ΘΕΣΣΑΛΙΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
Ο Νο1 καταζητούμενος είναι Θεσσαλός – Η δράση του, οι απαγωγές, οι αποδράσεις και το Hollywood – Για πόσα χρήματα είναι επικυρηγμένος

Βρίσκεται στις λίστες με τους πιο καταζητούμενους κακοποιούς της Ιντερπόλ και είναι επικηρυγμένος για 1.000.000 ευρώ, ποσό πολύ μεγαλύτερο από οποιονδήποτε άλλο καταζητούμενο βρίσκεται στη λίστα αυτή, ακόμη και από καταζητούμενους που κατηγορούνται για δολοφονίες.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι ένας ΟG (σσ. Original Gangster), κυριολεκτικά, ο οποίος έδρασε για χρόνια μαζί με τον αδερφό του, Νίκο Παλαιοκώστα (που έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 2025) πραγματοποιώντας ληστείες κοσμηματοπωλείων, τραπεζών καθώς και απαγωγές.
Γι’ αυτό που όμως εν τέλει έκανε όνομα ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι οι δύο κινηματογραφικές αποδράσεις του από τις φυλακές Κορυδαλλού, με ελικόπτερο – το 2006 και το 2009.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1966 στο ορεινό χωριό Μοσχόφυτο Τρικάλων και ήταν το τελευταίο από τα, συνολικά, τέσσερα παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας. Η οικογένεια Παλαιοκώστα, όμως, εγκαταλείπει το χωριό και εγκαθίσταται μόνιμα στην πόλη των Τρικάλων.
Το 1979 και σε ηλικία 13 χρονών, ο Βασίλης Παλαιοκώστας βρίσκει δουλειά σαν εργάτης σε τυροκομείο στα Τρίκαλα, ενώ ο κατά έξι χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκος, μπαρκάρει στα καράβια.
Ο Βασίλης λέγεται ότι ήταν αρκετά εσωστρεφής στην εφηβεία του. Ότι ήταν το παιδί που κάνει αυτό που πρέπει, χωρίς πολλές κουβέντες. Αυτό έκανε και στο εργοστάσιο για δύο χρόνια. Ωστόσο, μια μέρα φεύγει από τη δουλειά και δεν γυρίζει ποτέ.
Ο αδελφός του, Νίκος Παλαιοκώστας, θα επιστρέψει ύστερα από λίγο καιρό από τη θάλασσα και θα σχετιστεί με έναν κύκλο κακοποιών της ευρύτερης περιοχής, ξεκινώντας να διαπράττει κλοπές και διαρρήξεις.
Συγκεκριμένα, τη δεκαετία του 1980, ο Νίκος Παλαιοκώστας γνωρίζει τον διαβόητο ληστή Κώστα Σαμαρά, γνωστό και ως «καλλιτέχνη» ή «πεταλούδα». Σύντομα, βάζει στο κόλπο τον μικρότερο αδελφό του Βασίλη και συνεργάζονται μαζί του, ληστεύοντας κυρίως τράπεζες.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα γίνει γνωστός στην Αστυνομία το 1986, σε ηλικία 20 ετών, όταν θα συλληφθεί για κλοπή και θα σημανθεί. Το 1988 ο Νίκος Παλαιοκώστας βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές των Τρικάλων αλλά με τη βοήθεια του Βασίλη (που του πετάει σχοινί για να πιαστεί) θα δραπετεύσει στις 18 Δεκεμβρίου αυτού του έτους. Ωστόσο, στις 3 Φεβρουαρίου του 1990, ο Νίκος συλλαμβάνεται ξανά για κλοπές σε χωριό των Ιωαννίνων.
Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται και ο Βασίλης για κλοπή αυτοκινήτου, ενώ πρoετοίμαζε σχέδιο ώστε να βοηθήσει τον αδερφό του να δραπετεύσει και πάλι. Αποφυλακίζεται με εγγύηση.
Τον Μάιο του 1991 ο Βασίλης θα συλληφθεί για συμμετοχή σε διάρρηξη κοσμηματοπωλείου στον Πύργο, στην Ηλεία, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους θα δραπετεύσει από τις φυλακές της Χαλκίδας όπου κρατούνταν, με ένα σκοινί από δεμένα σεντόνια που το χρησιμοποίησε για να σκαρφαλώσει τον τοίχο της φυλακής. Ο αδελφός του είχε ήδη δραπετεύσει στις 15 Δεκεμβρίου του 1990 από τις φυλακές Κορυδαλλού, μαζί με άλλα άτομα, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στις 15 Δεκεμβρίου.
Επίσης, ο Κώστας Σαμαράς θα δραπετεύσει έναν μήνα μετά, από την Αμφιλοχία, μέσα από την αστυνομική κλούβα που τον μετέφερε – και η συμμορία (αδελφοί Παλαιοκώστα και Κώστας Σαμαράς) θα συσταθεί και πάλι. Η ομάδα θα εμπλουτιστεί και με άλλους διαβόητους ληστές και θα αναβαθμίσει τη δράση της, διαπράττοντας κι άλλες, δεκάδες ληστείες τραπεζών σε όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα γίνει γνωστός στην Αστυνομία το 1986, σε ηλικία 20 ετών, όταν θα συλληφθεί για κλοπή και θα σημανθεί. Το 1988 ο Νίκος Παλαιοκώστας βρίσκεται κρατούμενος στις φυλακές των Τρικάλων αλλά με τη βοήθεια του Βασίλη (που του πετάει σχοινί για να πιαστεί) θα δραπετεύσει στις 18 Δεκεμβρίου αυτού του έτους. Ωστόσο, στις 3 Φεβρουαρίου του 1990, ο Νίκος συλλαμβάνεται ξανά για κλοπές σε χωριό των Ιωαννίνων.
Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται και ο Βασίλης για κλοπή αυτοκινήτου, ενώ πρoετοίμαζε σχέδιο ώστε να βοηθήσει τον αδερφό του να δραπετεύσει και πάλι. Αποφυλακίζεται με εγγύηση.
Τον Μάιο του 1991 ο Βασίλης θα συλληφθεί για συμμετοχή σε διάρρηξη κοσμηματοπωλείου στον Πύργο, στην Ηλεία, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους θα δραπετεύσει από τις φυλακές της Χαλκίδας όπου κρατούνταν, με ένα σκοινί από δεμένα σεντόνια που το χρησιμοποίησε για να σκαρφαλώσει τον τοίχο της φυλακής. Ο αδελφός του είχε ήδη δραπετεύσει στις 15 Δεκεμβρίου του 1990 από τις φυλακές Κορυδαλλού, μαζί με άλλα άτομα, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στις 15 Δεκεμβρίου.
Επίσης, ο Κώστας Σαμαράς θα δραπετεύσει έναν μήνα μετά, από την Αμφιλοχία, μέσα από την αστυνομική κλούβα που τον μετέφερε – και η συμμορία (αδελφοί Παλαιοκώστα και Κώστας Σαμαράς) θα συσταθεί και πάλι. Η ομάδα θα εμπλουτιστεί και με άλλους διαβόητους ληστές και θα αναβαθμίσει τη δράση της, διαπράττοντας κι άλλες, δεκάδες ληστείες τραπεζών σε όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Το Podcast του Νewsbomb για τον Βασίλη Παλαιοκώστα:
Η ληστεία στην Καλαμπάκα
Ωστόσο η ληστεία που θα κάνει διάσημους τους αδερφούς Παλαιοκώστα, είναι αυτή της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα, στις 2 Ιουνίου του 1992, αρπάζοντας περίπου 125.000.000 δραχμές (περίπου 1 εκ. σημερινά ευρώ). Η συγκεκριμένη ληστεία παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη, σε λεία, ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα.
«Ληστεία», φωνάζει ο Βασίλης Παλαιοκώστας την ώρα που αυτός και άλλοι δύο άνδρες εισβάλουν στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Οι τρεις άνδρες φορούν κοστούμια, γυαλιά ηλίου και φέρουν αυτόματα όπλα.
Οι δράστες είχαν φροντίσει εκ των προτέρων να μπλοκάρουν το μοναδικό περιπολικό του τοπικού Aστυνομικού Tμήματος ανάμεσα σε δικά τους οχήματα, ενώ όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να τους καταδιώκουν με τα πόδια, σκόρπισαν χαρτονομίσματα στον δρόμο για να εμποδίσουν την καταδίωξη.
Συγκεκριμένα ο Βασίλης πετάει ανά δεσμίδες τα πεντοχίλιαρα από το παράθυρο του αυτοκινήτου τους, ενώ τους καταδιώκει το περιπολικό, προκειμένου να διαφύγουν. Οι οδηγοί των άλλων οχημάτων σταματούν –και για να μαζέψουν τα χρήματα- και σύντομα ο δρόμος μετατρέπεται σε οδόφραγμα από τα σταματημένα αυτοκίνητα.
Η αστυνομία ντροπιάζεται, καθώς η ληστεία έγινε μόλις 500 μέτρα από το τοπικό αστυνομικό τμήμα.
«Έβγαλαν τις καραμπίνες από την πάνινη τσάντα και τις όπλισαν φωνάζοντας προς τους ταμίες και τους υπαλλήλους. Το ίδιο έκανα κι εγώ βγάζοντας το ούζι κάτω από το σακάκι μου. “Ληστεία! Όλοι όρθιοι αμέσως!”. ”Όλοι όρθιοι και πίσω στον τοίχο και συ, χοντρούλη, τσακίσου αμέσως όρθιος”, φώναξα άγρια στον διευθυντή που είχε κοκαλώσει.
Περάσαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα το Κέντρο Υγείας της πόλης από τα δεξιά μας και το γήπεδο πιο πάνω στʼ αριστερά, χωρίς να μας ακολουθεί κανένα αυτοκίνητο από πίσω. Κάνα δυο χιλιόμετρα πριν από την Καλαμπάκα, καθώς κινούμασταν με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, είδαμε να εμφανίζονται από την απέναντι μεριά τα δύο περιπολικά της αστυνομίας που είχαν βγει στο κατόπι μας. Πρώτο ήταν το τζιπ και από πίσω το Mitsubishi κι άλλο ένα συμβατικό αυτοκίνητο.
“Να ‘τοι!” έκανε ο Βασίλης όλο έξαψη. “Εγώ πέφτω κάτω, παιδιά”, είπα και χώθηκα στο κενό ανάμεσα στα πίσω και στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου ώστε οι μπάτσοι να δούνε μόνο δύο άτομα στο Opel. Μόλις κατάλαβα ότι διασταυρωθήκαμε με τα τρία αστυνομικά οχήματα χωρίς να ακουστεί κάποιο ανησυχητικό φρενάρισμα άρχισα νʼ ανασηκώνομαι πάλι».
Aκολούθησαν κι άλλες ληστείες σε βάρος τραπεζών, στα Ιωάννινα, την Κοζάνη, την Hμαθία.
Η Απαγωγή Χαΐτογλου
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όμως, ο Βασίλης Παλαιοκώστας αφήνει για λίγο τις ληστείες και σχεδιάζει μία από τις πιο καλά οργανωμένες απαγωγές στα ποινικά χρονικά.
Tο 1995 συγκεκριμένα είναι η χρονιά-σταθμός στη δράση των αδελφών Παλαιοκώστα. Στις 20 Δεκεμβρίου θα γίνουν πρωτοσέλιδο όταν απαγάγουν από τη Θεσσαλονίκη τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου, ιδιοκτήτη επιχείρησης χαλβάδων. Από την απαγωγή του Χαΐτογλου θα αποκομίσουν ακόμη μεγαλύτερο κέρδος από την ληστεία στην Καλαμπάκα, αφού θα τους καταβληθούν για λύτρα 250.000.000 δραχμές (σχεδόν 1,5 εκ. ευρώ).
Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου του 1995 στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο δεύτερο χιλιόμετρο του δρόμου Ωραιόκαστρο-Θεσσαλονίκη, στις 8:15 το πρωί, η ομάδα του Παλαιοκώστα ακινητοποίησε το αυτοκίνητο του βιομήχανου Αλέξανδρο Χαΐτογλου, ενώ κατευθυνόταν στο εργοστάσιό του, στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης. Αφού τον απείλησαν με τα όπλα προτεταμένα, τον έβγαλαν από το αυτοκίνητό του, τον έβαλαν σε ένα τζιπ που είχαν ήδη κλέψει και έφυγαν. Μέσα στο αυτοκίνητο του Χαΐτογλου, υπήρχε μια τσάντα με 1.000.000 δρχ. περίπου καθώς και επιταγές, την οποία και αρνήθηκαν να πάρουν παρόλο που ο Χαΐτογλου τους την προσέφερε. Μέσα σε λίγη ώρα ειδοποίησαν τον αδερφό του, Κώστα, για να συνεννοηθούν για τα λύτρα.
Tον κράτησαν όμηρο για τέσσερις ημέρες. Tα χρήματα παραδόθηκαν σε ερημικό σημείο κοντά στην Aράχωβα και ο Xαΐτογλου αφέθηκε ελεύθερος στην Kαρδίτσα. Συγκεκριμένα, τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου ύστερα από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα από κλεμμένο κινητό τηλέφωνο και ανανεώνοντας τις οδηγίες κάθε μία ώρα περίπου, ο Κώστας Χαΐτογλου παρέλαβε τον αδερφό του Αλέξανδρο, σώο και αβλαβή, στον σταθμό των ΚΤΕΛ του νομού Καρδίτσας, στην Καρδίτσα.
«’Εζησα σχεδόν τέσσερις ημέρες μέσα σε ένα αμάξι μια και οι απαγωγείς μου απέφυγαν με έντεχνο τρόπο να μου δώσουν το δικαίωμα να εντοπίσω κάποιο σημείο που θα μπορούσε να αποβεί γι’ αυτούς μοιραίο εφόσον το αναγνώριζα. Ήμουν δηλαδή πάνω σε μια διαρκή κίνηση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάποιο σημείο είχα και ορατότητα […]
Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά. […]
Δεν ήταν κλέφτες ήταν απαγωγείς και τους ενδιέφεραν αποκλειστικά μόνο τα λύτρα. Κατά τα άλλα ένα έχω να πω ότι μου φέρθηκαν πολύ καλά και αυτή τη στιγμή είμαι απόλυτα υγιής. Αρκεί να αναφέρω ότι η τσάντα που είχα με χρήματα μου την επέστρεψαν χωρίς να πάρουν τίποτα».
Η Αστυνομία, από τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν πάνω στο κινητό τηλέφωνο, ανακάλυψε τους δυο δράστες: Τον Βασίλη Παλαιοκώστα (29 χρ. τότε) που ήταν δραπέτης των φυλακών από τις 15 Ιανουαρίου του 1991, και τον Παύλο Κερεμίδη(44 χρ. τότε) που είχε επίσης δραπετεύσει από τη φυλακή, μερικούς μήνες πριν, στις 30 Ιουλίου του 1995.
Κλέφτες και αστυνόμοι…
Aκολουθούν «συναντήσεις» τους με αστυνομικούς σε διάφορες περιοχές της χώρας. Στην Kέρκυρα, τα Iωάννινα, την Kαρδίτσα, την Πάτρα, από τις οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταφέρνουν να διαφύγουν.
Παράλληλα, αναπτύσσεται φημολογία για διαφυγή τους στο εξωτερικό.
Μετά από τρία χρόνια ερευνών και καταδιώξεων, ήδη από τον Μάιο του 1999 η τύχη του Παλαιοκώστα φαινόταν ότι τελείωνε, αφού κατάφερε με δυσκολία και μόνο αναγκαζόμενος να πυροβολήσει, να ξεφύγει από μπλόκο των αστυνομικών στην Πύλη Τρικάλων, στις 8 Μαΐου αυτού του έτους. Το ίδιο δύσκολα θα ξεφύγει από ακόμη δύο μπλόκα στην Ευρυτανία.
Την ίδια χρονιά και έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στο 90ό χλμ. της εθνικής οδού Λαμίας – Λιβαδειάς, οι Αρχές συνέλαβαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε, έπεσε στο παρακείμενο αρδευτικό κανάλι προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με ένα φορτηγό. Ειδοποιήθηκε και κατέφτασε στον τόπο του ατυχήματος, περιπολικό από το αστυνομικό τμήμα της Λειβαδιάς, χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν ο τραυματισμένος. Ο Παλαιοκώστας προσπάθησε να διαφύγει -αρχικά πεζός κι έπειτα εισβάλοντας σε ένα σταματημένο λόγω της κίνησης αυτοκίνητο- αλλά τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί που τον καταδίωκαν και τον συνέλαβαν. Στο αυτοκίνητο βρέθηκαν διάφορα όπλα, χειροβομβίδες, κλεμμένες πινακίδες αυτοκινήτων καθώς και πλαστές ταυτότητες. Σε βάρος του εκκρεμούσαν 17 εντάλματα σύλληψης.
Τον Ιούνιο του 2000 καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης σε κάθειρξη 25 ετών για την απαγωγή Χαΐτογλου.
Η 1η απόδραση από τον Κορυδαλλό
Η δεκαετία του 2000 βρίσκει τον Παλαιοκώστα φυλακισμένο και μάλιστα να μεταφέρεται ανά τακτά διαστήματα σε όλες σχεδόν της φυλακές της Ελλάδας, σαν προληπτικό μέτρο μείωσης των δυνατοτήτων δραπέτευσης.
O Nίκος Παλαιοκώστας, επικηρυγμένος πλέον για 250 εκατομμύρια δραχμές, συνέχισε να ζει στη σκιά. Φήμες τον ήθελαν να επιχειρεί, το 2001, να οργανώσει, σε συνεργασία με ομάδα κακοποιών, επίθεση εναντίον των φυλακών Kορυδαλλού, προκειμένου να απελευθερώσει τον αδελφό του. Μετέπειτα ληστείες σε Καρδίτσα, Ναύπακτο, Τύρναβο, Μεγαλόπολη, Κατερίνη, Βέροια σχηματίζουν το «χάρτη» της παράνομης δράσης του.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας από το 2003 και μετά βρισκόταν μόνιμα στις φυλακές Κορυδαλλού, και μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του δόθηκε για να δραπετεύσει.
Το απόγευμα της Κυριακής 4 Ιουνίου 2006, γύρω στις 18:30, ένα μικρό ιδιωτικό ελικόπτερο που εκτελούσε αερομεταφορές αναψυχής για λογαριασμό ελληνικής εταιρείας ενοικίασης απογειώνεται με δυο επιβάτες.
Πέντε λεπτά μετά την απογείωση, ένας από τους δύο επιβάτες απειλεί με όπλο τον πιλότο. Λέει ότι το όνομά του είναι Νίκος Παλαιοκώστας και πως θέλει να σώσει τον αδελφό του, που παραμένει εδώ και 2.358 ημέρες στη φυλακή. Μέσα σε δέκα λεπτά, το ελικόπτερο βρίσκεται πάνω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Επιβραδύνει και σιγά-σιγά ακουμπά στο έδαφος, σηκώνοντας γύρω του ένα σύννεφο σκόνης.
Οι φρουροί υπέθεσαν ότι πρόκειται για μια επιθεώρηση, παρόλο που δεν είχαν ενημερωθεί για κάτι τέτοιο. Καθώς το ελικόπτερο πλησίαζε, ο πιλότος φώναξε προς τους φρουρούς ότι οι επιβάτες είναι οπλισμένοι.
«Έχουν χειροβομβίδες, έχουν εκρηκτικά!», λέει ο πιλότος και ένας φύλακας φωνάζει: «Απόδραση, απόδραση!».
Το ελικόπτερο προσγειώνεται ξαφνικά στο προαύλιο των φυλακών Κορυδαλλού και με αστραπιαία ταχύτητα παραλαμβάνει δύο φυλακισμένους και φεύγει. Ήταν ο Βασίλης Παλαιοκώστας με τον συγκρατούμενό του, Αλκέτ Ριζάι.
Όπως κατέθεσε ο πιλότος του ελικοπτέρου, μία εβδομάδα πριν από την απόδραση «ένας άνδρας και δύο γυναίκες νοίκιασαν το ελικόπτερο από τον Άγιο Κοσμά για μια βόλτα πάνω από την Αθήνα». Την ημέρα της απόδρασης, «ο ίδιος άνδρας, μαζί με ένα δεύτερο άνδρα, εμφανίστηκαν και πάλι στον Άγιο Κοσμά και ζήτησαν επίσης να κάνουν βόλτα, πληρώνοντας προκαταβολικά για την ενοικίαση του ελικοπτέρου 1.400 ευρώ».
Όταν όμως απογειώθηκαν, «με απείλησαν με πιστόλι και χειροβομβίδα και με υποχρέωσαν να προσγειωθώ στο προαύλιο του Κορυδαλλού, απ’ όπου πήρα τους δύο κρατουμένους».
Το ελικόπτερο τούς άφησε δίπλα στο νεκροταφείο του Σχιστού στον Πειραιά και εκείνοι συνέχισαν την απόδραση με δύο μοτοσικλέτες που τους περίμεναν. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Βασίλης Παλαιοκώστας έδωσε στον πιλότο ένα κομπολόι για να καλμάρει τα τεταμένα νεύρα του. Ήταν ελεύθερος ξανά.
Οι μοτοσικλέτες βρέθηκαν στην περιοχή του Σκαμαραγκά, όχι όμως και οι δραπέτες παρά το ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε η Αστυνομία.
Από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η Αστυνομία και που βρίσκονταν στον φάκελο της δικογραφίας έγινε κατόπιν γνωστό ότι την απόδραση την σχεδίασε και την χρηματοδότησε, το θεωρούμενο ως «το μεγάλο αφεντικό» του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, ο Βασίλης Στεφανάκος, με σκοπό όπως αναφέρουν «να εκθέσει το κράτος με τη θεαματική απόδραση και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει τον Ριζάι στην εκτέλεση «συμβολαίων θανάτου». Από τις πληροφορίες προέκυψε ότι «έβαλε τον Βασίλη Παλαιοκώστα στο ελικόπτερο για να παραπλανήσει τους αστυνομικούς και να πιστέψουν ότι πρόκειται για δουλειά του καταζητούμενου τότε αδελφού του Νίκου».
Οι έρευνες της Αστυνομίας, μετά από την κινηματογραφική απόδραση, απέδωσαν για τον Αλκέτ Ριζάι, αφού συνελήφθη στις 8 Σεπτεμβρίου του 2006 στο χωριό Πρόδρομος Βοιωτίας όπου κρυβόταν.
Μερικές μέρες μετά, η Αστυνομία θα είχε ακόμη μια επιτυχία, αν και τυχαία: Συνέλαβε τον Νίκο Παλαιοκώστα, διεθνώς επικηρυγμένος και καταζητούμενος για 16 χρόνια. Τον εντόπισε σε ένα μπλόκο που είχε στήσει στην περιοχή Καλύβια Λιβαδίου, κοντά στο χιονοδρομικό κέντρο του Παρνασσού.
Η απαγωγή Μυλωνά
Ο Βασίλης ωστόσο έμεινε ελεύθερος και στις 9 Ιουνίου του 2008 απήγαγε τον Γιώργο Μυλωνά.
Το βράδυ της Δευτέρας 9 Ιουνίου 2008 ο μεγαλοβιομήχανος Γιώργος Μυλωνάς, συν-ιδρυτής και αντιπρόεδρος της πολυεθνικής εταιρείας αλουμινίου «ALUMIL» και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), ενώ επέστρεφε σπίτι του μαζί με την γυναίκα του, στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, απήχθη από τρεις ένοπλους κουκουλοφόρους. Οι δράστες άφησαν την γυναίκα του να φύγει, και διέφυγαν με το αυτοκίνητο του Μυλωνά και τον ίδιο μέσα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ύστερα από περίπου 500 μέτρα, παρατάνε το αυτοκίνητο του Μυλωνά και συνεχίζουν με το (κλεμμένο) δικό τους. Τα ξημερώματα επικοινωνούν με την γυναίκα του επιχειρηματία, υποδεικνύοντας τον τόπο που εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο και ανακοινώνοντας την απαγωγή και την απαίτηση τους για λύτρα.
Την Τετάρτη 11 Ιουνίου, επικοινωνούν με την οικογένεια και ζητούν λύτρα 30.000.000 ευρώ, ενώ τους δίνουν επταήμερη διορία για να τα συγκεντρώσουν.
Ύστερα από διαβουλεύσεις οι απαγωγείς συμφωνούν στο ποσό των 12.000.000 ευρώ. Η Αστυνομία που όλες τις μέρες προσπαθούσε να εντοπίσει τους απαγωγείς, προσημειώνει τα χαρτονομίσματα και στις 26 Ιουνίου, οι δράστες παραλαμβάνουν τα χρήματα και απελευθερώνουν τον βιομήχανο στον δρόμο Γιαννιτσών-Θεσσαλονίκης και του δίνουν ένα άλλο (κλεμμένο) όχημα για να επιστρέψει μόνος του σπίτι του.
Από τις 4 Αυγούστου, τα πρώτα σημαδεμένα χαρτονομίσματα εμφανίστηκαν στην αγορά, αφού κατατέθηκαν από επιχειρηματίες σε τράπεζες των Γιαννιτσών και της Βέροιας.
Ωστόσο, ο εντοπισμός ενός 28χρονου Ασημάκη Λαζαρίδη στα Χανιά, που αγόρασε ένα πολυτελές αυτοκίνητο, αξίας 100.000 ευρώ, με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, άνοιξε τον δρόμο για την σύλληψη όλων των συμμετεχόντων. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του Λαζαρίδη, η Αστυνομία έφτασε στον 27χρονο Πολύκαρπο Γεωργιάδη, που τους οδήγησε εν αγνοία του, στο κρησφύγετο τους στην περιοχή της Σουρωτής, στην Θεσσαλονίκη. Στην επιχείρηση που οργάνωσαν τα ΕΚΑΜ, στις 20 Αυγούστου, συνελήφθη ο Βασίλης Παλαιοκώστας, μέσα σε σπίτι στη Σουρωτή.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να βάλει ένα ποτό και να δει ταινία, η Αστυνομία έκανε έφοδο και τον συνέλαβε. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Αυγούστου 2008 και ο Παλαιοκώστας μετρούσε 791 ημέρες ασύλληπτος.
Μέσα στο σπίτι βρέθηκαν και κατασχέθηκαν όπλα, εκρηκτικά, ασύρματοι, κάμερες, καθώς επίσης και μέρος των προσημειωμένων χαρτονομισμάτων.
Μετά από έρευνες, στο σπίτι βρέθηκε μία κόπια της ταινίας Ransom (Απαγωγή) και το Heat του Al Pacino, ένα νεονουάρ αστυνομικό θρίλερ που βασιζόταν εν μέρει στην αληθινή ιστορία ενός αστυνομικού και της εμμονής του να συλλάβει έναν ιδιοφυή ληστή.
Στις επόμενες μέρες, συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη οκτώ άτομα.
Η 2η απόδραση με ελικόπτερο
Ο Παλαιοκώστας επέστρεψε στον Κορυδαλλό. «Έπαιξα και έχασα. Η Αστυνομία κέρδισε», είπε αργότερα στο δικαστήριο ο Παλαιοκώστας. Όχι για πολύ, όμως.
Οι Βασίλης Παλαιοκώστας και Αλκέτ Ριζάι είχαν τον Φεβρουάριο του 2009 -και ενόψει της δίκης τους για την προ τριών χρόνων απόδρασή τους- μεταφερθεί στις φυλακές του Κορυδαλλού όπου κρατούνταν στα κελιά της απομόνωσης, περιμένοντας την εκδίκαση της υπόθεσης από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς.
Η δίκη είχε οριστεί να αρχίσει την Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου του 2009 αλλά την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009, ένα ελικόπτερο καταφτάνει και πάλι πάνω από τον προαύλιο χώρο των φυλακών Κορυδαλλού, παραλαμβάνει τους Παλαιοκώστα και Ριζάι, και εξαφανίζεται παρά τους πυροβολισμούς που δέχτηκε από τους φύλακες του προαυλίου με κατεύθυνση προς το Καπανδρίτι.
Η αντίστροφη μέτρηση για τη νέα απόδραση λέγεται πως ξεκίνησε από ένα ρολόι χειρός που έδωσε κρυφά η Σούλα Μητροπία στον σύντροφό της, Alket Rizai, την ώρα που τον αγκάλιασε κατά τη διάρκεια μιας από τις δίκες του. Και ότι το εν λόγω ρολόι, εκτός από ρολόι, ήταν και κινητό.
Στις τρεις το μεσημέρι της Κυριακής, 22 Φεβρουαρίου του 2009, η ώρα είχε φτάσει!
Σύμφωνα με τις καταθέσεις του πιλότου και άλλων αυτοπτών μαρτύρων, το ελικόπτερο ξεκίνησε στις 13:30 από το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με μοναδικό επιβάτη τον πιλότο του. Όπως είχε δηλώσει και στο σχέδιο πτήσης του, φτάνει στις 14:30 στην Ιτέα, όπου παραλαμβάνει δύο άτομα (έναν άνδρα και μια γυναίκα) και επιστρέφει. Πάνω από την Ελευσίνα, απειλούν τον πιλότο και τον αναγκάζουν να κατευθυνθεί προς τις φυλακές Κορυδαλλού.
Τον έλεγχο του ελικοπτέρου είχε πάρει αυτήν τη φορά μία γυναίκα που συστήθηκε στον πιλότο ως «κυρία Alexandrova». Παρά την αρχική της ευγένεια, λίγο μετά την απογείωση βγάζει από την τσάντα της μία χειροβομβίδα. Πολλοί υποστήριξαν ότι αυτή η γυναίκα ήταν η Μητροπία, αν και εκείνη έχει αρνηθεί κάτι τέτοιο.
Περίπου στις 16:00 φτάνουν πάνω από το συγκρότημα των φυλακών, ρίχνουν ανεμόσκαλα, την οποία ανεβαίνουν οι Ριζάι και Παλαιοκώστας, που βρίσκονταν στο προαύλιο χώρο των απομονωτηρίων της φυλακής, στην τρίτη πτέρυγα, και εξαφανίζονται. Την ώρα που Παλαιοκώστας και Ριζάι είναι έτοιμοι να πιάσουν το σχοινί για να ανέβουν στο ελικόπτερο, ένας φύλακας προσπαθεί να τους εμποδίσει. Τότε ο Rizai βγάζει ένα ακονισμένο σουβλάκι και του λέει: «Κάνε πίσω, αλλιώς σε κάρφωσα». Η ταπείνωση της πρώτης απόδρασης κάνει τους φύλακες να βγάλουν και να ζεστάνουν τα όπλα τους, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να σταματήσουν την απόδραση.
Οι σειρήνες ήχησαν στον Κορυδαλλό την ώρα που οι φρουροί διέταξαν τους έγκλειστους να απομακρυνθούν από το προαύλιο.
Το ελικόπτερο απογειώθηκε, οι κρατούμενοι που παρακολουθούσαν από την φυλακή πανηγύριζαν και οι φύλακες κοιτούσαν και πάλι άναυδοι.
Στο Πολυδένδρι Καπανδριτίου εγκαταλείπουν το ελικόπτερο και τον πιλότο, δεμένο και φιμωμένο, επιβιβάζονται σε ένα τζιπ και φεύγουν προς την Εθνική οδό.
Μετά και τη δεύτερη αυτή απόδραση, η οποία έγινε πρωτοσέλιδο για αρκετές ημέρες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, η Αστυνομία θα ανακαλύψει τους δυο δραπέτες στην περιοχή των Μεγάρων και του Αλεποχωρίου Αττικής, τον Απρίλιο του 2009. Το τζιπ το οποίο οδηγούσε ο Παλαιοκώστας έπεσε σε μπλόκο της Αστυνομίας στις 14 Απριλίου, αλλά παρόλο που οι αστυνομικοί πρόλαβαν να πυροβολήσουν και να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο, ο Παλαιοκώστας έφυγε τρέχοντας και χάθηκε μέσα στο δάσος. Λίγες ημέρες αργότερα, στον παραλιακό δρόμο του Αλεποχωρίου, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν το κρησφύγετο των δυο δραπετών στο οποίο βρέθηκαν υλικά μεταμφίεσης, περούκες, γυαλιά, πλαστές άδειες οδήγησης, πλαστές πινακίδες κυκλοφορίες και δακτυλικά αποτυπώματα.
Ο Ριζάι συνελήφθη τελικά, σε κατοικία στο Ανω Σούλι Γραμματικού, τη Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου του 2009.
Η «καταγγελία» Παλαιοκώστα
Ο Παλαιοκώστας «θυμωμένος» με τον τρόπο δράσης της Αστυνομίας στο μπλόκο του Αλεποχωρίου θα στείλει μια επιστολή στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», στην οποία – εκτός των άλλων – θα καταγγέλει τις μεθόδους της Αστυνομίας.
«Στις 14-4-09, απόγευμα γύρω στις 8 η ώρα στην είσοδο και εντός του οικισμού του Αλεποχωρίου, ενώ οδηγούσα το αυτοκίνητο πάνω στον κεντρικό παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση το κέντρο του χωριού, μου έκλεισαν αιφνιδίως τον δρόμο τρία αυτοκίνητα και ταυτόχρονα άλλα δύο κόλλησαν στο πίσω μέρος του δικού μου αυτοκινήτου.
[…]Αμέσως αντιλήφθηκα πως έχω να κάνω με ένοπλους μισθοφόρους του ελληνικού κράτους που βγήκαν παγανιά διψασμένοι για αίμα.
[…]Από το ξεκίνημα των όσων περιγράφω μέχρι να διανύσω με το τζιπ 20-30 μέτρα μέσα στο στενό, σφαίρες χόρευαν στην καμπίνα του αυτοκινήτου. Οι τύποι άνοιξαν ομαδόν πυρ κατά ριπάς με τα υποπολυβόλα και τα πιστόλια, σημαδεύοντας στο ψαχνό (τα μόνα που έμειναν άθικτα ήταν τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου).
[…]Αυτοί οι αδίστακτοι, οι τυφλοί δολοφόνοι της ΕΛ.ΑΣ ήταν αποφασισμένοι να υλοποιήσουν στο ακέραιο την εντολή που είχαν λάβει από τη φυσική και πολιτική τους ηγεσία. “Εντοπίστε τον και σκοτώστε τον”».
Το δέμα-βόμβα στον Χρυσοχοΐδη
Στις 24 Ιουνίου 2010, ένα δέμα-βόμβα θα φτάσει στο προσωπικό γραφείο στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με αποδέκτη τον τότε υπουργό, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Το δέμα θα ανατιναχτεί και θα σκοτώσει τον αστυνομικό υποδιευθυντή Γιώργο Βασιλάκη, αλλά ο φάκελος -που θα μείνει ανέπαφος- έχει πάνω του, σύμφωνα με την Αντιτρομοκρατική υπηρεσία, το παλαμικό αποτύπωμα του Βασίλη Παλαιοκώστα. Από αυτήν και άλλες σχετικές ενδείξεις, η Αστυνομία και τα ΜΜΕ κάνουν πλέον λόγο για άμεσες διασυνδέσεις και αλληλοβοήθεια Παλαιοκώστα και τρομοκρατών.
Το 2011 θα είναι η τελευταία φορά που θα εμφανιστεί -επιβεβαιωμένα- ο Παλαιοκώστας στην Ελλάδα.
Η τελευταία συνάντηση με την ΕΛ.ΑΣ.
Στις 6 Φεβρουαρίου 2011, σε μια καφετέρια στον Άγιο Στέφανο, ο Βασίλης Παλαιοκώστας, με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά προσώπου, ίσως με πλαστική επέμβαση και προσθετική μαλλιών, αγοράζει δύο καφέδες, πρόχειρο φαγητό, μερικές εφημερίδες και επιβιβάζεται ξανά σε σκούρο αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ένας άλλος άνδρας.
Οι αστυνομικοί που είδαν το αυτοκίνητο και το θεώρησαν ύποπτο, το παρακολούθησαν, πήραν τον αριθμό της πινακίδας και ανακάλυψαν πως ήταν κλεμμένο. Άρχισαν να καταδιώκουν το αυτοκίνητο, και κατάφεραν να το σταματήσουν στο 7ο χλμ του δρόμου Λιβαδειάς – Αράχωβας.
Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ένα από τα δύο άτομα που επέβαιναν στο όχημα, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, βγήκε από το αυτοκίνητο, γονάτισε και πήρε θέση σκοπευτή. Στη θέα του περιπολικού και από απόσταση περίπου 100 μέτρων άρχισε να πυροβολεί με ένα καλάσνικοφ. Μία από τις σφαίρες τραυμάτισε στο μηρό έναν από τους αστυνομικούς.
Κατάφερε να τους ξεφύγει, ενώ μερικές ώρες αργότερα, εντόπισαν το αυτοκίνητο εγκαταλειμμένο από μηχανική βλάβη, στο ύψος της Χαιρώνειας της Βοιωτίας. Η Αστυνομία συνέλεξε πολλά στοιχεία από το αυτοκίνητο, και μάλιστα κατάφερε να εντοπίσει και να ταυτοποιήσει την παρουσία του σε ένα καφέ στον Άγιο Στέφανο Αττικής, νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, μέσα από τις κάμερες ασφαλείας του μαγαζιού.
Έκτοτε τα ίχνη του χάνονται. Μέχρι και σήμερα παραμένει ασύλληπτος.
Φιλανθρωπίες και θρύλοι
Ο ίδιος, που πάντα φρόντιζε να μοιράζει μέρος της λείας του σε διάφορους φτωχούς ανθρώπους, είχε γράψει σε επιστολή που είχε στείλει στα ΜΜΕ ότι γι’ αυτό «δεν βρέθηκε ένας καταδότης να με παραδώσει στα χέρια των διωκτών μου».
Είναι για παράδειγμα ευρέως διαδεδομένος ο θρύλος ότι αφού η ομάδα του Παλαιοκώστα έκλεψε ένα φορτηγάκι μάρκας Nissan και το χρησιμοποίησε μετά τη διαφυγή της από τη μεγάλη ληστεία στην Καλαμπάκα, το επέστρεψε λίγες ημέρες αργότερα στον κάτοχό του όχι μόνο πλυμένο και γυαλισμένο, αλλά και με 150.000 δραχμές κρυμμένες κάτω από το πατάκι του οδηγού.
Λέγεται μάλιστα ότι στη συγκεκριμένη ληστεία, στην οποία συνεργοί ήταν ο Νίκος Παλαιοκώστας και ο καθοδηγητής των δύο αδελφών Κώστας Σαμαράς, ο Βασίλης έκανε καλαμπούρια με τους πελάτες της τράπεζας, οι οποίοι του εύχονταν «καλοφάγωτα και σε καλή μεριά».
Επιπλέον, διακινείται έντονα η φήμη ότι με τα χρήματα που αποκόμισε από τις ληστείες και τις δύο απαγωγές -των βιομηχάνων Αλέξανδρου Χαΐτογλου τον Δεκέμβριο του 1995 και Γιώργου Μυλωνά τον Ιούνιο του 2008- ο Βασίλης Παλαιοκώστας προίκιζε φτωχές συντοπίτισσές του και βοηθούσε πολίτες σε ανάγκη.
Ναι, αυτές είναι μόνο μερικές από τις αμέτρητες αφηγήσεις που έχουν κάνει πολλούς να θεωρούν τον Βασίλη Παλαιοκώστα έναν σύγχρονο Ρομπέν των Δασών.
Τα βιβλία και το ενδιαφέρον ΜΜΕ και Hollywood
Επίσης, ο Βασίλης Παλαιοκώστας έχει γράψει δύο βιβλία. Το «Μια Φυσιολογική Ζωή, Δράσεις και Αποδράσεις ενός Επικηρυγμένου» (2019) και το «Ένα Φυσιολογικό Παιδί – Ιστορίες από μια Άλλη Εποχή» (2024).
Ακόμη, το βρετανικό δίκτυο BBC έκανε ένα τεράστιο αφιέρωμα στον Βασίλη Παλαιοκώστα, το 2014, με τον τίτλο “Τhe Uncatchable” (Ο Άπιαστος). Με μια φωτογραφία εξωφύλλου που θυμίζει χολιγουντιανή ταινία, το βρετανικό δίκτυο περιγράφει τη ζωή και τα έργα του «Ελληνα Ρομπέν των Φτωχών», όπως τον χαρακτηρίζει.
Επιπλέον, ο Βασίλης Παλαιοκώστας έγινε το πιο δημοφιλές podcast στην κατηγορία “Crime” στις ΗΠΑ, το 2023. Τα «γυρίσματα» του ηχητικού ντοκιμαντέρ “OUTLAWS: The Good Thief” που κυκλοφόρησε το 2023, κράτησαν 20 μήνες. Την παραγωγή του podcast για τον «Καλό Ληστή» Παλαιοκώστα υλοποίησε η αμερικανική εταιρεία Kaleidoscope. Για τις «συστάσεις» ευθύνεται ένας Ελληνας ο οποίος εργάζεται ως επικεφαλής επιχειρηματικών υποθέσεων στην Kaleidoscope. Ο Κωνσταντίνος Λινός ήταν εκείνος που έριξε στο τραπέζι την ιδέα και το όνομα του υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενου στην Ελλάδα.
Μάλιστα, με αφορμή αυτό, είχε κυκλοφορήσει η είδηση ότι πασίγνωστα studio παραγωγής ταινιών «κονταροχτυπιούνταν» για το ποιο θα αναλάβει project μιας ταινίας για τον Παλαιοκώστα. «Έχουμε πολλές προτάσεις από μεγάλα studio, σκηνοθέτες και συγγραφείς», είπε ο κος Λινός, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο τον πρωταγωνιστικό ρόλο να ενσαρκώσει κάποιος Έλληνας ηθοποιός.
Πηγή: newsbomb.gr
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις