Βασίλης Ραούλης
Όταν ο λαϊκισμός συναντά τον εθνικισμό!

Η λέξη λαϊκισμός επιλέχθηκε το 2017 από το Cambridge Dictionary ως η λέξη της χρονιάς και όχι τυχαία.
Το Brexit καθώς και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, το 2016,σχηματοποίησαν ένα νέο πολιτικό φάσμα που καταναλώνει καθημερινά fake news και ψεύτικες πολιτικές υποσχέσεις οι οποίες δεν έχουν ρεαλιστική εφαρμογή.
Μια μερίδα πολιτικών προσώπων, κυρίως «αλεξιπτωτιστών» που εισέρχονται στην πολιτική ως μεσσίες που θα σώσουν το λαό από τα δεινά του και θα τον απεγκλωβίσουν από τις παγίδες που του στήνουν σκοτεινά κέντρα συμφερόντων, εξαργυρώνουν τη λαϊκή οργή για τις πολλαπλές κρίσεις των πρώτων δύο δεκαετιών του 21ου αιώνα: την οικονομική ύφεση που έπληξε τη μεσαία τάξη, την ανεργία, τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές, την τρομοκρατία, την κλιματική αλλαγή και τα ακραία φυσικά φαινόμενα που προκαλεί όπως φωτιές και πλημμύρες. Αυτό το κοκτέιλ δυσαρέσκειας, σε συνδυασμό με μια σειρά από πολιτικά σκάνδαλα διαφθοράς που είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά και μια επιμονή σε πολιτικές λιτότητας που έχουν περισσότερο τεχνοκρατικό και λιγότερο κοινωνικό χαρακτήρα, ενέτεινε το αίσθημα δυσπιστίας που είναι και η ρίζα του νέου λαϊκισμού.
Η πανδημία με τα περιοριστικά μέτρα και τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς καθώς και ο συνωμοσιολογικός τρόπος επικοινωνιακής διαχείρισής της από τον Τραμπ, μορφοποίησε πλέον αυτή τη δυσπιστία, δίνοντάς της το μέγεθος και τις τρομακτικές διαστάσεις μιας κοινωνικής μάστιγας, μιας απειλής για τη δημοκρατία που έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις διαβρώνοντας τον κοινωνικό ιστό.
Στην Ελλάδα βέβαια, όλα αυτά με ένα διαφορετικό περιεχόμενο που όμως δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων, τα είχαμε ζήσει ήδη από το 2011. Αγανακτισμένοι, πλατείες, κρεμάλες, προδότες, συνωμοσιολόγοι, δημιούργησαν το απαραίτητο πολιτικό πρόπλασμα για την ανάπτυξη του λαϊκιστικού ρεύματος της εποχής εκείνης με τα γνωστά αποτελέσματα… Αυτό ακριβώς που ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ κάποτε αποκάλεσε «όραμα των διαιρέσεων»: ερμηνεία των κύριων πολιτικών ρηγμάτων της κοινωνίας – και ανάλογη κινητοποίηση των πολιτών.
Ο νέος λαϊκισμός, ο «Εθνικολαϊκισμός», είναι ένα κράμα από ένα νέου τύπου εθνικισμό που αντιμετωπίζει συνωμοσιολογικά τα ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων ως κακόβουλα και επικίνδυνα για την επιβίωση του έθνους, μια λαϊκιστική υπεραπλουστευμένη ερμηνεία της οικονομίας και μια καχυποψία προς την επιστήμη που γιγαντώθηκε μέσα στην πανδημία.
Οι λαϊκιστές ηγέτες κάθε είδους, ιδεολογικοί καθοδηγητές ομάδων όπως για παράδειγμα οι οργανωμένοι αντιεμβολιαστές ή πολιτικά πρόσωπα που προσπαθούν να κατακτήσουν μια θέση στο κοινοβούλιο –«ανεύθυνοι που προσφέρουν απλές λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα επιζητώντας την εξουσία» σύμφωνα με τον ορισμό των Eatwell και Goodwin- επικαλούνται τη δύναμη του λαού ως απάντηση σε όλες τις σύγχρονες προκλήσεις, εναντιώνονται στην επιστήμη, αμφισβητούν τους μορφωμένους, τους ειδικούς, τους τεχνοκράτες, τους ερευνητές, τους γιατρούς, διότι όπως υποστηρίζουν όλοι είναι μέσα στο κόλπο. Δαιμονοποιούν τους ξένους, τους θεσμούς, τα κέντρα λήψης αποφάσεων, γιατί όπως υπογραμμίζουν θέλουν το κακό του έθνους. Αμφισβητούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, την οποία αποκαλούν χούντα, γιατί δεν αντιπροσωπεύει πια το λαό, αλλά τα μεγάλα συμφέροντα. Δυσπιστούν απέναντι στα μίντια αλλά και τα social media (δεν είναι τυχαίο που τα ντοκιμαντέρ που μιλούν με συνωμοσιολογική διάθεση για σατανικούς αλγόριθμους που θέλουν να ελέγξουν τις μάζες έχουν εκατομμύρια views και γίνονται viral)
O Roger Eatwell, ομότιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Bath και δεινός μελετητής του λαϊκισμού, και ο Matthew Goodwin, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Kent, στο βιβλίο τους «Εθνικολαϊκισμός: Η εξέγερση εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας» εξηγούν τον μηχανισμό λειτουργίας του φαινομένου του νεολαϊκισμού σε τέσσερα στάδια-έννοιες: Δυσπιστία, καταστροφή, στέρηση, αποευθυγράμμιση.
Το αίσθημα της δυσπιστίας, είναι η ρίζα του νέου λαϊκισμού. Οι πολίτες είναι πλέον δύσπιστοι απέναντι στους πολιτικούς, τους θεσμούς, τα μίντια -και τώρα στην πανδημία και απέναντι στην επιστήμη. Θεωρούν ότι δεν εκπροσωπούνται σε κανένα επίπεδο, ότι οι απόψεις τους δεν εισακούγονται, ότι δεν έχουν φωνή και ότι η δική τους οπτική δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Αυτή η αίσθηση αποκλεισμού είναι ιδιαίτερα έντονη σε όσους αισθάνονται ότι έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Αυτό έχει ως συνέπεια ο λαϊκισμός να παίρνει πολύ συχνά πλέον τη μορφή μιας κοινωνικής, λαϊκής αγανάκτησης απέναντι στις παγκόσμιες ελίτ και μια μορφή έντονης απαξίωσης στους εθνικούς κυβερνώντες που, όπως τους κατηγορούν, υπακούν τυφλά τον τεχνοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης που τους επιβάλλεται από έξω. Στο αριστερό πολιτικό φάσμα αυτή η δυσπιστία παίρνει τη μορφή ενός λαϊκισμού που έχει σχέση περισσότερο με τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ενώ στο δεξιό πολιτικό φάσμα, στην άκρα δεξιά, ο λαϊκισμός «έχει μια έντονα εθνικιστική διάσταση».
Το δεύτερο στάδιο, μετά τη δυσπιστία, είναι ο φόβος της καταστροφής. Αυτή η αγωνία των πολιτών, που έχουν χάσει την πίστη τους στους θεσμούς και τους κυβερνώντες, «για την πιθανή καταστροφή της εθνικής τους ταυτότητας, των αξιών και του τρόπου ζωής τους», τους οδηγεί στο να πέσουν θύμα των επίδοξων λαϊκιστών και να υιοθετήσουν άκριτα ξενοφοβικές αντιλήψεις ή και σε πολλές περιπτώσεις αντιλήψεις που θεωρούνται ακροδεξιές. Αυτός ο μηχανισμός, με τα στάδια της «δυσπιστίας» και της «καταστροφής», που αναφέρουν οι Eatwell καιGoodwin εξηγεί ακόμα και το γιατί οι αρνητές του ιού covid19 υιοθετούν άκριτα και χωρίς ντροπή ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας περί ψευδοϊού, οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης του λαού και λοιπά καταστροφολογικής φύσεως εξωφρενικά σενάρια για την πανδημία.
Το αίσθημα της στέρησης που έχουν οι πολίτες μετά από την ύφεση της περασμένης δεκαετίας, άφησε μεγάλες ανοιχτές πληγές στη μεσαία τάξη και τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα. Οι πολιτικές λιτότητας ως θεραπεία στην κρίση του καπιταλισμού, επέτειναν το αίσθημα ασφυξίας των πολιτών που έχασαν προνόμια προηγούμενων δεκαετιών και αποκλείστηκαν από αγαθά, υπηρεσίες και έναν τρόπο ζωής που είχαν συνηθίσει να απολαμβάνουν. Η στέρηση αυτή λοιπόν κάνει τους πολίτες να ακούν τις λαϊκιστικές υποσχέσεις και να πείθονται από όσους τους προτείνουν μη ρεαλιστικές θεωρίες εξόδου από τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής οικονομίας που τους εξοργίζουν. Έτσι, αυτοί οι πολίτες που η δυσπιστία τους έγινε οργή, φτάνουν στο σημείο να αποξενώνονται από τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, φλερτάροντας με τα άκρα, υιοθετώντας την πολιτική τους ατζέντα εκδικητικά. Στην περίπτωση, για παράδειγμα των συγκεντρώσεων του αντιεμβολιαστικού κινήματος, υπήρχε ένα πολύ παράξενο κράμα εθνικισμού, θρησκοληψίας, ανορθολογισμού, συνωμοσιολογίας που συμμαχεί απέναντι στους επιστήμονες, τα μίντια, τους φορείς και τις κυβερνήσεις που προσπαθούν να χτίσουν ένα τείχος ανοσίας.
Κάπως έτσι είναι εύκολο να κατανοήσουμε το πώς ο φόβος της πανδημίας εργαλειοποιείται από τους λαϊκιστές που διεκδικούν την εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που οι λαϊκιστές της προηγούμενης δεκαετίας εργαλειοποίησαν το φόβο και τη δυσαρέσκεια της οικονομικής κρίσης.
Βασίλης Ραούλης
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις