ΛΑΡΙΣΑ
Το πρόβλημά μας είναι αυτοί που δεν ξέρουν να αποχωρούν, Λαρισαίοι και μη

Θα μπορούσε, και, αυτό το κείμενο να είναι ένα ιστορικό αφιέρωμα. Μια αναδρομή στους επιφανείς Λαρισαίους που έχουν απασχολήσει τον δημόσιο βίο της πόλης και δεν κατάλαβαν το πότε έπρεπε να αποχωρήσουν. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί. Που δεν τους πέρασε καν από το μυαλό να αποχωρήσουν πριν τους φτύσει η επικαιρότητα. Το σύστημα. Το κοινωνικό που δημιουργεί όλα τα επιμέρους. Την ιστορία της Λάρισας, όμως, την προσεγγίζουμε μέχρι στιγμής μέσα από τα κτίρια, τις υποδομές, τις οικογένειες, τα προσωπικά επιτεύγματα και διστάζουμε να αποδομήσουμε ή έστω να σχολιάσουμε τους χαρακτήρες. Προφανώς, είμαστε πολύ κοντά, τοπικά και χρονικά. Προφανώς, δεν το θεωρούμε πρέπον. Προφανώς, γράφουμε νοσταλγικούς διθυράμβους.
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Αλλά, το θέμα μας είναι το παρόν. Για την χρονική έννοια μιλάω. Το παρόν και οι πρωταγωνιστές που καθορίζουν το πλαίσιο των εξελίξεων. Διαμορφώνουν το μέλλον. «Μέλλον»… τι γενική και πολυσήμαντη έννοια και αυτή; Βαρύγδουπη. Κακοποιημένη από την πολυχρησία. Και ανεδαφική όταν δεν συνοδεύεται από ένα κάποιο όραμα αλλά από προσωπικές βλέψεις. Και απωθημένα.
Σε μια περίοδο μεγάλης πολιτική και κοινωνικής αβεβαιότητας, δεν έχεις πια την πολυτέλεια να το παραβλέψεις. Το παρόν, που προηγείται του μέλλοντος.
Τώρα που το σκέφτομαι, η πρώτη φορά που έθεσα σε συνέντευξη αυτό το ερώτημα σε πολιτικό πρόσωπο, ήταν σε γυναίκα και όχι σε άνδρα. Στην κα Γαρυφαλιά Καρυστιανού, την πρώτη γυναίκα πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Λάρισας. Επέμενα μάλιστα σχετικά με το πότε τελειώνει κάτι και πότε θα πρέπει να αποχωρεί κάποιος από τα κοινά, κι εκείνη μου το σχολίασε… «Με ρωτάς όμως συνέχεια για το τέλος, και γω είμαι στην αρχή». Δίκιο είχε, στην αρχή ήταν γιατί να αγωνιά για το τέλος;
Πώς να παραβλέψεις όμως αυτούς που εμμένουν, μετά το τέλος, και δεν αποχωρούν; Να πάμε κάπως παρακάτω τέλος πάντων. Ως πόλη και ως χώρα. Αυτή τη στιγμή η κεντρική πολιτική σκηνή βρίθει από ανθρώπους που εμμένουν. Από ανθρώπους μη ευφυείς κατά τον Νίτσε. Αυτός το διατύπωσε ξεκάθαρα… «Η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή». Εδώ δεν μιλάμε καν για την κατάλληλη ώρα αποχώρησης που λειτουργεί ως δείκτης ευφυίας, εδώ μιλάμε για την παντελή ανικανότητα απόφασης αποχώρησης. Ακόμη και όταν η ζωή έχει πάει παρακάτω. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται περισσότερη θεωρητική ανάλυση. Μερικά ονόματα αυτής της σκηνής, της κεντρικής, αρκούν… Τσίπρας, Κασελλάκης, Σαμαράς, Καραμανλής, Λοβέρδος κ.α. Που δεν καταλαβαίνουν πως πάει πέρασε το τρένο, πως τελείωσε. Καλώς ή κακώς, τελείωσε. Δεν έχει άλλο. Δεν θα πρέπει να έχει άλλο. Δεν αρκεί ότι το θέλουν οι ίδιοι και ότι δεν μπορούν να το αποδεχτούν.
Εμείς εδώ, στην τοπική μας σκηνή, έχουμε άλλους· έχουμε για παράδειγμα περιφερειάρχες και καναλάρχες. Ο πρώτος μετά από σχεδόν δύο χρόνια εκτός του αυτοδιοικητικού θώκου φωνάζει ότι του κλέβουν τα έργα, γίνεται άρθρο στην «Αυγή» και τελικά καταφέρνει να εγκαινιάσει, οψόμεθα, με τον νυν το φράγμα του Ληθαίου. Ο δεύτερος επιμένοντας στο επιχειρηματικό του εγχείρημα, μέρος του οποίου τίθεται σε επαναλειτουργία, μιλάει για περιφερειάρχες Λουδοβίκους 14ους και μοιάζει σαν να προσπαθεί να κρατηθεί από την… περούκα του φωτομοντάζ.
Μήπως κάπου φτάνει;
Αλλά πώς να αξιώνεις ως σύστημα τέτοια ευφυία, αυτογνωσία, ωριμότητα και ατομική ευθύνη από τους πρωταγωνιστές που δεν αντέχουν το γεγονός ότι έχασαν τον πρώτο ρόλο όταν ως κοινωνία το επιτρέπεις; Πόσο μάλλον όταν το κάνεις και συ. Ως άτομο. Γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι. Διστάζουν ή αδυνατούν να αποχωρήσουν. Να το πάρουν απόφαση ότι κάτι τελείωσε. Και συ το κάνεις, και γω το κάνω. Είναι όμως διαφορετικό τι κάνει ο καθένας ως άτομο και τι ως πολίτης ή ως δημόσιο πρόσωπο. Άλλο να μην κατέχω εγώ προσωπικά την τέχνη να αποχωρήσω από μια κατάσταση ή μια σχέση την κατάλληλη στιγμή ή έστω κάποια στιγμή και να σέρνομαι, και άλλο αυτό να το κάνω προβολή ως κοινωνικό σύνολο και να το επιτρέπω στα δημόσια πρόσωπα. Άλλο να μην ξεκολλάω από ένα γκόμενο για παράδειγμα και άλλο να μην ξεκολλάω από ένα δημόσιο αξίωμα. Και άλλο αυτό να το ανέχομαι. Ως πολίτης. Γιατί τότε έχω και εγώ ο ίδιος ευθύνη. Δίνω το χώρο, δίνω το άλλοθι, δίνω τη νομιμοποίηση στον Τσίπρα και στον κάθε Τσίπρα και Σαμαρά, στον κάθε τέως και αεί νάρκισσο αριβίστα να μου διαμορφώνει την επικαιρότητα. Και κυρίως να μου διαμορφώνει την πραγματικότητα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να ζήσω. Αντί να τους φτύσω ως σύστημα, κοινωνικό, τους αφήνω να δρουν και να επιδρούν. Προφανώς, γιατί και γω δεν έχω την ωριμότητα και την αυτογνωσία ως κοινωνία να βάλω τελεία σε ένα θνησιγενές ιδεολογικό, κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Και γω μαζί τους στην ίδια φαντασίωση είμαι εγκλωβισμένη.
Μήπως φτάνει;
Ίσως αν περισσότεροι πηγαίνανε σπίτι τους εγκαίρως ή τους στέλναμε εμείς ως κοινωνία να μην χρειαζόταν μια Ευρωπαία γενική εισαγγελέας να μας κουνήσει το δάχτυλο και να μας πει για την ανάγκη αλλαγής του άρθρου 86 του Συντάγματος. Θα είχαμε προηγουμένως αυτορυθμιστεί. Θα είχαμε αυτοκαθαρθεί. Και ως άτομα και ως πολίτες. Και κυρίως ως κοινωνία.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις