ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Καφωδείο: 17 χρόνια ρεμπέτικο στη Λάρισα – Το μαγαζί φαινόμενο για το οποίο ο Κώστας Τσιάνος έλεγε την ατάκα «Εδώ μέσα παίζεται θέατρο χωρίς πρόβες!»

Το ραντεβού μας ήταν στις οχτώ, να έχει δροσίσει λίγο… όπως είπαμε. Εκεί στην κάβα, το «Οινωδείο» στην Καραθάνου. Αν και ο περισσότερος κόσμος σπάνια αναφέρει το όνομα της. Όλοι στου Μπάμπαλου λένε. Και βρίσκονται εκεί, στο στέκι, διάφοροι φίλοι.

Αυτοί οι φίλοι του Νίκου Μπαμπαλιούτα, οι θαμώνες, άρχισαν να εμφανίζονται ένας ένας κατά τις εννιά παρά. Μάλλον τότε δρόσισε πραγματικά. Και κάθισαν μαζί μας. Πρώτη ήρθε η Βιβή. «Κάτσε» της είπαμε «Μιλάμε για το «Καφωδείο», θα κάνουμε αφιέρωμα…». Μετά ήρθε ο Γιάννης, ο Γιώργος, η Κωνσταντίνα και άλλοι. Γίναμε πολλοί.

Πρώτη φορά έκανα τέτοιου είδους συνέντευξη για αφιέρωμα.

Με κοινό. Ενεργό. Ακούγαμε όλοι τον Νίκο να διηγείται την ιστορία του Καφωδείου και άλλες πολλές ιστορίες που συνέβησαν επί 17 συναπτά χρόνια σ’ αυτό το ιστορικό μαγαζί της πόλης στην Ολύμπου 3, απέναντι από την πλατεία Μπλάνα. Και χωρίς καμία ιστορία να είναι off the record…

Εντυπωσιακό!

Μέχρι τη μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα κράτησε όλο αυτό. Θα μπορούσε κι άλλο, αλλά προς το τέλος μελαγχολήσαμε. Όλοι.

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Όλο και κάποιος θυμόταν κάτι επιπλέον ή αναλύανε μεταξύ τους το φαινόμενο του Καφωδείου στη Λάρισα, την έννοια των καφωδείων εν γένει, το ρεμπέτικο και την ιστορία του, τις συναυλίες, τη μουσική, τα γλέντια, τον έρωτα.

Και την ανθρωπογεωγραφία. Αυτό το απίστευτο μείγμα τελείως διαφορετικών ανθρώπων, το ταξικό μπλέξιμο. Αυτή ήταν η δεύτερη τεράστια ιδιαιτερότητα και επιτυχία του «Καφωδείου». Η πρώτη ήταν φυσικά το ρεμπέτικο.

Δεν είναι υπερβολή, ούτε κολακεία. Ο Νίκος Μπαμπαλιούτας έμαθε στους Λαρισαίους το ρεμπέτικο. Εμβάθυνε με φοβερό σεβασμό και υπομονή σε όλο αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής και κουλτούρας· το ρεμπέτικο ως κοινωνιολογικό φαινόμενο.

Στην αρχή, είμαστε δύο μας ακόμη, άρχισε να μου μιλά για τη φωτογραφία. Την έχει κρεμασμένη στην είσοδο της κάβας μόλις μπαίνεις δεξιά. Δεσπόζει, δεν γίνεται να μην την προσέξεις. Είναι μια φωτογραφία του Τάκη Τλούπα με την Νέα Αγορά. Και δυο ποδήλατα στημένα μπροστά σε πρώτο πλάνο. Είναι τραβηγμένη από την Κύπρου. Έβρεχε το βράδυ που την έβγαλε ο Τλούπας, είδε το σκηνικό και πάτησε αυθόρμητα κλικ· δεν ήξερε καν τι θα βγει… Η Νέα Αγορά δεν υπήρχε φυσικά όταν ο Νίκος Μπαμπαλιούτας αποφάσισε να ανοίξει το καφωδείο του· ήταν όμως πάντα η θεωρητική θέα του… Του την χάρισε ο ίδιος ο Τλούπας. Ήταν φίλος του πατέρα του. Τη στείλανε στην Αθήνα και την μεγεθύνανε. Αυτή την φωτογραφία κρέμασε πρώτη στο μαγαζί ο Νίκος. Αυτή η φωτογραφία ήταν που στο τέλος τον διέλυσε.

Το 2010 όταν έκλεισε το «Καφωδείο» ο Νίκος άφησε στους επόμενους ιδιοκτήτες το κάδρο με τη φωτογραφία και τη ολόκληρη τη δισκοθήκη του. «Θεωρούσα πως ανήκαν στο χώρο, δεν μπορούσα να τα πάρω από αυτόν· το ένιωθα σαν ιεροσυλία» μας λέει πολύ αργότερα κατά τη διάρκεια της βραδιάς όταν η ιστορία έχει σχεδόν φτάσει στο τέλος της. «Μου τηλεφωνεί κάποια στιγμή ένας λαχειοπώλης. Έλα, μου λέει, τρέξε, σου πετάνε τα πράγματα στα σκουπίδια». Έτρεξε. Και είδε το κάδρο με τη φωτογραφία του Τλούπα να εξέχει από ένα κάδο από σκουπίδια μαζί με τους δίσκους. Τη φωτογραφία πήρε μόνο. «Τρελάθηκα» μας λέει και το πρόσωπό του έχει αγριέψει. «Πετάξανε τον Τλούπα στα σκουπίδια. Το διανοείσαι; Τι άνθρωποι είναι αυτοί; Πετάξαν τον Τλούπα στα σκουπίδια! Δεν άντεξα. Πήγα σπίτι και πήρα τη γυναίκα μου. Πήγαμε κατευθείαν στη Σκόπελο. Μόνο εκεί ήθελα να πάω, στον Ξηντάρη, να τον ακούω να παίζει και να τραγουδά μπας και μου φύγει το μαράζι. Τέτοιο πόνο ένιωσα, απελπισία…»

Πως άνοιξε όμως;

Ο Νίκος την είχε ζήσει και την είχε αγαπήσει την Νέα Αγορά από παιδί εξαιτίας της θείας Ευανθίας. «Ήταν μια καλλονή. Με μαύρα μαλλιά και κατάμαυρα μάτια». Η θεία Ευανθία είχε ένα ουζερί στη Νεοφύτου, όπου σύχναζαν από απέναντι ψαράδες και χασάπηδες. Την έχει βιώσει από 13 χρονών που πήγαινε με τον αδερφό του και βοηθούσαν στο μαγαζί. Τα πρωινά σερβίρανε με το τρίγωνο δίσκο καφέδες στους μαγαζάτορες της Αγοράς.

Με την εστίαση συνέχισε και όταν μεγάλωσε. Μόλις είχε επιστέψει από σεζόν στην Κω στην Αθήνα και ζούσε έναν έρωτα με την ηθοποιό Άννα Φόνσου, όταν του τηλεφώνησε ο πατέρας του και του είπε ότι άδειασε το μαγαζί στην Ολύμπου 3, αυτό με τις τρεις καμάρες, που ήταν μέχρι τότε το βιβλιοχαρτοπωλείο του Αγοραστού. «Θα πάω Λάρισα να το δω» λέει στη Φόνσου. «Θέλω να κάνω ένα καφωδείο». Η Άννα γέλασε «σιγά μην κάνεις καφωδείο στη Λάρισα…». Μόλις ήρθε όμως και το είδε ο Νίκος το κατάλαβε πως ήταν μονόδρομος. Ήταν έρωτας. Αυτές οι τρεις καμάρες… Το ήθελε πάση θυσία.

Δεν είχε φυσικά καθόλου χρήματα, ούτε για το νοικιάσει ούτε για να το φτιάξει. Αν το θες προχώρα, του είπε ο πατέρας του, «θα σου δώσω τα δεδουλευμένα». Είχε μια βιοτεχνία με εξατμίσεις και γκαράζ στο οποίο ο Νίκος δούλευε πολύ συχνά χωρίς να πληρώνεται. Με αυτά τα οικογενειακά λεφτά, τα δεδουλευμένα, ξεκίνησε· μόλις 2 εκατομμύρια δραχμές. Τελικά το μαγαζί στοίχιζε 24 εκατομμύρια. Συνεταιρίστηκε με ένα φίλο του που δούλευαν μαζί στη Ρόδο, τον Θωμά Κόκκινο, και έναν ακόμη. «Θα το κάνουμε καφωδείο» τους είπε. Κανένας από τους δυο δεν ήξερε την έννοια του καφωδείου. Ήταν στο παρελθόν τα μαγαζιά που βγάζανε άδεια υγειονομικού ενδιαφέροντος και είχαν την υποχρέωση να έχουν ζωντανή μουσική. Άλλη ήταν η έννοια όμως για τον Νίκο… όπως την περιέγραψε ο Μάνος Χατζηδάκις τον Ιούνιο του 1978.

«Καφωδείον σημαίνει, σε ώρα ιδίως απογευματινή, όταν δεν έχει δύσει ολότελα ο ήλιος, να πίνεις το καφεδάκι σου, να ψάλλεις το μεράκι σου και να πλησιάζεις την επιθυμία σου γυμνή-φωτογραφία κόρης ή και εφήβου τρέχοντος εις την πλατεία της συνοικίας. Κι’ ο φωνόγραφος να παίζει ένα τραγούδι του Χριστιανόπουλου ασταμάτητα και βραχνά:

Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;
Για ένα γράμμα χάνεις την Αθανασία…..
Θανάση, Αχ Θανάση……

Ενώ τα Ωδεία… σκέτη μελαγχολία ανία πλήξη κι’ ενοχή. Ούτε μεράκι, ούτε καφεδάκι, ούτε τραγουδάκι για ν’ ακούσεις και να πεις.
Εδώ διδάσκεται η Μουσική. Πως να γηράσκει δίχως ποτέ της να ‘χει γεννηθεί. Διδάσκονται τα όργανα, πως να ηχούν δίχως καημό και δίχως ήχο».

Ο Νίκος άνοιξε το καφωδείο του το 1993. Χωρούσε 80 άτομα στα τραπέζια, είχε και το μπαρ. Και το πατάρι μόνιμα στημένο δεξιά από την είσοδο για τους μουσικούς. Γύρω στα 4 άτομα χωρούσε. Ήταν ανοιχτά κάθε μέρα από το πρωί. Καφενείο, μεζεδοπωλείο, μέχρι το βράδυ έμεινε συνεχόμενα ανοιχτό. Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο βράδυ είχε ζωντανή μουσική. Με ρεμπέτικα πάντα. Και την Κυριακή το μεσημέρι το ίδιο. Ήταν το πρώτο μαγαζί στην Ελλάδα που έβαλε ζωντανή μουσική τις Κυριακές το μεσημέρι. Την επόμενη χρονιά, το 1994, άνοιξε στην Αθήνα η Στοά των Αθανάτων που το καθιέρωσε πανελληνίως.

Και το ρεμπέτικο, πως το δέχτηκε η Λάρισα;

Η συζήτηση φεύγει από τα καφωδεία και τα ωδεία και πάει στο ρεμπέτικο. Το ΄93 που άνοιξε το Καφωδείο, το ρεμπέτικο στην Ελλάδα διένυε μια φθίνουσα πορεία μετά την άνθιση του μια δεκαετία πριν. Εννοείται το ρεμπέτικο σταμάτησε το 1955, έκτοτε δεν ξαναγράφτηκε κανένα ρεμπέτικο τραγούδι. Τα μεταγενέστερα είναι λαϊκά όχι ρεμπέτικα.

Αυτό το ρεμπέτικο ήθελε να προσεγγίσει ο Νίκος, ότι γράφτηκε από το 1930 μέχρι το 1955. Που μέσα στα 10.000 τραγούδια που υπάρχουν το 80% μιλάει για τον έρωτα, τον απαγορευμένο, τον ανεκπλήρωτο, αυτόν που ζει κανείς τώρα. Σε ματζόρε ο έρωτας που βιώνεται, σε μινόρε αυτός που χάθηκε ή δεν ήρθε ποτέ… Τα υπόλοιπα ρεμπέτικα μιλούν για την ξενιτιά, τη φυλακή, τον πόλεμο, τη μάνα. Όλα αυτά ήθελε.

Οι οικογενειακές μουσικές καταβολές του Νίκου ήταν το λαϊκό τραγούδι. Καμία σχέση. Η πρώτη του επαφή με το ρεμπέτικο έγινε όταν ήταν 16 χρονών στο σπίτι ενός θείου του, μάγειρα, στην Ελασσόνα. Τον πήρε μια μέρα ο πατέρας του μαζί και τον επισκέφτηκαν. Εκείνος έβαλε στο πικάπ ένα δισκάκι από τη ρεμπέτικη συλλογή του. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν βρε…» ακούστηκαν οι στίχοι και ο Νίκος έμεινε εμβρόντητος να ακούει και κοιτάζει έξω από το παράθυρο τη θέα από ένα λιβαδάκι με αγριολούλουδα. Ήταν το πρώτο άκουσμα και ήταν καθοριστικό αν και εκείνη την περίοδο εκείνος άκουγε κυρίως ξένη μουσική. Άρχισε να πηγαίνει τις Τρίτες και τις Πέμπτες τα απογεύματα, που ήταν κλειστά, στο δισκάδικο του Αντώνη Ντόνα στην Κουμουνδούρου για να του γράψει σε κασέτες τα απαγορευμένα και τα χασικλίδικα. «Το διαισθανόμουν από τότε ότι κάτι με τραβούσε προς εκείνη την κατεύθυνση. Ο πατέρας μου όταν του είπα ότι θα παίζουμε ρεμπέτικα στο Καφωδείο δεν ενθουσιάστηκε καθόλου. Το έβρισκε πολύ δύσκολο. Πως θα κατάφερνε να βάλει τον κόσμο μέσα σ΄ αυτό τον κόσμο;».

Η Λάρισα τότε ήταν παρθένα στο ρεμπέτικο άκουσμα. Υπήρχε βέβαια το «Ρεμπέτικο» του Μαριάννου αλλά το ρεπερτόριο του ήταν πολύ ελαφρύ ρεμπέτικο, ήταν κυρίως λαϊκό. «Κανείς στη Λάρισα δεν άκουγε στις αρχές του ΄90 ρεμπέτικα».

Μαζεύει τους πρώτους μουσικούς για να φτιάξει το πρώτο σχήμα. Νεαρά παιδιά ήταν όλοι τους, τα περισσότερα κομμάτια δεν τα ξέρανε, αλλά είχαν όρεξη – ήθελα να μάθουν – και κατάφεραν να βγάλουν ένα ρεπερτόριο με αρκετό όγκο. Στο σχήμα ήταν ο κιθαρίστας που συνεργαζόταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, δύο μπουζούκια και ένα μπαγλαμαδάκι που τραγουδούσαν παράλληλα. Είχαν πολύ καλές φωνές οι τρεις τους, ο κιθαρίστας έχει το ρεπερτόριο. Κυρίως όμως είχαν μια δυναμική πάνω στη σκηνή που κυριαρχούσε στο χώρο και τον κόσμο. Τον παράσερνε και κάλυπτε όποιες μικρές ατέλειες η γοητεία που εξέπεμπαν. Φτιάξανε και ήχο συναυλιακό στο μαγαζί και ήταν έτοιμοι. Ο Νέστορας, ο ηχολήπτης από το Ρίο, το αποφάσισε και το εκτέλεσε με τέσσερα μικρόφωνα σε κάθε όργανο και τρία για τις φωνές.

Έτσι ξεκίνησε η πρώτη χρονιά. Ένας 29χρονος και δύο 22χρονοι ήρθαν στο κέντρο της πόλης να πουν ότι έχουν μουσική σκηνή…

Στην αρχή οι Λαρισαίοι ήταν λίγο παγωμένοι, διστακτικοί. Άκουγαν τα ρεμπέτικα και πολλοί έφευγαν. Τους ήταν δύσπεπτο. Έτσι έφυγαν και οι δύο συνεταίροι και ο Νίκος έμεινε μόνος του. Δεν ανησύχησε, του έδινε το χώρο του και το χρόνο του. Ήταν σίγουρος γιατί γούσταρε πολύ. Αν του άρεσε ένα τραγούδι σηκωνόταν και χόρευε μόνος του κι ας μην είχε και πολύ κόσμο μέσα…

Ο πρώτος χρόνος πέρασε έτσι, με επιφύλαξη από τον κόσμο και με επιμονή στο είδος από τον Νίκο. Την επόμενη χρονιά το μαγαζί είχε γίνει γνωστό. Ήταν όμορφο αυτό που συνέβαινε, ήταν γνήσιο και ο κόσμος το διαισθανόταν και το σεβόταν. Άρχισε η εποχή της μυσταγωγίας· υπήρχε συμμετοχή και διάδραση, ψυχαγωγία και όχι διασκέδαση. Ο έρωτας ήταν διάχυτος στην ατμόσφαιρα. Και αυτό κράτησε 17 χρόνια.

Και πως αποφάσιζαν το ρεπερτόριο;

Κάθε Σεπτέμβρη βγάζανε το πρόγραμμα της σεζόν. Ανάλογα με το σχήμα, τους μουσικούς, τα όργανα και τις φωνές αποφάσιζαν ποιος μπορούσε να παίξει τι, τι τους ταίριαζε. Κάνανε πρόβες εκεί στο μαγαζί που ήταν ανοιχτό και έχει κόσμο. Είχε καθιερωθεί. Πήγαιναν πολλοί ξέροντας πως θα ακούσουν πρόβα και όχι κανονικό πρόγραμμα.

Με τα χρόνια, ο κόσμος της Λάρισας περίμενε να δει τι γινόταν την κάθε νέα σεζόν.

Αυτό ήταν το σχέδιο άλλωστε, να μάθει ο κόσμος όσο γίνεται πιο πολλά ρεμπέτικα. Πως θα αναδειχτεί όλο και μεγαλύτερο μέρος του ρεμπέτικου. Ο Νίκος εξηγεί «Ακολουθούσα το σύστημα με τις πεντάδες. Σε κάθε πεντάδα τραγουδιών τα δύο πρώτα ήταν γνωστά και τα άλλα τρία άγνωστα. Σιγά σιγά φτάσαμε τα πέντε άγνωστα σε κάθε πεντάδα. Ο κόσμος πλέον ήταν έτοιμος, ήθελε να μαθαίνει…»

Και η ανθρωπογεωγραφία;

Η ανθρωπογεωγραφία του μαγαζιού είχε τεράστιο ενδιαφέρον. Αντιεξουσιαστές, επιστήμονες, καλλιτέχνες, εργάτες και οι «συφερτοί της πόλης» όπως λέει γελώντας ο Νίκος ταυτόχρονα σχεδόν με αρκετούς της παρέας. Μάλλον ήταν κωδική έκφραση δική τους…

Υπήρχε μια αμεσότητα στο χώρο, μια οικειότητα. Αυτό το εξασφάλιζαν και εκ των έσω. Τα δεκαπέντε άτομα που δούλευαν στο μαγαζί ήταν φίλοι μεταξύ τους. Εκεί δενόταν πολύ μεταξύ τους κάθε φορά, κι ας μην γνωρίζονταν από πριν. Όλοι ήταν ίσοι. Κανέναν, προσωπικό και πελάτες, δεν τον ένοιαζε ποιος είναι ποιος, αν έχει λεφτά· πολλούς δεν τους ενδιέφερε αν είχαν λεφτά και οι ίδιοι, γενικώς και ειδικώς πάνω τους.

Όλοι ήταν αποδεκτοί στο χώρο. Εκτός από κάποιους κλασικούς πλούσιους και δήθεν Λαρισαίους. Κανένας δεν το σήκωνε το κλίμα. «Τους πετούσε το ίδιο το σύστημα του μαγαζιού έξω» σχολιάζει κάποιος από την παρέα. «Ο μεγαλύτερος εχθρός του ρεμπέτικου είναι ο μικροαστισμός» τον συμπληρώνει κάποιος άλλος….

Όποιος μουσικός βρισκόταν στο μαγαζί, αν ήθελε, είχε το «δικαίωμα» – αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε ο Νίκος – να ανέβει στη σκηνή να παίξει. Το ίδιο γινόταν και με το τραγούδι. Πολύ συχνά τραγουδούσε η Ελένη, σύζυγος Ντόλκου, είχε πολύ ωραία φωνή. Και ο Αλέκος ο Ζούκας έπαιρνε το μικρόφωνο και τραγουδούσε συνέχεια.

Πήγαιναν οι μαέστροι από το ΔΩΛ, ο Δημήτρης Καρβούνης και ο Χρήστος Κτιστάκης. Πάθαιναν πλάκα με το πώς έπαιζαν τα παιδιά. Μαζί τους άρχισαν και οι καθηγητές και οι καθηγήτριες του ωδείου. Κάποιοι ήταν λίγο ξινοί στην αρχή…

Μια χρονιά έκοψε πίτα η Εισαγγελία Εφετών. «Ήταν ταυτόχρονα μέσα στο μαγαζί οικοδόμοι, πρεζάκια, χασικλήδες και… Έφετες» λέει ο Νίκος και γελά πάλι. Υπήρχε όμως πάντα μια ισορροπία στο χώρο. «Με κάποιον τρόπο το καταλάβαιναν μέχρι που μπορούσε να φτάσει ο καθένας, να μην ξεφύγει, να μην δημιουργήσει πρόβλημα. Ενστικτωδώς το σεβάστηκαν το μαγαζί. Μόνο μια φορά έγινε φασαρία· κάποιος πάνω στο μεθύσι του την ώρα που άκουγε το στίχο «έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια» από το τραγούδι του Μικρούτσικου πήρε ένα μπουκάλι και το έσπασε στο κεφάλι του διπλανού. Ήταν η Άννα Βαγενά παρούσα εκείνο το βράδυ με άλλους από το Θεσσαλικό Θέατρο «Συμβαίνουν κι αυτά Νίκο» του είπε. Όλο το Θεσσαλικό Θέατρο πήγαινε συνέχεια… ο Κώστας Τσιάνος έλεγε τη χαρακτηριστική ατάκα «Εδώ μέσα παίζεται θέατρο χωρίς πρόβες!» Έτσι ήταν για 17 χρόνια, κάθε μέρα συνέβαινε μια ιστορία θεάτρου.

Οι ιστορίες;

«Μπαίνω μια μέρα σε ένα μαγαζί στα παλιατζίδικα. Κάποιος φωνάζει Μπάμπαλος… δεν τον αναγνωρίζω» αρχίζει να λέει μια ιστορία ο Νίκος. «Διάλεξε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, θέλω να σου τα κάνω δώρο. Δεν με θυμάσαι;». Ήταν κάποιος που ένα βράδυ πήγε στο μαγαζί. Μόλις είχε χωρίσει και ήταν άφραγκος. Λιβάνιζε ένα ποτό ουίσκι για ώρα. «Τι έπαθες;» τον ρώτησε ο Νίκος. Όταν του είπε, φώναξε τον σερβιτόρο να του φέρει ένα μπουκάλι ουίσκι κερασμένο για τον καημό του. Με τα παπούτσια, μετά από χρόνια αρκετά, θέλησε να του το ξεπληρώσει…

Μια ιστορία ξεκινά να λέει και ο Γιάννης Σάπκας. Μόλις είχε φτάσει και αυτός στου Μπάμπαλου. Η ιστορία έχει πρωταγωνιστή τον Ευγένιο Σπαθάρη που είχε βρεθεί στη Λάρισα καλεσμένος από ένα γυναικείο σύλλογο σε μία εκδήλωση στο Φρούριο. Έμενε στο Park. Ο Σάπκας πήγε και του άφησε ένα σημείωμα στο ξενοδοχείο με το τηλέφωνό του. Επειδή του εξευγένισε τη ζωή του, τον καλούσε να του κάνει το τραπέζι. Ο Σπαθάρης όντως του τηλεφωνεί, αν και δεν γνωριζότανε μεταξύ τους, και του ζητά να πάει εσπευσμένα να τον πάρει από το Φρούριο. Μάλλον είχε βαρεθεί πολύ. Τον πήγε στο Καφωδείο. Εκεί ο Σπαθάρης σαν να ανάπνευσε… ήταν το πρόσωπο της βραδιάς, μέχρι και ζεμπέκικα χόρεψε.

Μια ιστορία μόνος του ήταν ο μάγειρας του Καφωδείου. Ο Νίκος Κοττάκης με καταγωγή από τη Χίο είχε δουλέψει σε κουζίνες στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Σιγκαπούρη. Στη Λάρισα βρέθηκε γιατί παντρεύτηκε Λαρισαία και έκανε τέσσερα παιδιά. Τον γνώρισε τυχαία ο Νίκος. Τον πέτυχε σε φάση να είναι άνεργος και τον πήρε. «Ήταν καταπληκτικός, είχε φοβερό ταλέντο. Έπινε τα τσιγάρα του και δημιουργούσε… Ο Κοττάκης απογείωσε το μαγαζί. Βέβαια η μουσική πάντα επισκίαζε το φαγητό στον χώρο, δεν πήρε ποτέ την υπεραξία που του άξιζε» είναι τα λόγια του Νίκου, του Μπάμπαλου.

Δεν ήταν πάντα όλα ευχάριστα.

Η πιο δυσάρεστη ιστορία έγινε επί δημαρχίας Τζανακούλη. Ο Νίκος είχε ήδη εκδώσει άδεια για να βγάλει 12 τραπέζια απέναντι στην πλατεία, αφού τον είχαν διαβεβαιώσει από το Δήμο πως δεν θα γινόταν το πάρκινγκ που συζητιόταν εκείνη την περίοδο στην πόλη. Τελικά, μέσα μια-δυο εβδομάδες κλείσανε την πλατεία με προστατευτικά πάνελ· οι εργασίες άρχιζαν άμεσα. Ο Νίκος αποφασίζει να κάνει μια μουσική διαμαρτυρία. Το συζητάει και με την Λίνα Καράμπα που ήταν τότε στο Δημοτικό Ραδιόφωνο, η οποία προσπαθεί να τον αποτρέψει. Δεν τους δώσαν άδεια να κλείσουν το δρόμο, οπότε περιορίστηκαν στο πεζοδρόμιο. Την ημέρα της δράσης ασφαλίτες είναι ακροβολισμένοι στην πλατεία. Ταυτόχρονα με τη μουσική διαμαρτυρία, κάποιοι πιτσιρικάδες, ακριβώς απέναντι από το μαγαζί, ζωγράφιζαν γκράφιτι στα πάνελ με σπρέι που τους είχε αγοράσει ο Νίκος. Να τα ομορφύνουν τουλάχιστον, έτσι τους ζήτησε. Τελικά στις 11 το βράδυ συλλαμβάνουν τον Νίκο για διατάραξη κοινής ησυχίας και περνά τη νύχτα στο αυτόφωρο. Το απίστευτο είναι ότι μετά από όλα αυτά ο Τζανακούλης μάζεψε τα ίδια πιτσιρίκια και τους ζήτησε να ζωγραφίσουν όλα τα πάνελ. Με τα σπρέι που είχε πληρώσει ο Νίκος. Την επόμενη μέρα η «Ελευθερία» έγραφε για την ωραία ιδέα και πρωτοβουλία του δημάρχου…

Οι συναυλίες;

Αυτή είναι η δεύτερη φάση του Καφωδείου που ανοίγεται μουσικά με διάφορους καλλιτέχνες και συναυλίες. Το Καφωδείο εξελίσσεται σε μουσική σκηνή. Κρατάνε σταθερά το ρεμπέτικο στις μέρες με τη ζωντανή μουσική και παράλληλα φιλοξενούν άλλους καλλιτέχνες για συναυλίες.  Σωτηρία Λεονάρδου, Μάρθα Φριτζήλα, Χειμερινοί Κολυμβητές, Ξύλινα Σπαθιά…

«Γιατί το κάνεις όλο αυτό» το είχε ρωτήσει ο Θάνος Μικρούτσικος την πρώτη φορά που μπήκε στο μαγαζί. «Από ανάγκη. Η ανάγκη γεννάει τέχνη» του απάντησε ο Νίκος.

Η συναυλία με τους Χειμερινούς Κολυμβητές ήταν μία από τις πιο ωραίες. Εβδομήντα άτομα μείναν απέξω γιατί δεν χωρούσαν να μπούνε «ο περιπτεράς έβγαλε τα περισσότερα λεφτά εκείνο το βράδυ με τις μπύρες που πούλησε». Ο Κώστας Σταυριανός ανεβαίνει να προλογίσει, δυσκολεύεται λίγο, δικαιολογείται στο κοινό, έχει πιει ήδη αρκετά. Ο Αργύρης Μπακιρτζής παίρνει το μικρόφωνο και απευθύνεται στην κοπέλα που δούλευε στο μπαρ «Ματίνα, φέρε άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι»…

Είχε γίνε και μια καταπληκτική εκδήλωση με ένα σχήμα με επτά άτομα από το Μόναχο που παίζανε ρεμπέτικα. Γερμανοί όλοι τους. Θα παίζανε μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ της Αγγέλας Μυλωνά «Ο Μπαχ και το μπουζούκι» που είχε πάρει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Έχουν φέρει προτζέκτορα, έχουν κάνει συσκότιση στο χώρο με μπλε χαρτιά στα παράθυρα, όπως στη Κατοχή. Η εκδήλωση ξεκίνησε δύο η ώρα το μεσημέρι και τελείωσε τέσσερις τα ξημερώματα. Έπαιξαν τα άπαντα του Βαμβακάρη και άλλα. Ήταν απίστευτο. Ερχόταν συνεχώς κόσμος που τον πληροφορούσαν αυτοί που ήταν ήδη εκεί. Επιστρατεύτηκαν διάφοροι μουσικοί να βοηθήσουν να βγει αυτός ο μαραθώνιος. Ένας Γερμανός μουσικός έκανε πληγές σε όλα του τα δάχτυλα από τις χορδές, δεν μπορούσε να παίξει άλλο. Ταυτόχρονα κάμεραμαν δικός τους τραβούσε βίντεο. Ο Νίκος είχε πάρει ένα τραπέζι με μια καρέκλα και το είχε βάλει πάνω στο μπαρ και παρακολουθούσε το απίθανο σκηνικό… Μέθεξη. Ποτέ δεν το είδε αυτό το βίντεο. Το ζήτησε πολλές φορές από την Αγγέλα Μυλώνα, αλλά δεν του έδωσε ποτέ ούτε κάποια πλάνα…

Άλλη μια συγκλονιστική μουσική παρουσία ήταν ο Σόλωνας Λέκκας, ένα μοναδικό κεφάλαιο στο ελληνικό τραγούδι. Ο Σόλωνας ήταν αμανατζής, τραγουδούσε αμανέδες· για να τραγουδήσει κανείς αμανέ πρέπει να είναι μεγάλος και έχει νιώσει πόνο… Τρεις συνεχόμενες χρονιές ήρθε από τη Μυτιλήνη και έπαιξε στη Λάρισα. Πάντα ντυμένος με τη στολή του τόπου του.

Η τύχη και η συγκυρία έπαιξαν το ρόλο τους για να τον ανακαλύψει ο Νίκος.

Όταν είχε έρθει το σχήμα από το Μόναχο, έπρεπε να δοκιμάσουν τον προτζέκτορα και ο Νίκος πήρε ένα dvd στην τύχη από αυτά που υπήρχαν στο μαγαζί. Ήταν μια κόπια του κάμεραμαν Χρήστου Καπρινιώτη της εκπομπή στην ΕΤΡ «Τα Αληθινά Σενάρια που έκανε ταυτόχρονα και ανεξάρτητα ντοκιμαντέρ· το συγκεκριμένο αφορούσε τον Σόλωνα Λέκκα, ένα παπά από τα Γιάννενα και έναν οργανοποιό από τη Θεσσαλονίκη. Παρών ήταν και ο Αλέκος Ζούκας. Βλέπουν τον Σόλωνα και μένουν άφωνοι. «Να τον φέρεις οπωσδήποτε» του είπε ο Αλέκος. Κατάφερε και τον βρήκε ο Νίκος. Το μόνο που δεν διαπραγματευόταν για έρθει να παίξει ήταν να τον συνοδεύει στο βιολί ο Κυριάκος Γκουβέρτας, που τυχαίνει να τον έχει γνωρίσει ο Νίκος και εκείνος δέχεται. Τις δύο πρώτες χρονιές ήταν εκπληκτικός, την τρίτη σαν να μην του έβγαινε φωνή… «Σου συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε ο Μπάμπαλος… «Έχασα την κυρά μου την προηγούμενη εβδομάδα» του λέει. Δεν του το είπε, δεν ήθελε να αναβάλουν τη συναυλία γιατί είχε δώσει τον λόγο του…

Το τέλος;

Η ώρα έχει προχωρήσει πολύ. Ο Νίκος είναι αναστατωμένος από τις αναμνήσεις. Εκεί άρχισε να διηγείται την ιστορία με τη φωτογραφία του Τλούπα. Έντονα, με συναισθηματική φόρτιση. Με την ίδια απορία και απελπισία.

«Μα είναι δυνατόν να πέταξαν τον Τλούπα στα σκουπίδια;;;»

Ο χώρος μου λέει ήταν πολύ αγαπημένος, αλλά ότι γεννιέται κάποτε τελειώνει. «Το Καφωδείο γεννήθηκε όμορφα και πέθανε με σοβαρότητα. Δεν ξέρω αν ήταν όμορφα ή άσχημα…»

Πάντως, η Άννα Φόνσου έπεσε τελικά έξω. Ο Νίκος Μπαμπαλιούτας κατάφερε να ανοίξει καφωδείο στη Λάρισα…

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες