Νίκος Ράπτης
Αλλαγή του εκλογικού νόμου: Κάν’ το όπως ο Κουτσόγιωργας;

Γράφει ο Νίκος Ράπτης*
«Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Είμαι ένας υπεύθυνος, θεσμικός πολιτικός, ο οποίος… πορεύεται με κανόνες… Έχουμε εκλογικό νόμο!» – Κυριάκος Μητσοτάκης, διάψευση του ενδεχόμενου να αλλάξει ο εκλογικός νόμος, συνέντευξη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», 29/3/2022
Ανήσυχοι από τη μείωση της κυβερνητικής επιρροής, ορισμένοι νεοδημοκράτες προτείνουν να αυξηθεί το «μπόνους» των εδρών για το πρώτο κόμμα, ώστε να εκλέγει πάνω από 150 βουλευτές με ποσοστό κοντά στο 1/3 των ψηφισάντων.
Επιχείρημά τους είναι η ανάγκη να αποφευχθεί η ακυβερνησία και να επικρατήσει πολιτική σταθερότητα.
Ο τελευταίος πολιτικός που άλλαξε τον εκλογικό νόμο λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες, ήταν ο Μένιος Κουτσόγιωργας, το 1989. Αυτή την περίοδο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει σε πολλά με εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου επί σκανδάλου Κοσκωτά. Είναι άρα λογικό, οι ίδιες συνθήκες να παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
Παρ’ όλα αυτά, οι οπαδοί της πάση θυσίας αυτοδυναμίας, οφείλουν να λάβουν υπόψη τους δύο νέα στοιχεία, που δεν υπήρχαν το 1989.
Το πρώτο, είναι πως στην Ελλάδα πλέον ξέρουνε πως η σταθερότητα δεν ταυτίζεται με τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Από το 2012 είχαμε δύο συμμαχικές κυβερνήσεις, εκείνη των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (2012-2015) και εκείνη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (2015-2019). Αμφότερες μακροημέρευσαν και ήταν λειτουργικές, επέβαλαν δε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Η πρώτη επαναδιαπραγματεύθηκε το δημόσιο χρέος, η δεύτερη έφερε εις πέρας την επιτήρηση από την «τρόικα» και έλυσε το «μακεδονικό» με τα Σκόπια. Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τα πεπραγμένα αυτών των κυβερνήσεων, όχι όμως να ισχυριστεί πως ο απολογισμός τους υπολείπεται εκείνου της μέσης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης.
Το δεύτερο είναι πως ο εκλογικός νόμος Παυλόπουλου απαγορεύει ουσιαστικά κάθε προεκλογική συμφωνία των κομμάτων, επί ποινή στέρησης του πολυπόθητου «μπόνους» των εδρών. Λέγεται πως η Ελλάδα «δεν είναι ώριμη» για πολυκομματικές κυβερνήσεις. Υπονοείται άρα πως το ευρωπαϊκό πρότυπο, των πολυκομματικών κυβερνήσεων, είναι το δέον, έστω και αν είμαστε (δήθεν) ανώριμοι για κάτι τέτοιο. Τότε όμως, γιατί απαγορεύουμε (!) ουσιαστικά στα κόμματα να συμφωνήσουν προεκλογικά σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα και να το παρουσιάσουν από κοινού, στο εκλογικό σώμα; Εάν η διακομματική συναίνεση χαρακτηρίζει την πολιτική «ωριμότητα», γιατί της θέτουμε ανυπέρβλητα θεσμικά εμπόδια; Τα κόμματα έχουν τρεις πυλώνες: την ιδεολογία, την οργάνωση και το πρόγραμμά τους. Ο τρίτος οφείλει να είναι ο πιο εύπλαστος στις πολιτικές συνθήκες.
Υπό το βάρος των ανομιών του και ενόψει των δυσκολιών της επόμενης περιόδου, ο πρωθυπουργικός κύκλος διακατέχεται από μία τοξική ανασφάλεια. Αυτή διαχέεται στην κοινωνία, υπό τη μορφή της αγχώδους προσπάθειας να ελεγχθούν τα πάντα, στο πρότυπο αυταρχικών καθεστώτων. Η αλλαγή του εκλογικού νόμου ώστε να δίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση με ποσοστά 15-20% επί των εγγεγραμμένων εμπίπτει σε αυτήν την προσπάθεια. Η αντιπολίτευση δικαιούται να μπορεί να διεκδικήσει επί ίσοις όροις την εξουσία. Αλλιώς, αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο θα έχουμε κάνει ένα ακόμα βήμα στον αντιδημοκρατικό κατήφορο όπου μας έχει οδηγήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις