ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ανεργία: Η αύξηση της απασχόλησης και το στοίχημα των αμοιβών

Από μόνη της η είδηση ότι η ανεργία υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων χρόνων, δείχνει ότι η αγορά σταδιακά ξεφεύγει από την καταστροφική μνημονιακή περίοδο. Το ερώτημα είναι όμως αν η μείωση του ποσοστού συνδυάζεται με βελτίωση της καθημερινότητας των εργαζομένων και τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.
Η ελληνική αγορά εργασίας δείχνει εντυπωσιακή βελτίωση, με την ανεργία να υποχωρεί σε χαμηλά που πριν μια δεκαετία φάνταζαν αδιανόητα. Τον Ιούλιο του 2025, η ανεργία στην ΕΕ διαμορφώθηκε στο 5,9% και στην Ευρωζώνη στο 6,2%, και την Ελλάδα στο 8% δηλαδή αρκετά κοντά σε αυτά τα ποσοστά.
Παρά την πρόοδο όμως, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην Ευρώπη. Περίπου 5,4% του εργατικού δυναμικού, έναντι μόλις 1,9% στον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ένας στους δύο ανέργους στη χώρα παραμένει εκτός αγοράς για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Η απομάκρυνση από την απασχόληση για μεγάλο χρονικό διάστημα επιδεινώνει το πρόβλημα δεξιοτήτων και μειώνει τις πιθανότητες επανένταξης.
Η νεανική ανεργία, παρότι μειωμένη σε σχέση με το παρελθόν, παραμένει κοντά στο 22%, υπερδιπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το γεγονός αυτό καθιστά δυσχερή την προοπτική σύγκλισης με χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, που εμφανίζουν πλέον ταχύτερη πτώση στα ποσοστά νέων ανέργων.
Ευέλικτη εργασία και μισθολογικό χάσμα
Το β’ τρίμηνο του 2025, το κόστος εργασίας στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 3,6% σε ετήσια βάση. Η Ελλάδα, αν και ακολουθεί ανοδική πορεία στους ονομαστικούς μισθούς, παραμένει τελευταία στην κατάταξη της ΕΕ ως προς την αγοραστική δύναμη των αμοιβών. Μετρημένη σε μονάδες αγοραστικής ισχύος (PPS), η μέση πλήρης απασχόληση δεν ξεπερνά τα 20.500 ευρώ ετησίως, έναντι άνω των 35.000 ευρώ σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία.
Η χαμηλή βάση αμοιβών συμπίπτει με μια αγορά όπου η μερική και εποχική εργασία καλύπτει σημαντικό μέρος των νέων θέσεων. Ειδικά σε τουρισμό, εστίαση και λιανεμπόριο, κυριαρχούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μικρής διάρκειας, χωρίς προοπτική σταθερότητας. Έτσι, η μείωση της ανεργίας δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος ή σε ισχυρότερη καταναλωτική ζήτηση.
Γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες
Μεγάλο πρόβλημα παραμένει και η άνιση κατανομή της εργασίας μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Η Αττική και το Νότιο Αιγαίο εμφανίζουν ποσοστά ανεργίας κοντά στο 7 %, ενώ στη Δυτική Μακεδονία και σε τμήματα της Βόρειας Ελλάδας τα ποσοστά εξακολουθούν να υπερβαίνουν το 15 %, κυρίως λόγω της απολιγνιτοποίησης και της έλλειψης εναλλακτικής βιομηχανικής βάσης.
Το ποσοστό απασχόλησης στις ηλικίες 20-64 ετών στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 69 %, αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (76,2 % στο β’ τρίμηνο 2025). Η διαφορά αυτή αποτυπώνει το χάσμα όχι μόνο σε επίπεδο ποσοστών, αλλά και στην ποιότητα της ένταξης στην αγορά.
Πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα
Με τον πληθωρισμό να κινείται κοντά στο 3%, οι πραγματικές αυξήσεις εξανεμίζονται, ιδιαίτερα σε συνθήκες υψηλού κόστους στέγασης και ενέργειας. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, οι δαπάνες ενοικίου μπορούν να απορροφήσουν έως και το 50% ενός καθαρού βασικού μισθού που δεν ξεπερνά τα 750 ευρώ.
Υπό αυτές τις συνθήκες η μείωση της ανεργίας δεν οδηγεί αυτομάτως σε ενίσχυση της κατανάλωσης και ως εκ τούτου στην ενίσχυση της ανάπτυξης. Με αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα κινδυνεύει να παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν κύκλο χαμηλών μισθών και ασθενικής ζήτησης.
Η εικόνα παραμένει αντιφατική, με υψηλή μακροχρόνια ανεργία, επίμονη νεανική ανεργία, χαμηλούς μισθούς και έντονες γεωγραφικές ανισότητες. Η ποσοτική πρόοδος, λοιπόν, δεν ισοδυναμεί με ποιοτική βελτίωση. Αντίθετα, ελλοχεύει ο κίνδυνος η Ελλάδα να εμφανίζει εντυπωσιακά ποσοστά μείωσης της ανεργίας, χωρίς να διασφαλίζει νέες θέσεις εργασίας που να στηρίζουν την κατανάλωση και την παραγωγικότητα.
ot.gr
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις