ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Stage στη Λάρισα έγραψε ιστορία: Πάνω από 1500 live σε 12 χρόνια – Οι μπάντες, οι άνθρωποί του, τα projects και ο νόμος της αγοράς

«Ας βρεθούμε στην Καραθάνου 37», μου είπε στο τηλέφωνο «είναι πολύ ωραία και ήσυχα εδώ». Δεν κατάλαβα σε τι είδους χώρο αναφερόταν. Μάλλον κάποιο γραφείο του σκέφτηκα. Τελικά εννοούσε την κάβα/χώρο τέχνης «Οινωδείον». Είναι του Νίκου Μπαμπαλιούτα που είχε το «Καφωδείο». Κάτι σαν τη συνέχεια του. Εντυπωσιάστηκα. Ήταν εκεί και ο Αλέκος Παπουλίωτης. Όλα μπήκαν σε μια σειρά. Δυο-τρεις μέρες νωρίτερα τον είχε πάρει τηλέφωνο ο Πάνος Καραΐσκος για ένα θέμα που ετοιμάζουμε. Είχαμε αναφερθεί και στον Κώστα. Τον Σταυριανό. Με τον Κώστα βρεθήκαμε στην Καραθάνου για να μιλήσουμε για το Stage, τη χαρακτηριστική μουσική σκηνή της πόλης επί 12ετίας.

Μόλις κάθισα άρχισε να χτυπά και να ξαναχτυπά το κινητό του Κώστα. Μιλούσε με κάποιους πελάτες για το αν βγήκε η απόφαση για ένα δικαστήριο και τι έγινε με μια διαταγή πληρωμής. Ανατρίχιασα. Ευτυχώς δεν με απασχολούν τέτοια θέματα πλέον σκεφτόμουν ενώ κοιτούσα το τηλέφωνο. Τότε το πρόσεξα πρώτη φορά. Μικροσκοπικό, καθόλου έξυπνο, σαν να ερχόταν από το βαθύ παρελθόν. Κατάλαβε ότι μου τράβηξε την προσοχή. «Τα κινητά και τα smart phones τα σιχάθηκα από την εποχή του Stage» μου είπε. «Μου φαινόταν τρελό να έχεις πάει να δεις live και να ασχολείσαι με το κινητό σου. Ευτυχώς τότε δεν ζήσαμε αυτό που συμβαίνει σήμερα στις συναυλίες. Που βλέπεις παντού οθόνες από το κοινό να καταγράφει το δρώμενο και να μην το βλέπει, να μην το ζει, να χάνει τη στιγμή».

Ωραία εισαγωγή σκέφτηκα… μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για το Stage λοιπόν, άλλωστε μόνο του και τυχαία μπήκε στη συζήτηση.

Της Εύης Μποτσαροπούλου

Το Stage λοιπόν άνοιξε στις 17 Νοεμβρίου του 2007 με τον Γιάννη Τρυφερούλη και τους Sigmatropic και έκλεισε με το τελευταίο live των Last Drive στα τέλη Μαΐου του 2019.

Προηγήθηκαν όμως κάποια πράγματα μέχρι να φτάσουμε στο Stage του Κώστα Σταυριανού και του Λευτέρη Καραβασίλη. Χώροι, ομάδες που οδήγησαν στη σύλληψη του και στη δημιουργία του.

Εν αρχή ήτο το B-Live. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Έτσι λεγόταν η μουσική σκήνη που προϋπήρχε του Stage στον ίδιο ακριβώς χώρο. Αρχικά το είχαν ανοίξει τα παιδιά που είχαν το μπαρ Blow Job και στη συνέχεια ανέλαβαν ο Αντώνης Γερογιώργος και ο Κώστας Σέικος.

Περίπου το 2004, ο Κώστας Σταυριανός με τον Θανάση Αργυράκο και τον Στέφανο Τσιώλη είχαν δημιουργήσει μια ομάδα, “Dean Moriarty” τη λέγανε τότε – από ένα ήρωα του Κέρουακ – που έφερνε live στη Λάρισα. Κάποια από αυτά έγιναν και στο B-Live. Όπως με τους Fuzztones, μια αμερικάνικη γκαράζ μπάντα του ΄80, ή τους Seeds, ένα αμερικανικό ψυχεδελικό garage rock συγκρότημα που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες το 1965…

Μετά την ανοίξανε αυτή την ομάδα. Έφτασε τα 10-12 άτομα και ονομάστηκε “NoBudget”.  Ένα μεσημέρι στο Hobo, εκεί που πίνανε τσίπουρα, το αποφάσισαν να κάνουνε μια ομάδα καινούργια για να διοργανώνουν lives. Το καταστατικό το γράψανε σε ένα σουβέρ από το Hobo· το διάβασε ο  ίδιος ο Κώστας σε μια συνέντευξη στο istorima.org«Η απάντηση στην ερώτηση τι είναι η ομάδα “No Βudget”, είχε μια ποικιλομορφία που δικαιολογούσε την προθυμία στη συμμετοχή και την επιθυμία για έκφραση μέσα από μια παρεΐστικη προσπάθεια. Πέρα από τις υποτιθέμενες πλειοψηφικές επιφάνειες, σε αυτή την πόλη υπάρχουν και ιδιαίτερες φιλοδοξίες έκφρασης και επικοινωνίας, που εύκολα συναντιούνται στην απαίτηση για μια παρατεταμένη rock n roll θεραπεία. Είμαστε μόνοι, όμως είμαστε και παρέα. Είμαστε νέοι και η ψυχρή θεωρία μιας τυπικής πραγματικότητας θα μας χαρακτήριζε “Underground”. Όμως, είμαστε ένα βέλος νιότης, σπρωγμένο από την υγεία που γεννά το καταφύγιο της παρέας και μια λειτουργική ελευθερία εκδήλωσης. Είμαστε το βέλος και η κίνηση μιας συναυλίας. Είμαστε γεμάτοι σε αυτόν τον εμβρυακό θάλαμο της προσπάθειας. Χαιρόμαστε να είμαστε ελεύθεροι. Είμαστε όλοι και κανένας. Είμαστε εδώ. Από τον φαρδύτερο δρόμο, μέχρι τον τελευταίο χωματόδρομο, τα βήματα αυτών που μπορούν να πατήσουν πάνω στα ίχνη μας είναι ευπρόσδεκτα”.

Έκανε πολλά πράγματα εκείνη η ομάδα. Με πιο χαρακτηριστικό το “No Budget festival” στο Κηποθέατρο που γινόταν για 6 χρόνια. Μέσω του Γιώργου Γεωργίου που ήταν στους Monsters προσέγγισαν τον Πηλαδάκη για χρηματοδότηση. Οι “NoBudget” ήταν μια αμιγώς μη κερδοσκοπική ομάδα και κατάφερε να φέρει κάποια πολύ μεγάλα ονόματα.

Ο καιρός περνάει. Φτάνουμε στο 2007. Ο Κώστας μαθαίνει ότι το B-Live πρόκειται να κλείσει. Προτείνει στους “NoBudget” να το πάρουνε και να το δουλέψουνε όλοι μαζί. Δεν προχωράει όμως η ιδέα. Ο Λευτέρης Καραβασίλης του είπε «ας το κάνουμε δυο μας». Και το κάνανε. Το αλλάξανε όλο. Έφυγε το πατάρι, έφυγαν οι κερκίδες, ήταν σαν να μεγάλωσε ο χώρος. Η βασική διαφορά τους όμως ήταν ότι το B-Live βασιζόταν κυρίως σε μια house band από Λαρισαίους μουσικούς, που παίζανε διασκευές και κάποια δικά τους κομμάτια. Τα live που κάνανε ήταν 3-4 το μήνα. Στο Stage τα live ήταν 12 το μήνα. Είχε διαφορά.

Αργήσανε να μπούνε όμως σε επαγγελματική λογική, μου λέει ο Κώστας. Ευτυχώς υπήρχε ο Λευτέρης που ήταν πιο δομημένος και γειωμένος. «Ξεκινήσαμε με Τρυφερούλη και Sigmatropic και ήμασταν γεμάτοι. Ήρθε πολύς κόσμος, αλλά αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικό, είναι ότι μπροστά υπήρχε ένα ημικύκλιο στη σκηνή και δεν πλησίαζε κανένας. Δηλαδή, όλος ο κόσμος ήταν τραβηγμένος πίσω. Ένιωθε εκτεθειμένος… Το δεύτερο live ήταν με τους Χειμερινούς Κολυμβητές και ήταν sold out. 150 άτομα ήταν μέσα σε καθιστική διάταξη με τραπέζια, αλλά στο τέλος της βραδιάς συνειδητοποιήσανε ότι «μπήκανε» μέσα. Έπαθαν σοκ. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Το να μπεις μέσα σε live είναι το πιο εύκολο πράγμα. Μου το είχε πει και ο Νίκος Τριανταφυλλίδης που είχε το Gagarin “πρέπει να κάνεις 8 live για να βγαίνεις, 1 για να γουστάρεις και σε 1 θα μπαίνεις μέσα, είναι νόμος”. Και πάλι ελαστικός ήταν…». Μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας άρχισε να γίνεται κερδοφόρο το Stage, μετά ήρθε η κρίση.

Το Stage είχε χωρητικότητα για 250 ορθίους ή για 170 καθήμενους. Βέβαια υπήρξαν φορές, ειδικά στην αρχή, που μέσα αντί για 250 άτομα ήταν 380. Σιγά σιγά σταμάτησαν να το κάνουν· δεν ήταν λειτουργικό, ήταν προβληματικό. Άλλα έμειναν ιστορίες από το τότε να λέγονται…

Όπως αυτή με τους Panx Romana. Ο κόσμος μέσα είναι 380 άτομα κι απέξω έχει άλλα 200 να περιμένουν να μπουν. Εμφανίζεται στης Ήρας ένα περιπολικό. Ο Λευτέρης πηγαίνει να τους μιλήσει. «Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είναι αυτό;» ρωτάει ο αστυνομικός. «Συναυλία έχουμε». «Συναυλία; Τι συναυλία;» λέει ο συνοδηγός. «Panx Romana» απαντάει ο Λευτέρης. Και λέει ο συνοδηγός: «Panx Romana; Όχι ρε γαμώτο!».

Ή όπως τότε με τον Pavor Stelar, τον αυστριακό μουσικό, παραγωγό και DJ, που έχει ένα στυλ που συνδυάζει jazz, house, electro και breakbeat· είναι γνωστός ως ένας από τους πρωτοπόρους της electroswing… μεγάλη υπόθεση για τη Λάρισα αυτή η συναυλία. «Ήταν Άνοιξη, περίπου τέτοια εποχή, και μπαίνουν μέσα 380 άτομα. Η ατμόσφαιρα είναι ασφυκτική και για αυτό ανοίγουμε τα κλιματιστικά. Που είναι όμως σε λάθος ρύθμιση και βγάζουν ζέστη. Έγινε κόλαση. Το διορθώσαμε αλλά δεν μπορεί να φύγει η ζέστη από έναν εσωτερικό χώρο με τόσο κόσμο…».

Ήταν πάντα μεγάλη εμπειρία οι ξένες μπάντες. Διαφορετικές κουλτούρες. Ο γιαπωνέζος DJ Crass είχε έρθει δύο φορές στο Stage. O Κώστας ήταν τόσο ενθουσιασμένος την πρώτη φορά που πήγε να τον αγκαλιάσει μόλις τον είδε. Δεν πρόλαβε. Τον σταμάτησε ο μάνατζέρ του. Ιάπωνας και αυτός. Του εξήγησε ότι δεν τους αρέσει να τους αγγίζουν οι άλλοι με δική τους πρωτοβουλία. Αλλά κατά τον Κώστα ήταν πιο εύκολο να δουλεύεις με ξένες μπάντες. Χρειαζόταν το πολύ ένα 20λεπτο για να κάνουν sound check. Οι περισσότερες ελληνικές μπάντες κάναν σχεδόν ολόκληρη πρόβα αντί για check. «Οι πιο επαγγελματίες από όλους ήταν οι Αμερικάνοι».

Ποιους Έλληνες θυμάται; Με τον Δεληβοριά ξεκινάει. Μάλλον εγώ τον αναφέρω πρώτη. «Ο Φοίβος ήρθε πολλές φορές. Από τα πιο αξιόλογα άτομα που έχω γνωρίσει, σαν άποψη, αισθητική, μυαλό. Εντυπωσιακή ήταν και η Σωτηρία Λεονάρδου, μια πραγματική κυρία…».

Με τον Λευτέρη και δυο τρεις φίλους κάνανε brainstorming για να σχεδιάσουν το πρόγραμμα. Τον πρώτο καιρό σε ποιους να απευθυνθούν. Ποιες μπάντες να προσεγγίσουν. Μετά τους έμαθαν και οι μπάντες, και οι managers και οι promoters. Οπότε τους προσέγγιζαν εκείνοι και τα παιδιά έπρεπε να αποφασίσουν ποιους θα φέρνανε.

«Ένιωσα ότι κάπου στο τέλος χάσαμε την πλάκα μας. Τότε δεν το καταλάβαινα ακριβώς, δεν το συνειδητοποιούσα, αλλά αρχίζαμε να γινόμαστε σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Ήταν απογοήτευση μεγάλη όταν κλείσαμε, λόγω μη ανανέωσης του μισθωτηρίου συμβολαίου, αλλά ήταν και ανακούφιση. Είχα κουραστεί πολύ ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, κυρίως από το ξενύχτι…» μου μιλά για το τέλος.

Αλλά δεν έχουμε τελειώσει ακόμη. Υπάρχουν πολλά ακόμη να ειπωθούν. Τόσο για projects, όσο και για ανθρώπους…

Χαρακτηριστικές ήταν οι βραδιές κινηματογράφου, το “Smoking and Drinking Cinema” που ξεκίνησε στις αρχές του 2008. Ασχολήθηκαν 4-5 παιδιά, πελάτες και φίλοι, εκείνοι αναλάμβαναν να επιλέξουν τις ταινίες, να τις κατεβάσουν, να βάλουν υπότιτλους. Παίχτηκαν πάνω από 300 ταινίες όλα αυτά τα χρόνια. Στην αρχή οι προβολές ήταν Τετάρτες βράδυ και μετά μεταφέρθηκαν τις Πέμπτες. Κατάφεραν πάντως να καλύψουν τη δική τους και πολλών Λαρισαίων ανάγκη για ποιοτικό κινηματογράφο σε μια πόλη που εκτός από την Κινηματογραφική Λέσχη στους κινηματογράφους παιζότανε μόνο blockbusters. Εκεί έγιναν αφιερώματα σε σκηνοθέτες, σε κινήματα, σε ντοκιμαντέρ.

Επίσης υπήρξε πολύ θέατρο, σύγχρονος χορός, φεστιβάλ ποίησης, βραδιές standup comedy. Έγιναν πολλά.

Και οι άνθρωποι;

Στο Stage υπήρξαν τρεις άνθρωποι, οι οποίοι, όχι ακριβώς στην ίδια χρονική περίοδο αν και έχουν συμπέσει αρκετά, ήταν εκεί συνέχεια. Συνέχεια. Ήταν ο Άρης, ο Αλέκος και ο Θάνος. Σε διαφορετικές ηλικίες μεταξύ τους. Και ήταν και μπροστά, στη σκηνή, χορεύανε. «Για αυτούς τους ανθρώπους και μόνο, το ότι υπήρξε το Stage, εμένα μου φτάνει. Δεν ήταν μόνο αυτοί βέβαια. Υπήρχαν κι άλλοι και δεν θέλω να αδικήσω κόσμο…» μου λέει και αμέσως αναφέρεται στον Μιχαήλ Βρογγιστινό. Ο Μιχαήλ ήταν καλλιτεχνικά άρτιος και έφερε πάνω από 15 live στο Stage. Οι πιο εντυπωσιακοί ήταν ίσως οι “Underground Youth”. Και ο Φίλιππας Μπουρνένας από το Selter έφερε πολλά.

Υπήρξαν κι άλλοι πολλοί άνθρωποι που πήγαιναν συστηματικά στο Stage, κάθε βράδυ, σε κάθε live και σε κάθε project. Που στήριζαν την προσπάθεια εμπιστεύονταν τις επιλογές του Κώστα και του Λευτέρη, ακόμη και για μπάντες που δεν γνώριζαν ή για είδη που τους άρεσαν.

Εντυπωσιακό.

Εντυπωσιακό είναι και αυτό που ανέφερε αρκετές φορές διάσπαρτα στη συζήτησή μας ο Κώστας. Ότι εκείνον τον ενδιαφέρει να γίνεται το live και να ζει αυτή την εμπειρία της μυσταγωγίας. Είτε γινόταν στο Stage, είτε στο Μύλο, είτε στην Κατάληψη, είτε αργότερα στο Nevermind, στο Skyland, στο Μπαράκι του Μύλου, είτε τώρα στο Circus. To Nevermind και το Μπαράκι του Μύλου πολύ τα αγάπησε… Δεν μπορεί λέει να διασκεδάσει απλά βγαίνοντας έξω και πίνοντας αλκοόλ. Έχει ανάγκη το live. Όποιο και να είναι… «Άπειρες φορές βίωσα έκπληξη, θετική ή αρνητική. Αν δεν ήξερα κάποια μπάντα δεν έμπαινα στη διαδικασία να την ψάξω από πριν. Ήθελα να πάω εντελώς απροετοίμαστος…».

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες