ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Πανηγύρια: Από την Κονιτοπούλου στην Καραπατάκη μισός αιώνας δρόμος και από τον Θανάση στους Φασαίους ένα τσιγάρο μόνο

Το πρώτο πανηγύρι, με την σωστή έννοια και ατμόσφαιρα του όρου, το έζησα το καλοκαίρι του 2002 στην Ικαρία. Ήταν αυτό στον Χριστό Ραχών. Το ονομαστό· το 2022 κατοχυρώθηκε μέσω της UNESCO στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας. Το διοργάνωνε ο πολιτιστικός τους σύλλογος και όλο το νησί ήταν σε μια αναταραχή. Περίεργο για τους χαλαρούς ρυθμούς της Ικαρίας… Είμασταν εκεί και πήγαμε και μεις. Δεν είχες και πολλές εναλλακτικές, όλα γύρω από το πανηγύρι γύριζαν εκείνο το βράδυ. Ήμουν όμως λίγο διστακτική.

Σε τόσα πανηγύρια είχα πάει από παιδί εδώ στα δικά μας τα χωριά του κάμπου, ανήμερα του κάθε πολιούχου… το είχα βιώσει το κλαρίνο στη διαπασών, τις συχνά παράφωνες φωνές, τα πεντοχίλιαρα που τα κολλούσαν στο μέτωπο των κλαριντζήδων, τον κόσμο να φοράει τα καλά του, τον χορό, το νυφοπάζαρο, την επίδειξη. Είχα μπουκώσει από παιδί, τα θεωρούσα παρωχημένα και λίγο κιτς… αν και είχαν πάντα μια ενέργεια περίεργη. Ήταν ένα γεγονός, το γεγονός της χρονιάς για τους κατοίκους, και αυτό το σεβόσουν κατά βάθος κι ας το κορόιδευες ταυτόχρονα.

Παρένθεση, από το ρεπορτάζ (sic) ανακάλυψα τη σελίδα Panigiria Thessalias Live  στο Facebook· έχει 9 χιλ. μέλη, όχι και τόσα πολλά αν τα συγκρίνεις με άλλες, για παράδειγμα την Full Κλαρινοκατάσταση Πανηγύρια Live με 39,8 χιλ. μέλη και την Αφισοπανηγύρια με 67,3 χιλιάδες! Έχουμε πήξει στα πανηγύρια…

@ John Demos

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Πάμε πάλι πίσω. Στην Ικαρία λοιπόν ήμουν διστακτική. Άντε εγώ τα είχα συνηθίσει, τα πανηγύρια, τα θεσσαλικά, είχα μια οικειότητα στο δρώμενο, εκείνος όμως; Παντελώς άσχετος και μιας άλλης, καθαρά αστικής κουλτούρας. Αλλά πήγαμε. Και πάθαμε σοκ. Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβαινε. Ο κόσμος, οι ντόπιοι, οι τουρίστες -λίγο συγκρατημένοι- οι τάβλες, το κρασί, τα αρνιά ή τα κατσίκια δεν θυμάμαι. Και η μουσική. Και ο χορός. Αυτό το ασύλληπτα γρήγορο και περίτεχνο κυκλωτικό στριφογύρισμα. Για μας θέαμα και πρόκληση, για τους ίδιους μέθεξη. Γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα – εξαιρετικά νωρίς για τις Ράχες πόσο μάλλον για το πανηγύρι – γίνεται ολικό μπλακ άουτ στο νησί. Η μουσική σταματάει, σκοτάδι παντού. Περνάει κανένα πεντάλεπτο ανασυγκρότησης και αρχίζουν να παίζουν τα όργανα χωρίς μικροφωνική, αρχίσουν να τραγουδάνε όλοι τα τραγούδια δυνατά, αρχίζουν να χορεύουν στα τυφλά σχεδόν. Η διακοπή ρεύματος αφαίρεσε το θέαμα και άφησε τη μέθεξη για τον πυρήνα, για τους ντόπιους. Έτσι συνεχίσανε τουλάχιστον για ένα δίωρο ακόμη. Εμείς φύγαμε, μας έπεσε βαρύ· βρήκαμε κάτω ένα κλαμπάκι που είχε γεννήτρια…

Φέτος που τα πανηγύρια, σε κάμπους, βουνά και νησιά, έχουν προκαλέσει φρενίτιδα αυτό το πανηγύρι θυμήθηκα. Και συνειδητοποίησα πως σήμερα δεν θα έφευγε κανείς, ούτε εμείς μάλλον. Θα μέναμε για τη φάση; Θα ήταν μια συνθήκη που θα απογείωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, θα ενθουσίαζε τον κόσμο; Θα παρείχε τόσο υλικό για stories και posts; Θα ήταν θέαμα ή μέθεξη;

Πώς να το αποκωδικοποιήσεις όλο αυτό;

@ John Demos

Τα πανηγύρια είναι πλέον κοινωνιολογικό φαινόμενο μιας Ελλάδας που στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα χορεύει και γλεντάει σύσσωμη σε κάθε χωριό και κορφοβούνι, σε κάθε θρησκευτική γιορτή, σε κάθε διοργάνωση πολιτιστικού συλλόγου. Η ίδια Ελλάδα που μέχρι πρότινος τα σνόμπαρε τα πανηγύρια, τους χωριάτες, τους βλάχους και τους κλαριντζήδες. Ειδικά στην Αθήνα. Κι όμως φέτος τον Ιούλιο έγιναν στην Αθήνα δύο διοργανώσεις· το Baxes Festival, το οποίο παρουσίασε τις πρώτες του εκδηλώσεις στον αύλειο χώρο του Christmas Theater όπου άτομα κάθε ηλικίας χόρεψαν από νησιώτικα μέχρι ηπειρώτικα, και το meta-πανηγύρι, που διοργανώθηκε από το ΚΠΙΣΝ σε μια προσπάθεια να συνδέσει τα παραδοσιακά πανηγύρια με πιο σύγχρονα στοιχεία, μπλέκοντας τον παραδοσιακό ήχο με την ποπ, τη ροκ και την electro μουσική.

Το φαινόμενο έχει τραβήξει την προσοχή και, εκτός εμού, της επιστημονικής κοινότητας. Λαογράφοι, εθνολόγοι, μουσικοί, κοινωνιολόγοι προβληματίζονται αν τα πανηγύρια μεταλλάσσονται σε αστική γιορτή… Πρόκειται για μια αλλοίωση της αυθεντικότητας τους ή για μια εξέλιξη της λαϊκής παράδοσης; Πως γίνεται οι νέοι να ακούν ταυτόχρονα κλαρίνα, λαούτα και ζουρνάδες με Λέξ, Τρανό, Οικονομόπουλο, Σαμπάνη και Πάολα; Πώς γίνεται να εκστασιάζονται παράλληλα με Καραπατάκη, Θανάση (Παπακωνσταντίνου) και Μάλαμα; Πως γίνεται να ξέρουν τα πιτσιρίκια τον Πετρολούκα Χαλκιά; Πως γίνεται στα κλαμπ να παίζει δεκάδες φορές κάθε βράδυ το Γλέντι, από την Ιουλία και όχι από τον Οικονομίδη και τη Σπανού;  Είναι κοινωνική ανάγκη, νομοτέλεια; Είναι μόδα, είναι φάση; Όλοι όσοι τρέχουν από πανηγύρι σε πανηγύρι είναι τελικά, όπως συχνά αναφέρεται, κρούσμα φασαίικης αντίληψης;

@ John Demos

Ας ξεκινήσουμε με τους ορισμούς

Οι φασαίοι…

Κατά το ChatGTP είναι «οι τύποι που του αρέσουν οι φάσεις (φλερτ, περιπέτειες, φάσωμα) και τις κυνηγάει συνειδητά, συχνά επιδεικτικά». Και τι σχέση έχουν με το ΣΥΡΙΖΑ; «Ο όρος «φασαίος» τα τελευταία χρόνια άρχισε να χρησιμοποιείται και πολιτικά/ειρωνικά, ιδίως στα social media, για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο στυλ αριστερού/προοδευτικού τύπου που πολλοί ταύτιζαν με το προφίλ αρκετών ψηφοφόρων ή στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως της περιόδου 2014-2019». Τι υπονοείται με αυτό; «Άνθρωπος πολιτικοποιημένος χαλαρά, κουλτουριάρης, με hipster/εναλλακτικό look, που συχνάζει σε Εξάρχεια, Παγκράτι κλπ., δηλώνει ευαισθησίες/προοδευτικές απόψεις, αλλά ζει με ένα lifestyle casual-μπουρζουά». Παρεμπιπτόντως, εντυπωσιάστηκα από τις γνώσεις του ChatGTP για την αργκό και τους Φασαίους…

Ο τρελός του χωριού είναι μόνος του, εξοστρακισμένος και παρακολουθεί τι κάνουν οι άλλοι @ John Demos

Το παραδοσιακό πανηγύρι…

Σύμφωνα με την προϊσταμένη του τμήματος Συλλογών, Έρευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, Παναγιώτα Ανδριανοπούλου σε άρθρο στην εφημερίδα Καθημερινή, το παραδοσιακό πανηγύρι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θρησκευτικό εορτολόγιο και με τον αγροτικό χρόνο, ενώ στη νέα του εκδοχή κρατά από το παλιό μόνο τα στοιχεία του γλεντιού και της μουσικής ή φολκλοροποιεί την λατρεία… «Ένα παραδοσιακό πανηγύρι χαρακτηρίζεται από τον καταμερισμό ρόλων για την προετοιμασία του, από τη συμμετοχή όλης σχεδόν της κοινότητας, αλλά και από τη μουσική και τον χορό με συγκεκριμένο τρόπο και τάξη. Βασικό στοιχείο είναι και η στενή σύνδεσή τους με την τοπική κάποτε, υπερτοπική σήμερα, οικονομία: από τις αγοραπωλησίες ζώων και γεννημάτων έως το ’60 και το ’70 μέχρι τους πάγκους των μικροπωλητών. (…) Το πανηγύρι δεν ήταν ούτε μόνο πολιτισμικό γεγονός ούτε μόνο οικονομικό και σε καμία περίπτωση δεν ήταν μόνο ψυχαγωγικό, ήταν ένα συνολικό κοινωνικό γεγονός. Δεν πήγαινες εκεί για να ξεσκάσεις, αλλά με μια έγνοια παραπάνω, καθώς στο πανηγύρι έβγαινε ο καλύτερος χορευτής, η καλύτερη νύφη, ο καλύτερος γαμπρός».

@ John Demos

Το σύγχρονο πανηγύρι…

Ο Μανόλης Βαρβούνης, καθηγητής Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στο ίδιο ως άνω άρθρο ισχυρίζεται ότι ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά δυναμικό· κρατάει κάτι από το παρελθόν, το εμπλουτίζει και το φέρνει στο μέλλον. Λογικό το βρίσκω. Και ότι ίσως οι νέοι μέσα από τα πανηγύρια προσπαθούν να δηλώσουν τα στοιχεία της πολιτισμικής ταυτότητάς τους… «Κάποτε αυτό εκφραζόταν με τις τοπικές φορεσιές. Σήμερα, ένας νέος δεν θα φορέσει τσαρούχια και φουστανέλα. Θα εκφράσει την τοπική του ταυτότητα ακούγοντας και χορεύοντας και αυτά τα τραγούδια». Αυτό μου φαίνεται υπερβολικό, έως ουτοπικό.

Κατά το ChatGPT είναι «ένα υβρίδιο ανάμεσα σε λαϊκή παράδοση και μαζική ψυχαγωγία, που αναβιώνει το κλαρίνο ως κάτι cool, προβάλει την τοπική ταυτότητα και λειτουργεί ως αντίδοτο στη μοναξιά και στο ακριβό lifestyle των πόλεων. Το πανηγύρι του σήμερα λοιπόν, δεν είναι μόνο μια συνέχεια του χθες, αλλά ένα νέο υβριδικό φαινόμενο: φολκλορικό αλλά μοντέρνο, οικονομικό αλλά εντυπωσιακό, παραδοσιακό με έναν τρόπο που έγινε της μόδας. Γι’ αυτό και φαίνεται πως θα μας απασχολεί ολοένα και περισσότερο – όχι μόνο για όσα συμβολίζει για το παρελθόν, αλλά κυρίως για όσα προσφέρει στο παρόν».

@ John Demos
@ John Demos

Νομίζω ότι είναι λίγο πιο πολύπαραγοντικό και πολυδιάστατο το θέμα. Είναι τέτοια η μαζικότητα, είναι τόσο οριζόντιο το ενδιαφέρον, συνέβη με γεωμετρική αύξηση τα τελευταία χρόνια για να μιλάμε μόνο για ανάγκες έκφρασης της πολιτιστικής μας ταυτότητας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας ή για να μιλάμε για τουριστική ανάπτυξη και για οικονομικά κριτήρια ή για την στροφή προς την ύπαιθρο και την επαρχία που έφερε η πανδημία, καθώς και την ανάγκη της κοινωνικοποίησης (θετικό πρόσημο), του συνωστισμού (αρνητικό πρόσημο).

Σαφώς και έχουν παίξει ρόλο οι πολιτιστικοί φορείς και οι σύλλογοι, τα ωδεία, τα φεστιβάλ, η στροφή που παρατηρείται από την πολιτεία ήδη από τη δεκαετία του ΄80 στις ρίζες και την παράδοση – στοιχεία που τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν σχεδόν δαιμονοποιηθεί από την χουντική υπερχρήση, στην πολιτισμική ταυτότητα ταυτόχρονα με την πολιτιστική εκπαίδευση ενός λαού· κατά το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» ένα πράμα…

Το είπε ωραία ο Κραουνάκης σε μια ανάρτηση σεντόνι στα σόσιαλ προχθές την Πέμπτη πρωί-πρωί (ποιος ξέρει τι όνειρο έβλεπε…) που αναπολούσε την παλιά καλοκαιρινή Αθήνα και ουσιαστικά την πολιτιστική παραγωγή της εποχής της μεταπολίτευσης «Γιατί έπαψε να έχει σημασία το εισιτήριο. Γίναν όλα ετοιματζίλα, τι δίνει ο δήμαρχος, τι δίνει το υπουργείο. Θυμάστε που εκπολιτίστηκε με Μπρεχτ όλη η ελληνική επαρχία; Κλάψαμε. Ε ρε κατσάβραχο. Και μετά τα τραπεζοκάρεκλα, οι έτοιμες πανηγύρεις, η Έφη Θώδη. Ο συντονισμός του κοινού στο ότι να ναι (…)»

Να κάτι τέτοιο έγινε και με τα πανηγύρια. Νομίζω.

@ John Demos

Πως το κλαρίνο ξαναμπήκε στη ζωή μας…

Γιατί μπήκε. Όλη η δημοτική μουσική έχει επανέλθει στο προσκήνιο σε μια προσπάθεια αισθητικού επαναπροσδιορισμού. Να γίνει πιο εύκολη, εύπεπτη, σύγχρονη, trendy. O κλαριντζής με το κουστούμι και το μαντήλι ή το γαρίφαλο στο πέτο κατέβηκε από το πάλκο να συναντήσει ήχους της pop, της folk-rock, της electro, ακόμα και της trap. Έγινε viral. Επανασυστήθηκε στη νέα γενιά ως κάτι χαλαρό, αυθεντικό και λίγο έξω από το καθεστωτικό “lifestyle” των κλαμπ. Να το πούμε κι αυτό, μεγάλη μερίδα της νεολαίας βλέπει τα πανηγύρια ως εναλλακτικά κλαμπ. Και έχουν μεγάλη φάση

Η Στέλλα Κονιτοπούλου ξεκίνησε να τραγουδάει με την οικογένειά της στα πανηγύρια όταν ακόμη ήταν 13 ετών και η εικόνα που αποτυπώνει στο Documento απέχει πολύ από την εξιδανίκευση στην οποία καταφεύγει πολύς κόσμος που επικρίνει τη σημερινή κατάσταση. «Ήταν κάπως σκληρά τα πράγματα τότε, μιλάμε για τις αρχές του 1980». Μιλάει και για τα νεονησιώτικα σήμερα, τα αποκαλεί σκυλοψαράδικα. Ωραίος νεολογισμός…

@ John Demos

Ο Θανάσης…

Όσο το σκέφτομαι και το ψάχνω, στον Θανάση επιστρέφω. Γιατί ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έγινε μια κομβική φιγούρα στην επανασύνδεση του νεότερου κοινού με το ελληνικό παραδοσιακό στοιχείο, παρόλο που ο ίδιος δεν έπαιξε ποτέ δημοτικά. Κάτι άλλο έκανε που ήταν τελικά πολύ πιο επιδραστικό. Έμπλεξε τις ρίζες με το δικό του προσωπικό, σύγχρονο ήχο… μάντολες, λύρες, λαούτα, ζουρνάδες, ηπειρώτικα μοτίβα, μπερδεύτηκαν με ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο και αυτοσχεδιασμούς δημιουργώντας έναν ήχο ελληνικό αλλά όχι λαϊκό, παραδοσιακό αλλά όχι λαογραφικό. Στα τραγούδια του ζει η παράδοση της υπαίθρου (βλάχοι, κάμπος, πανηγύρια, βυζαντινή ψαλτική, αρχέγονα κρουστά), αλλά ζει κάνοντας ποίηση. Δεν τον ενδιέφερε να φέρει κανένα πανηγύρι σε καμία πόλη. Δεν ξέρω τι ακριβώς τον ενδιέφερε, αλλά είναι αυτός που άνοιξε τον δρόμο για να ακουστεί ξανά το παραδοσιακό στοιχείο ως κάτι σύγχρονο και, γιατί όχι (;), ως κάτι υψηλής κουλτούρας. Ως κάτι ποιητικό και υπαρξιακό. Ως κάτι αυθεντικό και όχι φολκλόρ. Από τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά ή τους U2 και τον Moby, με τον Θανάση τα αυτιά μας έγιναν δεκτικά στα τσάμικα, στα ηπειρώτικα, στα σόλο με λαούτο αντί για μπάσο. Και έτσι από τις αρχές των 2000s έγινε σύμβολο της εναλλακτικής νεολαίας. Φτάσαμε πρόσφατα σε μια μαθητική, φοιτητική λατρεία· σε ένα πανελλήνιο κύμα που πήρε πολιτική απόχρωση. Και ο Θανάσης σταμάτησε, τις συναυλίες. Αφού γέμισε γήπεδα και θέατρα.

Η στροφή προς το παραδοσιακό παρατηρείται από το 2000 και ιδιαίτερα από το 2010 και μετά. Υπήρξαν συγκεκριμένα συγκροτήματα και καλλιτέχνες που το έκαναν ξανά ελκυστικό, συχνά μπλέκοντας το δημοτικό με rock, pop ή urban αισθητική. Ονομάστηκε Σχολή Θανάση… Χαΐνηδες, Villagers of Ioannina City (VIC), Θραξ Πανκc, Δάρνακες, Banda Entopica, Γιντίκι, Kadinelia, Pagan, Mode Plagal, Ματ σε 2 Υφέσεις. Πολλοί από αυτούς δεν κάνουν καν διασκευές, αλλά μόνο νέες ενορχηστρώσεις σε παραδοσιακά τραγούδια.

Θα κλείσω με αυτό που είπε ο συνθέτης και βιολιστής Νίκος Οικονομίδης, στο Documento ότι όταν το πανηγύρι αποτελείται από κόσμο που γνωρίζει, μετατρέπεται από κάποιο σημείο και μετά σε προσευχή… «Έχω ζήσει απίστευτες στιγμές ενέργειας που είμαστε όλοι ενωμένοι και είμαστε ψηλά, σαν να έχει εισακουστεί η προσευχή μας όλη νύχτα. Συνήθως συμβαίνει τις πρωινές ώρες που έχει φύγει ο πολύς κόσμος και μένουν όσοι νιώθουν αυτή την ιεροτελεστία. Έχω ζήσει τέτοιες στιγμές και ένιωθα σαν να πετούσαμε στα σύννεφα όλοι μαζί».

Μάλλον μιλά για αυτό το κάτι… το αρχέτυπο, το γήινο, το βουκολικό. Τον αρχέγονο ήχο που υπάρχει στο DNA μας, που ξυπνά ένστικτα και δημιουργεί μέθεξη. Ίσως αυτό να ψάχνουν όλοι, και όσοι το καταλαβαίνουν και όσοι απλά ακολουθούν. Τυχεροί όσοι τη βιώσουν αληθινά και όχι ινσταγκραμικά.

ΥΣ.1 Η κορυφαία εικόνα του καλοκαιριού για μένα είναι οι σπείρες. Το επικό πανοραμικό βίντεο από τη συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα και της Ιουλίας Καραπατάκη στο Γήπεδο Ριζούπολης. Εκεί που το κοινό χορεύει Ικαριώτικο «σε αμέτρητους κυκλικούς σχηματισμούς, δημιουργώντας μια σχεδόν ψυχεδελική εικόνα από κίνηση, ρυθμό και συλλογική έκσταση». (Μεταφέρω ακριβώς τη φράση όπως γράφτηκε στον Τύπο).

ΥΣ.2 Για το παρόν επέλεξα φωτογραφίες του John Demos (Γιάννη Δήμου), του διεθνούς φήμης φωτογράφο που απαθανάτισε τα ελληνικά πανηγύρια από το 1970. Αξίζει να διαβάσετε και την συνέντευξή του στην Athens Voice, που αποτελεί και την πηγή των φωτογραφιών στο παρόν. Με τις λεζάντες τους…

*Ο John Demos (Γιάννης Δήμου), γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1944, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους της μεταπολεμικής περιόδου. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Σικάγο και επέστρεψε στην Ελλάδα όπου δίδαξε και δραστηριοποιήθηκε έντονα στον χώρο της φωτογραφίας. Το έργο του έχει εκτεθεί παγκοσμίως, από το Παρίσι έως την Κίνα, ενώ σειρές όπως «Η Ελλάδα που Φεύγει», «Panigiria» και «Σκιές της Σιωπής» θεωρούνται πλέον ιστορικές. Η φωτογραφική του γλώσσα συνδυάζει ντοκουμέντο και ποίηση, μυστικισμό και ρεαλισμό, πάντα με βαθιά ανθρωποκεντρική ματιά.

 

 

 

 

 

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες