ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
Κώστας Σμοκοβίτης: Η ιστορία του ανθρώπου που τραγούδησε τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ, «Καλημέρα ήλιε” – Το λαρύγγι που κερδίζει εκλογές διαμένει πλέον στη Λάρισα

Μπορεί ένα τραγούδι να καθορίσει ή έστω να εμπνεύσει την υπόσταση ενός πολιτικού κόμματος; Από την ταυτότητα, τον προσανατολισμό μέχρι την εικόνα και το λογότυπο του;
Εξαρτάται.
Από τις χρονικές συγκυρίες, το momentum, τις πολιτικές ανακατατάξεις, τον κοινωνικό αναβρασμό, το ότι κάτι αλλάζει ή πρέπει επιτακτικά να αλλάξει. Η τέχνη συχνά έχει εκφράσει την πραγματικότητα συμπυκνωμένα. Την έχει νοηματοδοτήσει. Της έχει δώσει φόρμα. Γι’ αυτό έχει υπάρξει τόσο επιδραστική στις κοινωνίες. Τραγούδια έχουν γίνει σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής γιατί έχουν εύστοχα καταφέρει να την ερμηνεύσουν. Συνήθως όμως τα τραγούδια αυτά έπονται.
Στην περίπτωσή μας συνέβη το αντίθετο. Ένα τραγούδι προηγήθηκε, ένα κόμμα το οικειοποιήθηκε. Ένας ερμηνευτής βρέθηκε στη δίνη των γεγονότων.
Μιλάμε για τον Κώστα Σμοκοβίτη, τον τραγουδιστή που ερμήνευσε το «Καλημέρα Ήλιε» από τον ομώνυμο δίσκο σε στίχους και μουσική Μάνου Λοίζου.

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου
Τον αδικημένο ταλαντούχο καλλιτέχνη, τον ευθύ και ντόμπρο άνθρωπο που έβαλε στα χείλη από λαοθάλασσες το στίχο «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι» που υπήρξε ο ύμνος του ΠΑΣΟΚ.
Ο Κώστας Σμοκοβίτης που πλέον πολλούς μήνες του χρόνου διαμένει στη Λάρισα, δεν εξαργύρωσε σε ατομικό επίπεδο την υπεραξία και την επιτυχία του τραγουδιού αυτού. Το καταλαβαίνεις πριν μιλήσεις με τον ίδιο.
Αρκεί το εντυπωσιακό βίντεο στο οποίο μιλούν για το ταλέντο και την πορεία του διάσημοι άνθρωποι του καλλιτεχνικού στερεώματος της μουσικής βιομηχανίας της Ελλάδας. Αναφέρω κάποιους… Μάνος Ελευθέριου, Μίκης Θεοδωράκης, Απόστολος Καλδάρας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιώργος Μητσάκης, Χρήστος Νικολόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μίμης Πλέσσας, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιώργος Χατζηνάσιος… Ακούς πολλές φορές τη λέξη αδικημένος σε αυτό το βίντεο.
Προσωπικά, συνάντησα έναν άνθρωπο γεμάτο ζωή και από τη ζωή, ευθύ, συνειδητοποιημένο. Χωρίς απωθημένα. Κι ας νιώθει όντως αδικημένος· στο τέλος μόνο της συζήτησης μας, μου το εκμυστηρεύεται. Εκεί, στο τέλος του παρόντος θα επανέλθω επ΄ αυτού και γω.
Υπάρχουν τόσα να ειπωθούν πριν. Το πώς ξεκίνησαν όλα, το πώς λειτουργούσε το σύστημα της μουσικής βιομηχανίας, το πώς συγκρούστηκε εκείνος με το σύστημα, το πώς γράφτηκε ο δίσκος του Μάνου Λοΐζου, το πώς υπήρχε το τρίτο στούντιο της Columbia – το παράνομο, μέσα στα πεύκα του Περισσού – το πώς έγινε η σύνδεση με το ΠΑΣΟΚ, το πώς από τη χούντα περάσαμε στο Πολυτεχνείο, στην μεταπολίτευση, στο σοσιαλισμό.
Το πώς υπάρχουν άνθρωποι «μικροί» και «μεγάλοι».
Η φυσαρμόνικα, η Λαμία, ο διαγωνισμός
Η ιστορία του Κώστα Σμοκοβίτη ξεκινά όταν ήταν 4 χρονών. Ο θείος του, του κάνει δώρο μια φυσαρμόνικα. Εκείνος ξετρελαίνεται. Ασχολείται συνεχώς με τη φυσαρμόνικα. Μόνος του. Μαζί με τη φυσαρμόνικα μεγαλώνει. Όλα αυτά συμβαίνουν στον Μόλο Φθιώτιδας, εκεί είναι διορισμένοι οι εκπαιδευτικοί γονείς του. Στην Δ΄ Δημοτικού μετακομίζουν στη Λαμία.
Στα χρόνια του γυμνασίου αρχίζει να παίζει δειλά φυσαρμόνικα στις παρέες. Του το ζητάνε όλο και πιο πολλοί οι φίλοι… Τον βάζουν να παίζει φυσαρμόνικα σε όλη τη διαδρομή με το τρένο μέχρι την παραλία της Αγίας Μαρίνας που πάει η παρέα για μπάνιο. Αρχίζει να έχει απαιτήσεις από τον εαυτό του. Γιατί από μινόρε δεν μπορεί να παίξει σε ματζόρε; Αλλάζει φυσαρμόνικα. Ψάχνεται. Μέχρι που μια μέρα του πέφτει από τα χέρια, η φυσαρμόνικα, πάνω σε μια πέτρα. Στραβώνει και βγάζει ένα γρέζι που του σκίζει τη γλώσσα. 30 μέρες στον Ερυθρό Σταυρό τον κάνουν να μισήσει τη φυσαρμόνικα. Όχι όμως και τη μουσική.
Οι μελωδίες παίζουν μέσα στο μυαλό του. Άρχισε να βάζει τραγούδια στο πικάπ, εκείνο με τις μπαταρίες, και να τραγουδά. Έβαζε το χέρι του μπροστά στο στόμα, σαν να κρατούσε φυσαρμόνικα, για να κάνει ηχείο και να ακούσει καλύτερα τη φωνή του, να την αξιολογήσει.
Πλέον στις παρέες τραγουδά. Έχει τελείωσε το γυμνάσιο και φοιτά στην Ανωτέρα Σχολή Ηλεκτρονικών στη Λαμία. Εκείνη την περίοδο, το 1971, γίνεται για μια εβδομάδα μια έκθεση στη πόλη κατά τη διάρκεια της οποίας ο Κώστας Βενετσιάνος τα βράδια καλεί τραγουδιστές από Αθήνα. Ανακοινώνει ότι την τελευταία μέρα της έκθεσης θα διοργανωθεί διαγωνισμός τραγουδιού. Ο Κώστας δεν ασχολείται, ασχολούνται όμως οι φίλοι του οι οποίοι δηλώνουν τη συμμετοχή του εν αγνοία του. Τη βραδιά του διαγωνισμού, σε ένα ξέφωτο μιας πλαγιάς που είναι μαζεμένη όλη η Λαμία, ακούει τον Βενετσιάνο να φωνάζει το όνομά του. Ήταν περίπου ο αριθμός 50 από τους συνολικά 53 συμμετέχοντες. Δύο φορές τον φωνάζει, ο Σμοκοβίτης δεν σηκώνεται, είναι έκπληκτος άλλωστε, και ακούει τον Βενετσιάνο να λέει «Τόσο βεντέντος είναι ο κύριος και δεν εμφανίζεται;» Αυτό αρκεί. Ανεβαίνει στη σκηνή, πλησιάζει τον μαέστρο Μουραμπά και του ζητά το «Μη χτυπάς, να σ΄ ανοίξουνε, μη χτυπάς…». Η ορχήστρα κάνει εισαγωγή, ο Σμοκοβίτης αρχίζει να τραγουδά, το κοινό ενθουσιάζεται. Τον ανακηρύσσει νικητή δια βοής.
Αυτό είναι το πρώτο κομβικό βράδυ της ζωής του. Το πρώτο ορόσημο.
Ο Βενετσιάνος και ο Μουραμπάς τον παροτρύνουν να απευθυνθεί σε δισκογραφική εταιρία στην Αθήνα. Τότε υπήρχαν η Columbia, η Μίνος Μάτσας και Υιός, η Λύρα… Του δώσαν την τονωτική ένεση που χρειαζόταν. Κι ας είχαν στο σπίτι κηδεία, γιατί οι εκπαιδευτικοί γονείς δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ο γιος τους θα γίνει τραγουδιστής.
Οι ακροάσεις, η Λύρα, ο Μίνος Μάτσας και το συμβόλαιο
Ο Κώστας Σμοκοβίτης αποφασίζει να πάει για εβδομάδα στην Αθήνα, στους θείους και τα ξαδέρφια του. Το έκανε συχνά. Αυτή τη φορά όμως οι γονείς του δεν ξέρουν τα σχέδια του… Έχει μαζί του μια μπομπίνα που την έχει ηχογραφήσει κρυφά στο μαγαζί ενός φίλου που πουλούσε νυφικά. Έχει βρει την ορχήστρα και έχει γράψει τη φωνή του σε δύο τραγούδια, το «Που είναι τα χρόνια» και την «Ελευσίνα».
Πηγαίνει πρώτα στη Λύρα του Πατσιφά. Τον υποδέχεται ο κ. Τσίρος, ο υπεύθυνος της εταιρίας για τις ακροάσεις και τις νέες φωνές. Τον αποπαίρνει. Του λέει πως δεν είναι περίοδος ακροάσεων. Ο Σμοκοβίτης όμως του αφήνει την μπομπίνα με τη φωνή του. Την επόμενη μέρα του τηλεφωνεί και μόλις ακούει και πάλι τον Τσίρο να του μιλά απαξιωτικά αποφασίζει να πάει να πάρει πίσω την ταινία του. Πετυχαίνει τον ίδιο τον Πατσιφά που αναρωτιέται τι συμβαίνει, τον γνωρίζει, αλλά είναι αποφασισμένος να φύγει.
Πάει κατευθείαν στη Χαριλάου Τρικούπη που ήταν τότε τα γραφεία της Μίνος Μάτσας. Τον ενημερώνουν ότι γίνονται ακροάσεις σε τρεις μέρες στα στούντιο της Columbia στον Περισσό. Μόνο αυτά υπήρχαν εκείνη την εποχή και όλοι εκεί ηχογραφούσαν, στο Α, το Β και Γ στούντιο. Το Γ΄ ήταν το κρυφό, χωμένο με στο πευκοδάσος δεν το γνώριζε η Ασφάλεια· εκεί ηχογραφούσαν ο Θεοδωράκης και οι άλλοι την περίοδο της Χούντας.
Στην ακρόαση είναι παρόντες ο στιχουργός Πυθαγόρας και ο μουσικός Πάνος Ιατρού. Ενημερώνουν τον Μάτσα. Οι εξελίξεις ξαφνικά τρέχουν. Με το που επιστρέφει στη Λαμία, τον καλούν από την εταιρία. Πηγαίνει ξανά στην Αθήνα, με έξοδα της Μίνος και υπογράφει συμβόλαιο 5ετές, από το 1972 έως το 1977, με όρο στη τριετία οι συμβαλλόμενοι να μπορούν εγγράφως να ενημερώσουν για τη συνέχιση ή μη του συμβολαίου, διαφορετικά αυτό επιμηκύνεται αυτόματα για άλλα δύο χρόνια. Έτσι λειτουργούσε τότε το σύστημα.
Έχει αρχίσει η χρυσή εποχή. Ο Σμοκοβίτης παίζει σε μπουάτ, κάνει το δίσκο «Καλημέρα Ήλιε» με τον Λοΐζο για τον οποίο δεν παίρνει ποτέ ποσοστά αλλά πληρώνεται ως εκτελεστής με το ποσό των 500 δρχ. που τότε αντιστοιχούσε στο κόστος αγοράς 10 δίσκων των 45 στροφών.
Βρισκόμαστε στο 1975, στη συμπλήρωση της τριετίας. Στο δεύτερο ορόσημο. Ο Σμοκοβίτης αρχίζει να κατανοεί πως λειτουργεί το σύστημα, το πώς υπάρχουν κυκλώματα, ανταγωνιστές τραγουδιστές που νιώθουν να απειλούνται από το ταλέντο του, γίνονται παιχνίδια με δεύτερες εκτελέσεις, και στις πλάτες του Κώστα παίζεται το άχαρο παιχνίδι πιέσεων και μικροεκβιασμών μεταξύ του Μάτσα και συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Αποφασίζει να στείλει εξώδικο για να ενημερώσει την εταιρία για τη διακοπή της συνεργασίας πέραν της πενταετίας, το οποίο τελικά δεν παραλαμβάνεται από τον Μάτσα και θυροκολλείται. Το συμβόλαιο όμως δεν λύνεται και ακολουθούν δύο δίσκοι και ο Σμοκοβίτης παραμένει δεσμευμένος με την εταιρία μέχρι το 1979.
Αλλά έχει χαλάσει το κλίμα. Έχει χαλάσει και η ροή.
Ο Μάνος Λοΐζος, το «Καλημέρα Ήλιε» και το ΠΑΣΟΚ
Έχει ήδη υπογράψει συμβόλαιο με τη «Μίνος» και πηγαίνει στο σπίτι του Λοΐζου στον Χολαργό που έχει ζητήσει να τον ακούσει. Ο Λοΐζος στο πιάνο και ο Σμοκοβίτης τραγουδά το «Στην απάνω γειτονίτσα» και το «Δελφίνι δελφινάκι». Είναι αρκετό. Ο Λοΐζος του δίνει μια μπομπίνα με 7,5 ταχύτητα που δεν είναι συμβατή με τα κοινά κασετόφωνα και του ζητάει να την πάρει σπίτι του, να την ακούσει και να την φυλάξει. Έχει τα τραγούδια του δίσκου «Καλημέρα Ήλιε» χωρίς το ομώνυμο τραγούδι και χωρίς το «Τα 12 παιδιά».
Η πρώτη ηχογράφηση αρχικά γίνεται το 1973 στο στούντιο της Columbia στον Περισσό. Μαζί τους είναι η Χαρούλα Αλεξίου, η Αλέκα Αλιμπέρτη και ο στιχουργός Δημήτρης Χριστοδούλου. Ο στόχος είναι στην πρόβα να γράψουν γρήγορα, μουρμουρίζοντας, χωρίς ακριβώς να ξέρουν τους στίχους λόγω του φόβου της Χούντας. Αφού έχει ολοκληρωθεί η ηχογράφηση ο Λοΐζος τηλεφωνεί στον Σμοκοβίτη και του ζητά να πάει άμεσα ξανά στην Columbia, στο στούντιο Γ΄. Ήταν όλη η ορχήστρα εκεί, με μπουζούκια τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Θανάση Πολυκανδριώτη. Ο Λοΐζος του ζητά να καθίσει δίπλα του στο πιάνο και να μάθει γρήγορα το τραγούδι που θα του έπαιζε. Μοίρασε παρτιτούρες στους μουσικούς και το άκουσε δυο τρεις φορές με οδηγό τη φωνή του. Μόλις τέλειωσαν και φύγανε οι μουσικοί, γράψανε τη φωνή κατευθείαν. Η ερμηνεία που υπάρχει στο δίσκο είναι εκείνη η πρώτη στο στούντιο Γ΄. Αυτό ήθελε ο Λοΐζος την αυθόρμητη στιγμή. Είναι εντυπωσιακό πως μετά φεύγοντας με τον ηλεκτρικό ο Σμοκοβίτης προσπαθούσε να θυμηθεί τους στίχους και δεν μπορούσε!
Ο δίσκος βγήκε, ανεπίσημα, το Δεκέμβρη του ’73, πάνω στα επεισόδια του Πολυτεχνείου, όπου παιζόταν από το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου και, επίσημα, τον Ιανουάριου του 1974.
Το τραγούδι γίνεται μια τεράστια επιτυχία που παίζεται παντού, από όλα τα κόμματα στις πρώτες συγκεντρώσεις της μεταπολίτευσης. Γίνεται ο ύμνος του ΠΑΣΟΚ. Ο Σμοκοβίτης βιώνει σοκ από την απήχηση στον κόσμο αλλά δεν καταφέρνει να διευκρινίσει αν ο Λοΐζος έχει δώσει επίσημα την άδεια του.

Την πραγματική ιστορία την μαθαίνει επί Σημίτη από τον Κίμωνα Κουλούρη με τον οποίο γνωρίστηκε τυχαία σε ένα κέντρο διασκέδασης, τις Γραμμές. Το 1973 με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ο Ανδρέας Παπανδρέου βρίσκεται στον Καναδά. Οι δύο έμπιστοι φίλοι και συνεργάτες του είναι ο Κίμωνας Κουλούρης και ο Αντώνης Λιβάνης. Ο Κουλούρης ταξιδεύει συχνά στον Καναδά για να μεταφέρει στον Ανδρέα τις πληροφορίες και τις εκτιμήσεις του Λιβάνη. Σε ένα ταξίδι έχει μαζί τον δίσκο «Καλημέρα Ήλιε». Είναι η εποχή που ακόμη ο Παπανδρέου προσπαθεί να βρει ακριβώς την ταυτότητα του νέου κόμματος. Έψαχνε το έμβλημα του.
Ακούνε οι δυο τους σιωπηλοί ολόκληρο το δίσκο πίνοντας ουίσκι. Και τότε ο Παπανδρέου βρήκε την εικόνα, την κεντρική ιδέα. Οι στίχοι τον οδήγησαν.
Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι, θα τον τρελάνουμε το φίλο, σίγουρα ναι
με το νταούλι και με το ζουρνά, καλημέρα ήλιε καλημέρα.
Γελάει ο ήλιος κι αμολιέται στα στενά, χορεύει πάνω στο νταούλι κι αρχινά.
Το κόκκινο για τη ροδιά, το πράσινο για τα παιδιά, για της Μυρσίνης την ποδιά, την Παναγιά
Τα έχει όλα. Το κόκκινο της αριστεράς, το πράσινο, το χρώμα της αισιοδοξίας που υιοθετεί το ΠΑΣΟΚ, την αναφορά στη Μυρνίνη που συμβολίζει τους νέους και το μέλλον, την Παναγιά. Και τον ήλιο. Που γίνεται ο πράσινος ήλιος το σύμβολο του ΠΑΣΟΚ.
Σε ανοιχτή επιστολή της το 2011, που απευθυνόταν στον τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου, η Μυρσίνη Λοΐζου δηλώνει ότι «Σας απαγορεύω ρητά και κατηγορηματικά, να χρησιμοποιείτε έργο ή μέρος του έργου του Μάνου Λοΐζου, σε οποιαδήποτε κομματική σας εκδήλωση ή δραστηριότητα». Κατά τον Σμοκοβίτη είχε απογοητευτεί από την πορεία του ΠΑΣΟΚ.
Ο Κώστας Σμοκοβίτης μου λέει πως «από τον λαό του ΠΑΣΟΚ δεν έχω κανένα παράπονο. Ήταν τέτοια η δύναμη του Καλημέρα Ήλιε που μπήκε στις καρδίες τόσου κόσμου. Τα έχω με την εξουσία, την εξουσία μετά τον Ανδρέα. Ο ποιητής Δημήτρης Μπρούχος κάποτε με είχε αποκαλέσει το λαρύγγι που κερδίζει εκλογές. Μέχρι σήμερα, στα 53 χρόνια αυτής της διαδρομής δεν άκουσα ένα ευχαριστώ από κάποιο επίσημο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ της Χαριλάου Τρικούπη, δεν μου έδωσαν ούτε ένα γαρύφαλλο. Δεν μιλάω καν για χρήματα. Το υπουργείο Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ με κυβερνήσεις τρεις πρωθυπουργούς δεν μου έδωσε ποτέ μια συναυλία. Ούτε στον Λοίζο είπαν ποτέ ευχαριστώ» .
Τον ρωτάω αν νιώθει αδικημένος. Ναι μου λέει αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα.
Μετά την Μίνος ακολούθησε τη δική του πορεία συνεργαζόμενος με διάφορες δισκογραφικές εταιρίες. Ήθελε να νιώθει ελεύθερος.
Η διαδρομή του είναι εντυπωσιακή. Περιγράφεται αναλυτικά στο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στην προσωπική του ιστοσελίδα.
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις