Στο πρώτο εξάμηνο του 1997 μάλιστα ο δείκτης παραγωγής της βιομηχανίας ενδυμάτων σημείωσε νέα πτώση ύψους 5,4%. Η παραγωγή ενδυμάτων στη χώρα έχει μειωθεί περισσότερο από 50% σε σύγκριση με εκείνη του έτους 1980.

Ο κόσμος βαδίζει προς τον 21ο αιώνα. Η αλλαγή του νομίσματος και η δημιουργία του ευρώ είναι προ των πυλών, η παγκοσμιοποίηση έχει ήδη ξεκινήσει. Η Κίνα και τα φθηνά εργατικά χέρια της Ασίας κυριαρχούν και σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών βιομηχανιών παράγει εκεί, εκτός ευρωπαϊκής ένωσης.

Το τέλος εποχής

Στις αρχές του 2000 η ΡΑΠΤΕΞ κάνει μια επιχειρηματική στροφή για να αντιμετωπίσει το θέμα των Βαλκανίων και όλα όσα ακολούθησαν, όπως περιγράφονται ανωτέρω.

Αρχίζουν οι συνεργασίες με ελληνικά brands ένδυσης όπως το Glou και η Bertolucci μέχρι και εκείνες να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός Ελλάδας. Ακολουθούν συνεργασίες με αεροπορικές εταιρίες οι οποίες ράβουν τις στολές τους στην ΡΑΠΤΕΞ. Το εταιρικό ένδυμα μπαίνει σε όλο και περισσότερες εταιρείες, από ξενοδοχεία μέχρι τράπεζες. Σημαντική ήταν και η συνεργασία με τον ΟΣΕ, η οποία είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα και αφορούσε τις στολές των υπαλλήλων.

Ο ελληνικός στρατός θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις για τις ελληνικές βιομηχανίες φασόν ένδυσης, αν δεν περιοριζόταν στις στολές των αξιωματικών και επεκτεινόταν τα συμβόλαια και στον ιματισμό των νεοσύλλεκτων και των φαντάρων που μέχρι και σήμερα παραμένουν ενεργά με βιομηχανίες στα Άδανα της Τουρκίας.

Ωστόσο, όλα τα ανωτέρω υπήρξαν ημίμετρα.

Τον Δεκέμβριο του 2008 η ΡΑΠΤΕΞ κλείνει οριστικά, έχοντας καταφέρει να γράψει ιστορία στην πόλη της Λάρισας… Επί 35 ολόκληρα χρόνια έντυσε τους άνδρες στη Γαλλία, τη Γερμανία αλλά και στην Ελλάδα.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες