ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
Το μαγαζί της Λάρισας που λάτρεψαν οι ξενύχτηδες και έγραψε τη δική του ιστορία – Η εμπειρία του Κλάρα δεν μπορεί να υποκατασταθεί… (φωτο)

Τρεις κύκλους έκανα με το αυτοκίνητο. Κυκλικός κόμβος στον Άγιο Αχίλλειο, γέφυρα του Πηνειού, Γρηγορίου Λαμπράκη, αναστροφή – παράνομη – πριν και μετά την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Και ξανά. Και ξανά. Δεν μπορούσα να το βρω με τίποτα. Τελικά πάρκαρα κάπου απέναντι από το Αλκαζάρ και κινήθηκα με τα πόδια. Με όλα αυτά άργησα στο ραντεβού. Η Πέπη και ο Αλέκος με περίμεναν ήρεμοι. Άλλωστε συνηθισμένοι είναι τα απογεύματά τους να είναι ήρεμα, χαλαρά. Και να είναι οι δυο τους.
«Μα πως είναι δυνατόν να μην μπορώ να το βρω;» έπρεπε να απολογηθώ για την καθυστέρηση αλλά όντως απορούσα. Πως γίνεται να μην βρίσκω το εστιατόριο Κλάρας ενώ έχω πάει τόσες φορές; Και γω, και οι περισσότεροι Λαρισαίοι. «Γιατί είναι μέρα» μου είπε ο Αλέκος και ότι δεν είμαι μόνο εγώ, πολλοί δυσκολεύονται, «ερχόσαστε όλοι μεταμεσονύκτια και το βλέπετε φωτισμένο».
Αλήθεια είναι. Μέρα δεν έχω ξαναπάει ποτέ. Άντε, το πολύ πολύ ξημερώματα αλλά το φως που υποβόσκει ήταν διαφορετικό, μουντό και λίγο δειλό, και ο Κλάρας και πάλι ξεχώριζε φωτισμένος και με πληθώρα αυτοκινήτων απέξω παρκαρισμένων. Πώς να τον χάσεις;
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Μου λένε για μια κοπέλα που έπαιρνε καθημερινά το λεωφορείο από τη Γιάννουλη στις επτά παρά το πρωί για να πάει στη δουλειά της στη Λάρισα. Η πόλη ξυπνούσε σιγά σιγά και στον Κλάρα γινόταν χαμός από κόσμο. Κάποια στιγμή πήγε και η ίδια… «Επιτέλους» είπε, «τόσα χρόνια το έβλεπα και αναρωτιόμουν, και όσο αναρωτιόμουν τόσο περισσότερο ήθελα να έρθω. Έ, ήρθα λοιπόν!»
Όλα αυτά αφορούν το τρίτο εστιατόριο του Κλάρα επί της Γρηγορίου Λαμπράκη 26. Από το 1994 και μετά. Εγώ το έζησα από το 2006 και έκτοτε, όταν ανακαινίστηκε. Τότε μπήκε και ο πρώτη ταμπέλα· μέχρι τότε ποτέ δεν υπήρχαν επιγραφές, όποιος το ήξερε το ήξερε. Τέλος. Πηγαίναμε, μετά το τέλος της νυχτερινής διασκέδασης, να φάμε στον Κλάρα. Θεωρητικά τέτοιες ώρες έχεις συνηθίσει να είναι ανοιχτά τα γνωστά σε όλη την ελληνική επικράτεια σουπάδικα, με τον πατσά να πρωταγωνιστεί. Ο Κλάρας όμως δεν έφτιαξε ποτέ πατσά. Από άποψη. Δεν ήθελε. Τη μαγειρίτσα μόνο και την κοτόσουπα με τη συνταγή της γιαγιάς Δήμητρας έφτιαχνε στην αρχή από σούπες και τα υπόλοιπα ήταν ψαρικά, κρεατικά και μαγειρευτά επιπέδου γκουρμέ κουζίνας. Έτσι ήταν και ο χώρος. Σαν να έμπαινες σε ένα μικρό αλλά κυριλέ με σύγχρονο design εστιατόριο. Μ΄ άρεσε πάντα αυτή η αντίθεση, πήγαινε αντίθετα στους άγραφους νόμους της νύχτας που συχνά έχει δόσεις παρακμής μέσα… Στον Κλάρα όμως πότε. Από την πολύ αρχή.
Η ιστορία του πάει πολύ πίσω στο χρόνο. Μετρά φέτος 45 χρόνια παρουσίας στην εστίαση της πόλης. Ο Κωνσταντίνος Κλάρας, ο πατέρας της Πέπης, άνοιξε το πρώτο μαγαζί στη Λάρισα το 1980 στην Καραθάνου. Ο Κλάρας του σήμερα είναι η συνέχεια, η εξέλιξη εκείνου του πρώτου μαγαζιού. Κι ας είχε διαφορετικό χαρακτήρα. Κάποια χαρακτηριστικά πέρασαν μέσα στο χρόνο, δημιούργησαν το δικό του στίγμα στην πόλη. Κατά πάσα πίθανότητα αυτό που συνδέει περισσότερο από όλα αυτή τη διαδρομή είναι τα ψάρια και η γιαγιά Δήμητρα, η γιαγιά του Κωνσταντίνου.
«Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που με μηδέν χρήματα ανοιγόκλεινε με μεγάλη ευκολία μαγαζιά, πάντα σε σχέση με την εστίαση και τη νύχτα» λέει η Πέπη. Το πρώτο που άνοιξε ήταν το κέντρο διασκέδασης Ρίο – το κάτω πού ήταν μπουζούκια· το πάνω άνοιξε πολύ αργότερα. Το κράτησε μέχρι το 1975 με 1976. Τον κούρασε, του δημιουργούσε φοβερό στρες. Παίρνανε συνεχώς τηλέφωνο για βόμβα· έτσι είναι η βαθιά νύχτα και ο ανταγωνισμός. Άνοιξε ένα μαγαζί στη Γιάννουλη συνεταιρικά, αλλά πάλι τον κούρασε. Αυτή τη φορά βαρέθηκε. Είχε συνηθίσει τον παλμό της Λάρισας…
Στην Καράθανου…
Έτσι λοιπόν ανοίγει το πρώτο δικό του μαγαζί στην εστίαση. Στην Καραθάνου. Μικρό, έτσι ήταν πάντα όλα του μαγαζιά στην πορεία. Με οχτώ-δέκα τραπέζια. Δεν γινόταν διαφορετικά άλλωστε, αφού τα έκανε όλα μόνος του, χωρίς υπαλλήλους. Εκείνος ψώνιζε, μαγείρευε, έψηνε, σέρβιρε. Ο κόσμος το γνώριζε και το αποδεχόταν. Δεν γκρίνιαζε ποτέ για την καθυστέρηση. Καμιά φορά κάποιοι πελάτες σηκώνονταν να βοηθήσουν. Ήταν στέκι βλέπεις. Η γυναίκα του και η κόρη πήγαιναν να βοηθήσουν να ξαναστηθεί το μαγαζί μόνο τις ώρες που αυτό ήταν κλειστό. Ο Κλάρας στην Καραθάνου το μεσημέρι λειτουργούσε ως τρισπουράδικο και το βράδυ ως ταβέρνα με ψητά κρεατικά – κανείς δεν έπινε τσίπουρα τα βράδια στη Λάρισα, από τότε.
Το εντυπωσιακό ήταν το τσιπουράδικο, οι μεζέδες και τα ψάρια. Έχει πολύ περίεργα πράγματα για την εποχή… παστουρμά, ροκφόρ, μανούρι, όστρακα, ζωντανές καραβίδες που τίναζαν ολόκληρη την ψησταριά καθώς ψήνονταν και αργοπέθαιναν – αυτή την εικόνα η Πέπη δεν την ξεπέρασε ποτέ, ήταν τρομακτική και τραυματική – πολύ μεγάλα ψάρια μέχρι και αστακούς. Δεν υπήρχε κανένα άλλο μαγαζί που μπορούσες να φας ψάρια στη Λάρισα τότε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Παναγιώτης Σπανός, που ήταν φίλος του Κώστα και είχε το δικό του τσιπουράδικο που άφησε ιστορία στην πόλη, έλεγε χαρακτηριστικά «Ο Κλάρας μας έμαθε να τρώμε καραβίδες στη Λάρισα»· τα βήματα του Κώστα ακολούθησε στο δικό του μαγαζί.
Τα ψάρια, τα όστρακα, τις καραβίδες και τους αστακούς του τα φέρνανε πρωί στο σπίτι. Είχε γνωστούς ψαράδες μέχρι τη Στυλίδα. Και από Θεσσαλονίκη του φέρνανε. Και εκείνος προσαρμοζόταν με ότι πρώτη ύλη είχε κάθε μέρα. Το ίδιο γινόταν και με τον χασάπη. Δεν ήξερε τι θα παραλάβει ακριβώς. Για αυτό και δεν υπήρχε ποτέ σταθερός κατάλογος στο μαγαζί. Κάθε μέρα μια έκπληξη. Αυτή η δημιουργικότητα στο μαγείρεμα, το να μπορεί να σκέφτεται επί τόπου συνταγές και να τις εκτελεί, ήταν το χαρακτηριστικό ταλέντο τελικά της οικογένειας. Ξεκίνησε από τη γιαγιά Δήμητρα – γεννημένη το 1909 – που μαγείρευε απίθανα, χωρίς συνταγές τις περισσότερες φορές· μαγείρευε ενστικτωδώς και έκανε και γιατροσόφια. Έφτασε μέχρι τη δισέγγονη της, την Πέπη.
Στου Πέρα Μαχαλά…
Ο Κωνσταντίνος Κλάρας, πάλι κάποια στιγμή κουράστηκε πάλι, βαρέθηκε. Βαρέθηκε το πήγαινε έλα από το σπίτι στον Πέρα Μαχαλά μέχρι την Καραθάνου. Μιλάμε και για έναν άνθρωπο που δεν οδήγησε ποτέ στη ζωή του αυτοκίνητο… Με τα πόδια πηγαινοερχόταν. Ε, κάποια στιγμή βαρέθηκε. Έκλεισε την Καραθάνου και άνοιξε ένα άλλο μαγαζί στη γειτονιά του. Από το 1985 μέχρι το 1994. Εννοείται πως ούτε εκείνο είχε ποτέ ταμπέλα και επειδή ήταν χωμένο σε κάποιο δρομάκι του Πέρα Μαχαλά ήταν μόνο για μυημένους. Αν δεν το ήξερες ή δεν σε είχε πάει κάποιος αποκλείεται να το έβρισκες. Κάτι σαν τα σημερινά speak-easy μαγαζιά που είναι της μόδας και έλκουν την καταγωγή τους από τις εποχές τις ποτοαπαγόρευσης. Αλλά ήταν γεμάτο με Λαρισαίους από όλη την πόλη.
Στην αρχή έστησε το ίδιο κόσνεπτ, τσιπουράδικο με εκλεκτούς μεζέδες και ψαρικά το μεσημέρι, ψησταριά με κρέατα το βράδυ. Εκεί πρόσθεσε τα σουβλάκια. Ήταν μια μικρή πλατεία απέναντι και βόλευε. Αλλά σύντομα σταματάει να ανοίγει το μεσημέρι, βγάζει και τα σουβλάκια και αρχίζει να λειτουργεί διαφορετικά. Άνοιγε στις 9 το βράδυ και έμεινε ανοιχτός μέχρι της 9 το πρωί. Έτσι έβρισκαν να φάνε της προκοπής όσοι δούλευαν νύχτα όταν τελείωναν και ο κόσμος που διασκέδαζε. Εποχές ΠΑΣΟΚ. Οι επεξηγήσεις περιττές, όλη η Ελλάδα ξενυχτάει κάθε βράδυ μέχρι πρωίας. «Τα πρωινά αργά προς το μεσημέρι, πηγαίναμε με τη μαμά να βοηθήσουμε και με θυμάμαι να μαζεύω σε τεράστιες μαύρες σακούλες άδεια μπουκάλια με κρασί, το Καλιγά έδινε και έπαιρνε…» λέει η Πέπη. Αυτό που οι Λαρισαίοι γνωρίζουμε σαν Κλάρας έχει δημιουργηθεί. Ο Κωνσταντίνος Κλάρας φτιάχνει τρεις μόνο σούπες, κοτόσουπα και μαγειρίτσα με συνταγή της γιαγιάς, και ψαρόσουπα. Έχει και πάλι γαρίδες, καραβίδες και πολλούς αστακούς. Καθιερώνει τα αρνίσια παϊδάκια και το θρυλικό αρνάκι με πατάτες φούρνου. Τα υπόλοιπα είναι κρέατα στη σχάρα και σαλάτες με το μπρόκολο να γίνεται το σήμα κατατεθέν.
Στη Γρηγορίου Λαμπράκη…
Οι δουλειές πηγαίνουν εξαιρετικά μέχρι που εμφανίζεται ο Παπαθεμελής με τον νόμο του περί ωραρίου. Με τον νόμο Παπαθεμελή άλλαξαν και οι άδειες των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. Πήγαινε συνέχεια η αστυνομία και τους έκλεινε. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Και βρέθηκε. Ο Κλάρας έκλεισε το μαγαζί στον Πέρα Μαχαλά και μεταφέρθηκε στη Γρηγορίου Λαμπράκη όπου παραμένει μέχρι και σήμερα. Βγάζει νέα άδεια λειτουργίας για εστιατόριο με σούπες χωρίς να σερβίρεται καθόλου αλκοόλ. Τότε, στο νέο μαγαζί, ο Κλάρας πρόσθεσε τη μοσχαροκεφαλή στις σούπες και κράτησε τα ψητά σχάρας, το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, το συκώτι και το φιλέτο.
Το επόμενο ορόσημο είναι το 2000. Δυσάρεστο ορόσημο στην ιστορία της οικογένειας Κλάρα. Ο Κωνσταντίνος παθαίνει ένα ισχαιμικό επεισόδιο, επανέρχεται σύντομα στο μαγαζί αλλά πλέον χρειάζεται βοήθεια. Έτσι, τυχαία, τραπεζικός υπάλληλος ήταν, μπαίνει στο παιχνίδι ο σύζυγος της Πέπης, ο Αλέκος Παπαθανασιάδης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η μόνη του σχέση ήταν ότι του άρεσε να ψήνει, του άρεσε και η νύχτα. Έξι χρόνια δουλέψανε μαζί με τον πεθερό του. Το 2006 ο Κωνσταντίνος Κλάρας πέθανε. Στις 12 Ιουνίου. Την ίδια ημερομηνία έγραφε και η πρώτη άδεια λειτουργίας το 1980 στο μαγαζί της Καραθάνου. Οι συμπτώσεις στη ζωή είναι πολλές φορές εντυπωσιακές…
Ο Αλέκος με την Πέπή παίρνουν τότε μια πολύ σοβαρή απόφαση. Να δουλέψουν οι δυο τους και να κρατήσουν το μαγαζί. Η Πέπη, απότομα, απέκτησε ενεργό ρόλο. Όλο αυτό το οικογενειακό ταλέντο ξαφνικά βγήκε στην επιφάνεια. Η Πέπη άρχισε να μαγειρεύει ενστικτωδώς, όπως η προγιαγιά της και ο πατέρας της. Θύμισες είχε μόνο από γεύσεις και μυρωδιές, όχι συνταγές, και προσπαθούσε να τις πλησιάσει. Άρχισε και εκείνη να δημιουργεί· στην πραγματικότητα η ίδια στο παρελθόν δεν μαγείρευε ποτέ, άρχισε μόνο όταν παντρεύτηκε με τον Αλέκο, αλλά διεκπεραιωτικά.
Προχωρούνε δυναμικά με την ανακαίνιση του χώρου που έγινε το 2007. Το νέο κόνσεπτ παρουσιάζεται. Πολυτέλης και design διακόσμηση με σούπες, κρέατα και μαγειρευτά μέχρι και τη μία το μεσημέρι πολλές φορές. Ο Κλάρας είναι το μοναδικό εστιατόριο στη Λάρισα που είχε και έχει ακόμη υφασμάτινα τραπεζομάντηλα. Με 40 ετικέτες κρασιού σε συντηρητή.
Είναι αυτό που έχουμε ζήσει οι περισσότεροι τα τελευταία χρόνια.
Γινόταν χαμός.
Αλλιώς ήταν βέβαια τις καθημερινές αλλιώς τις Παρασκευές, τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές. Υπήρξαν φορές που το μαγαζί γέμιζε και δέκα φορές. Τους έπαιρνε κόσμος να τους κρατήσουν τραπέζι στις 7 η ώρα το πρωί. Κάποιον τον έγραψαν σε αλκοτέστ και πλήρωσε 400 ευρώ πρόστιμο «Πρώτη φορά μου στοιχίζει 400 ευρώ μια σούπα» είπε στον Αλέκο μόλις μπήκε στο μαγαζί. Παρέα τριών ατόμων κάνει όντως λογαριασμό 400 ευρώ στις 8 το πρωί. Τους ζήτησε κάποιος Λαρισαίος ξημερώματα να έχει το μαγαζί πριβέ για να εντυπωσιάσει την κοπέλα του. Δεν το δέχτηκαν. Τους πετύχαινε κόσμος να κλειδώνουν για να φύγουν και ξαναάνοιγαν για να τους εξυπηρετήσουν, με ότι μπορούσαν να φτιάξουν εκείνη την ώρα. «Δεν αφήσαμε ποτέ κανέναν νηστικό» λέει ο Αλέκος.
Είναι η εποχή όμως που οι απαιτήσεις του κόσμου αυξάνονται, τόσο για παραδοσιακές ελληνικές γεύσεις όσο και για πιο γκουρμέ πιάτα. Βάζουν στο μενού μέχρι και κολοκυθόσουπα βελουτέ. Η Πέπη είναι η πρώτη που αρχίσει να διαβάζει και να κάνει δοκιμές πάνω στη δημιουργική κουζίνα. Αλλά και πάλι ενστικτωδώς ήξερε πώς να συνδυάζει συστατικά, πώς να κρατάει τις γευστικές ισορροπίες…
Όλο αυτό κράτησε με αυτό τον έντονο ρυθμό μέχρι το 2014 περίπου.
Μετά τα μνημόνια και το covid τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το εστιατόριο του Κλάρα πλέον είναι ανοιχτό από τη μία το μεσημέρι. Εννοείται πως παραμένει ανοιχτό μέχρι τις 7 το πρωί. Πλέον δουλεύει πάρα πολύ το ντελίβερι. «Μας εντυπωσίασε πόση σούπα τρώει ο κόσμος για μεσημεριανό. Εμείς τόσα χρόνια νομίζαμε πως οι σούπες είναι για μετά το ξενύχτι» λέει η Πέπη.
Βέβαια εξακολουθούν να πηγαίνουν σταθερές παρέες. Κάποιοι είναι 30 χρόνια πελάτες. Τώρα πηγαίνουν και τα παιδιά τους.
Μπορεί να έχουν αλλάξει τα δεδομένα της νυχτερινής διασκέδασης στην πόλη, να έχουν αλλάξει οι συνήθειες, να μπορείς να βρεις fast food μεταμεσονύχτια, αλλά η εμπειρία του Κλάρα δεν μπορεί να υποκατασταθεί.
Όποιος έχει πάει έστω και μια φορά στη ζωή του μπορεί να καταλάβει…
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις