ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Η Λάρισα του ποιητή Κώστα Λάνταβου

Μία από τις έντονες εικόνες που μου ξύπνησε η συνέντευξη με τον Κώστα Λάνταβο, ήταν εκείνος, στο ημίφως της σκηνής του Θεσσαλικού Θεάτρου να μιλά μαζί με τον φιλόλογο και συγγραφέα Θωμά Ψύρρα και τον γιατρό και ποιητή Σωτήρη Παστάκα για τον Λαρισαίο γιατρό και συγγραφέα Μάκη Λαχανά στο ειδικό αφιέρωμα που διοργάνωσε το Περιοδικό Θράκα τον Μάιο του 2015… Εκεί ακούω για πρώτη φορά για την Γόνη Γκερλή, τη «θέα της Λάρισας» με την οποία κλείνει τη συζήτησή μας ο ποιητής και γιατρός Κώστας Λάνταβος.

Είναι ο άνθρωπος, ο οποίος τιμήθηκε τον Οκτώβριο του 2020 με το βραβείο «Μάκης Λαχανάς» στα πλαίσια του 8ου Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης, μετά από 40 χρόνια συνεχούς εκδοτικής παρουσίας με 28 βιβλία, για την πλούσια δράση του στα πολιτιστικά δρώμενα της Λάρισας, για την ποίησή του, τη διεύθυνση του σπουδαίου περιοδικού «Γραφή», τη θητεία του ως αντιδήμαρχος Πολιτισμού, την εν γένει προσφορά του στην πόλη και τους Λαρισαίους.

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου

Ο Κώστας Λάνταβος διατηρεί και καλλιεργεί μια έντονη σχέση με την πόλη της Λάρισας και τους ίδιους τους Λαρισαίους, που όπως ισχυρίζεται αποτελούν τη βασική πηγή της ποιητικής του έμπνευσης, και ένας από τους πιο ενεργούς πολίτες που έχει αφήσει το αποτύπωμά με τις θαρραλέες δημόσιες παρεμβάσεις, ένας άνθρωπος των γραμμάτων που ενθάρρυνε κι ενίσχυσε τις τέχνες και τους καλλιτέχνες, και ιδιαίτερα τους νέους καλλιτέχνες.

Σήμερα μου μιλά για τη δική του Λάρισα, για τις καταραμένες συνοικίες, για τα Ταμπάκικα της παιδικής του ηλικίας… Για αναμνήσεις και μυρωδιές και γεύσεις. Για όλα αυτά τα λαρισαϊκά που δημιούργησαν το προσωπικό του ποιητικό ψηφιδωτό…                    

  

Έχετε δηλώσει πως αν δεν ζούσατε στη Λάρισα θα γράφατε άλλη ποίηση…

Ναι, έτσι είναι. Ο τόπος όπου ζει ο κάθε άνθρωπος επηρεάζει αποφασιστικά τον χαρακτήρα του, τα θέλω του, τα όνειρά του, τη σκέψη του, με μια κουβέντα καθορίζει τη ζωή του. Κι όταν λέω «ο τόπος», συμπεριλαμβάνω και τον Άνθρωπο γιατί κι ο άνθρωπος μέρος της πανίδας του τόπου είναι. Εγώ δεν ξέφυγα του κανόνα, πολύ δε περισσότερο που η ποίησή μου εμπνέεται κυρίως απ’ τον Άνθρωπο και σ’ αυτόν αναφέρεται. Με την έννοια πως ό,τι απασχολεί τον άνθρωπο είναι πηγή έμπνευσης για μένα.

Πότε συνειδητοποιήσατε το ενδιαφέρον σας την ποίηση; Ή καλύτερα πως η ποίηση σας επέλεξε;

Το ψυχανεμίστηκα όταν ήμουν 14 χρόνων και το εμπέδωσα με την αποφοίτησή  μου από το Λύκειο. Τότε είχα γράψει μια Έκθεση για το μάθημα του Σαββάτου και μου βγήκε σε δεκαπεντασύλλαβο. Δεν το είχα καταλάβει, το πρόσεξε όμως ο φιλόλογος της τάξης , Δημοβέλης το όνομά του, μ’ έβαλε να διαβάσω την έκθεση  -ποτέ πριν δεν είχε συμβεί κάτι ανάλογο –και τότε κατάλαβα πως έλεγα κάτι σαν δημοτικό τραγούδι. Η τάξη ξεράθηκε στα γέλια, ο καθηγητής σοβαρεύτηκε και είπε: «Αυτό που ακούσατε δεν είναι έκθεση ασφαλώς, είναι όμως ποίηση κι ο συμμαθητής σας, αν συνεχίσει, θα γίνει ποιητής». Τότε νομίζω πως η ποίηση όντως με επέλεξε να πορευτώ μαζί της.

Πως αποφασίσατε να επιστρέψετε στη Λάρισα; Η πίστη σας στην αποκέντρωση, που μεταπολιτευτικά ήταν της μόδας, σας δικαίωσε;

Πράγματι επέστρεψα κυρίως λόγω της πίστης μου στην αποκέντρωση, λόγω της μόδας και της πολιτικής μου τοποθέτησης (που ευνοούσε την αποκέντρωση) και της δημιουργίας του Θεσσαλικού Θεάτρου. Εξάλλου έτσι συνέλαβα την ιδέα έκδοσης ενός λογοτεχνικού περιοδικού στη Λάρισα, έτσι γεννήθηκε η “Γραφή”. Η πίστη μου αυτή σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκε. Και στο σημαντικότερο κομμάτι της, που ήταν η πολιτιστική αποκέντρωση. Η πολιτιστική έκρηξη στη Λάρισα την δεκαετία του 80 υπογράφεται κι από μένα. Σε προσωπικό επίπεδο, η απόσταση της Λάρισας από το Άστυ δεν με βοήθησε. Αντίθετα δυσκόλεψε στην  αναγνωρισιμότητα της ποίησής μου. Διότι ακόμα «Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα», σε μεγάλο βαθμό δυστυχώς.

Η πρώτη φωτογραφία της ζωής του, στα αλογάκια, στο παζάρι της Λάρισας

Τι είναι αυτό που κάνει τελικά κάποιον Λαρισαίο;

Η διαχρονική του έφεση στην πολυπολιτισμικότητα με την έννοια ότι μέλη της Λαρισαϊκής κοινωνίας ,συχνά πολύ διαφορετικών πολιτισμών, μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά. Ανέκαθεν ίσχυε αυτό και φάνηκε και μετά το 1990 με την πτώση του Τείχους. Πόσο εύκολα και μάλλον ευπρόσδεκτα η Λάρισα υποδέχτηκε το μεταναστευτικό κύμα. Ο Λαρισαίος δεν ρωτάει ποτέ από έρχεται κάποιος και τα σε τι Θεό πιστεύει, αλλά τι ξέρει να κάνει για να επιβιώσει δουλεύοντας. Εντάσσει με τρομερή ευκολία και αποδοχή τον Ξένο στην πόλη. Κάτι που δε συμβαίνει σε άλλες πόλεις, όπως στον Βόλο, ας πούμε, πού παραμένει μια πολύ κλειστή κοινωνία. Κάτι ακόμα που έχει ο Λαρισαίος είναι η αγάπη του στο καλό φαγητό, στην καλή παρέα, και η νιρβάνα, ένα είδος αδράνειας, με την οποία αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής. Απότοκο βεβαίως της αφόρητης ζέστας και της απεραντοσύνης του κάμπου.

Στη νουβέλα σας «Η Μαριώ» μιλάτε για πόλεις με συνοικίες καταραμένες και η Μαριώ ζει στη Λάρισα, στα Ταμπάκικα, στα μέσα του περασμένου αιώνα. Έτσι ήταν η Λάρισα στη δεκαετία του ΄50;

Κάθε πόλη είχε «καταραμένες συνοικίες» εκείνα τα χρόνια. Γιατί κάθε πόλη χρειαζόταν και την Κόλασή της για να μπορεί το υπόλοιπο κομμάτι της να αγιάσει. Το περιθώριο ήταν μεν χρήσιμο, αλλά έπρεπε να στέκει μακριά, προς αποφυγή της μόλυνσης. Τα Ταμπάκικα, όπως τα έζησα, και τα έζησα μεγαλώνοντας εκεί, ήταν σχεδόν έτσι.  Άρχιζε δειλά δειλά η αστυφιλία και οι νέοι κάτοικοι, χωρικοί ως επί το πλείστον, επηρέαζαν και τα ήθη και τα έθιμα της συνοικίας. Αυτά όμως που γράφω στη Μαριώ συνέβαιναν.

Πως βλέπεται τη διαδρομή της πόλης στην εξέλιξη και την ανάπτυξή της; Στην πολιτιστική διαδρομή της υπάρχει κάποιο ορόσημο;

Η Λάρισα, ως η μητρόπολη του κάμπου, πάντα είχε μια πολιτιστική κίνηση. Άλλο όμως πολιτιστική κίνηση, συνήθως ξενόφερτη, κι άλλο ντόπια πολιτιστική δημιουργία. Απ’ αυτή δεν είχε. Μέχρι τη δεκαετία του΄60, τρεις λογοτέχνες εμφανίζονται που σχετίζονται με τη Λάρισα. Ο Καραγάτσης, που έχει δεσμούς και φίλους στη Λάρισα αλλά ζει στην Αθήνα. Ο Κ.Ε. Τσιρόπουλος που γεννήθηκε κι  έζησε μέχρι τα δεκαοχτώ του στη Λάρισα, και ο Γιάννης Νεγρεπόντης που γεννήθηκε κι έζησε μέχρι τα εφτά στη Λάρισα. Και οι δύο αυτοί έζησαν μετά και δημιούργησαν στην Αθήνα. Άρα δεν μπορούσαν να δράσουν ως καταλύτες στο ντόπιο δυναμικό, αν υπήρχε. Στη δεκαετία του ΄60, ο Μάκης Λαχανάς, η Βασιλική Παπαγιάννη και η Λίνα Καράμπα είναι οι τρεις που ασχολούνται σοβαρά με την λογοτεχνία και προσπαθούν να ξεφύγουν από τον επαρχιωτισμό που ενδημεί σε κάθε μικρή κοινωνία. Δίπλα τους και ο Δαμιανός Βουλγαράκης, που όμως κάνει εκπτώσεις σε φαινόμενα επαρχιωτισμού. Οι γύρω από αυτούς τους τρεις μαζεύονται πολλοί, και τελικά τους «πνίγουν», χωρίς όμως να υποστείλουν τη σημαία της σοβαρής δημιουργίας. Το αποφασιστικό ορόσημο νομίζω πως είναι η ίδρυση της “Γραφής” και κυρίως η δυνατότητα που είχε να δημοσιεύει –πλήν των Λαρισαίων δημιουργών- και κείμενα σχεδόν όλων των γνωστών ελλήνων λογοτεχνών. Το κύρος που κατέκτησε μάζεψε κοντά της όλο το ταλαντούχο ντόπιο και γενικότερα θεσσαλικό δυναμικό και έγινε έτσι η μήτρα και της τωρινής παραγωγής. Σήμερα υπάρχουν πολλές φωνές  με γνήσιο ταλέντο και θέλω να πιστεύω πως η “Γραφή” βοήθησε ώστε οι νέοι ταλαντούχοι δημιουργοί να έχουν αποτινάξει την νοοτροπία του επαρχιωτισμού. Είπα πολλά, αλλά είναι το θέμα για το οποίο αγωνίστηκα πολύ.

Ο Κώστας Λάνταβος με τον Βορειοϊρλανδό ποιητή Σέημους Χήνυ, Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1995

Ποια είναι η πιο σημαντική στιγμή στην ιστορία της σύγχρονης Λάρισα; Ποιες οι πιο επιδραστικές προσωπικότητες της πόλης;

Θα μιλήσω μόνο για την πολιτιστική ιστορία της σύγχρονης ιστορίας. Νομίζω πως η σημαντικότερη στιγμή ήταν η ίδρυση του Θεσσαλικού Θεάτρου. Εκείνοι, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι Λαρισαίοι, ιδρύοντας το πρώτο επαγγελματικό θέατρο εκτός Αθηνών, άνοιξαν το δρόμο και στις άλλες τέχνες. Ακολούθησαν: Η ίδρυση της Δημοτικής Πινακοθήκης-Μουσείου Γ. Κατσίγρα, το Λαογραφικό Μουσείο με το ζεύγος Γουργιώτη, η Γραφή, η Σχολή Χορού, το Κουκλοθέατρο, η Κινηματογραφική Λέσχη με τον Δημοτικό κινηματογράφο αργότερα, και η εξωστρέφεια του σπουδαίου Ωδείου Λάρισας που εκτός από μουσικό σχολείο έκανε και κάνει μουσικές παραγωγές για το Κοινό. Προσωπικότητες πολλές. Θα μείνω μόνο στον επικεφαλής του Δήμου τότε, στον Δήμαρχο Αριστείδη Λαμπρούλη. Ο οποίος στα θέματα πολιτισμού άκουγε με προσοχή και στήριζε κάθε σοβαρή δημιουργική προσπάθεια. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι, τίποτα δε γίνεται από έναν άνθρωπο, αλλά χρειάζομαι χώρο πολύ για να τους αναφέρω όλους.

Τι θυμάστε από τη παιδική σας ηλικία στη Λάρισα; Τι σας λείπει;

Τα Ταμπάκικα, φυσικά. Εκεί που μεγάλωσα, στο κτήμα Ριζόπουλου πίσω ακριβώς από τον Μύλο του Παπά, πού τότε φάνταζε στα μάτια μου ως Παράδεισος. Ήταν πράγματι αληθινός Κήπος της Εδέμ. Δέντρα, λογής λογής οπωροφόρα δέντρα: Βερυκοκιές, ροδακινιές, αχλαδιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές, μουριές και μια κρεβατίνα 150 μέτρων με ωραιότατα σταφύλια. Και πιο πέρα  περιβόλι με όλα τα ζαρζαβατικά. Τι να ζητήσει άλλο ένα φτωχό παιδί στην παιδική του, αλλά και στην εφηβική του ηλικία. Αφού τώρα αποφεύγω να πάω εκεί γιατί το σημερινό τοπίο με πληγώνει. Μου λείπει η αίσθηση της Γειτονιάς, όταν δέκα  οικογένειες σχεδόν συνυπήρχαν, βἰωναν παράλληλα τις ζωές τους, μοιράζονταν την καθημερινότητά τους. Και η μοναξιά δεν είχε θέση στους κόλπους της γειτονιάς. Μου λείπουν  και οι αυλές της Λάρισας που μοσχομύριζαν από δεκάδες λουλούδια μες στους ασβεστωμένους ντενεκέδες.

Το 1961 στο χορό του Πανειπηρωτικού Συνδέσμου Λάρισας, τσολιάς. Ο κύριος με το μουστάκι ήταν ο κααθηγητής του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Νικ. Ζαρίμπας, από τους Καλαρύττες Ιωαννίνων. Η μουσικοί είναι οι περίφημοι Χαλκιάδες της Ηπείρου.
Πάσχα στα Ταμπάκικα της οικογενείας μου, στο κτήμα Ριζόπουλου. Ο Κώστας Λάνταβος, μαθητής Γυμνασίου, διακρίνεται στην πίσω οριζόντια σειρά, ο τελευταίος δεξιά.

Πόσο πολύ σας έχει επηρεάσει ο θεσσαλικός κάμπος;

Αρκετά, υποθέτω. Είναι αδύνατον να ζεις στον κάμπο και να μην τον κουβαλάς κατάσαρκα. Προσωπικά δεν τον χορταίνω, και με τρελαίνει που τον κοιτάζω και δεν μπορώ να πιάσω ούτε την αρχή του, ούτε το τέλος του. Αυτή του η απεραντοσύνη μου δίνει την αίσθηση του απείρου. Του αφιέρωσα στην Δωρεά του κάμπου, μια πετυχημένη, νομίζω, Μπαλάντα.

Ο μεγαλύτερος λαρισαϊκός σας φόβος;

Δεν θα το πιστέψετε γατί είναι επίκαιρο. Ο σεισμός! Επειδή έζησα τον σεισμό του 55, καίτοι ήμουν στην πρώτη Δημοτικού, πάντα έλεγα: Πώς και τόσα χρόνια δεν ξανάκανε σεισμό ενώ γυρόφερνε ανά την Ελλάδα. Διότι ήξερα ότι υπάρχουν ρήγματα εδώ κοντά.

Ο αγαπημένος σας λαρισαϊκός ήχος, μυρωδιά ή γεύση;

Από τα Ταμπάκικα όλα. Ήχος, ο ήχος της βροχής πάνω στους τσίγκους της σκεπής. Ακόμα τον αναζητώ. Μυρωδιά εκείνη όταν η μάνα μου έψηνε το ψάρι  «παλαμίδα» στην κεραμίδα. Και γεύση, η γεύση του γλυκού από κυδώνια που έφτιαχνε πάλι η μάνα μου με την γειτόνισσα την Ζαχαρούλα, από τα πολλά κυδώνια που είχε το κτήμα. Τόσο που η όμορφη Ζαχαρούλα, μου έφερνε, όσο ζούσε, γλυκό κυδώνι, κάθε χρόνο στο ιατρείο για να θυμόμαστε τα χρόνια μας στα Ταμπάκικα.

Μια συναυλία στη Λάρισα που δεν θα ξεχάσετε ποτέ. Το πρώτο θεατρικό έργο που είδατε;

Εμείς από Ταμπάκικα δεν είμασταν της συναυλίας. Εμείς είχαμε τον περίφημο Διαμαντά με το μπουζούκι του. Αλλά θυμάμαι τις υπαίθριες συναυλίας της Δημοτικής  Μπάντας, κάθε Κυριακή απόγευμα, στην κεντρική πλατεία. Δεν έπαιζε βέβαια Μπετόβεν και Μότσαρτ, αλλά κανένα χορό του Σκαλκώτα, διάφορους οργανικούς χορούς και πατριωτικά θούρια. Θυμάμαι μια φορά, την ώρα που σουρούπωνε κι έπεφτε το φως, ανάψε ο δημοτικός φωτισμός. Σε κάποια στιγμή έσβησαν τα φώτα, λόγω βλάβης προφανώς. Η μπάντα σταμάτησε να παίζει, διότι οι μουσικοί δεν έβλεπαν τις παρτιτούρες. Τότε ο μαέστρος, για να μη δημιουργηθεί χασμωδία, πρόσταξε στην ορχήστρα: Πίνδος! Και οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν το γνωστό πατριωτικό άσμα. Οι παρευρισκόμενοι ακροατές γέλασαν με την ετοιμότητα του μαέστρου και της ορχήστρας να καλύψει άρον άρον το κενό. Και με την μουσική επιλογή βέβαια που την ήξεραν απ’ έξω, χωρίς παρτιτούρα. Το πρώτο θεατρικό έργο ήταν πριν το 1967, το ΄65 ή το ΄66, στο Παλλάς, με έναν θίασο του Πέτρου Φυσσούν. Δεν θυμάμαι τον τίτλο. Ειρωνεία, καθώς λίγες μέρες πριν είχα βρει το πρόγραμμα της παράστασης, αλλά τώρα δεν το βρίσκω.

Ποια είναι τα τρία μαγαζιά που άφησαν ιστορία;

Το  ζαχαροπλαστείο «Ολύμπιον», επί της οδού Κύπρου. Πρόσφερε ωραιότατες πάστες και γαζευτήρι καθώς έβγαζε τραπεζάκια έξω, πάνω στο πεζοδρόμιο. Για μας τους έφηβους τότε το «Μικρό Ολύμπιον», στην πλευρά της κεντρικής πλατείας που είναι σήμερα το Δικαστικό Μέγαρο, σε ένα μέρος του καφενείου το «Παλλάδιον». Και για μένα, στα Ταμπάκικα, το ουζερί του «Μαρινάκη», που ήταν το κέντρο της ουζοκατάνυξης και των λαϊκών ασμάτων της περιοχής. Και το χασίς στο φόρτε του.

Το τελευταίο σας βιβλίο ασχολείται με το πρώτο έγκλημα στη Λάρισα με βιτριόλι. Μέσα από τις ιστορίες σας σας ενδιαφέρει να ανακαλύψετε και να σκιαγραφήσετε την πόλη;

Όπως ξέρετε η εμμονική αγάπη  μου είναι η ποίηση.  Αλλά έγραψα τη «Μαριώ» και σε λίγο θα κυκλοφορήσει η δεύτερη νουβέλα μου, η «Σεβαστή». Έχω και άλλες ιστορίες από τα Ταμπάκικα. Βρίσκω πως αρκετές ιστορίες που έζησα εκεί από το 1955 μέχρι το 1970, ήταν πολύ ιδιαίτερες, αξίζει να ειπωθούν και να διασωθούν. Και τα Ταμπάκικα επίσης υπήρξε τότε μια πολύ ιδιαίτερη συνοικία, που έγραψε τη δική της ξεχωριστή ιστορία. Με ενδιαφέρει και να πω τις ιστορίες συγκεκριμένων προσώπων και να διασώσω την ατμόσφαιρα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων εκείνης της Λάρισας και εκείνης της «απαγορευμένης» συνοικίας. Να σας θυμίσω πως οι ένστολοι πολίτες απαγορευόταν να πάνε ή να διέλθουν από τα Ταμπάκικα, και πως οι «αξιοπρεπείς» Λαρισαίοι που δεν έμεναν εκεί, απέφευγαν να πατήσουν το πόδι του στη συνοικία.

Αν η Λάρισα ήταν ένα πρόσωπο, ποιο θα ήταν αυτό;

Θα ήταν γυναίκα και θα ήταν η Γόνη Γκερλή, η αποθέωση της γυναικείας ομορφιάς, του στυλ και της ενδυματολογικής κομψότητας. «Ήταν η θεά της Λάρισας, η όμορφη της πόλης», γράφει ο Μάκης Λαχανάς. Ίσως ήταν η μετενσάρκωση της Νύμφης Λάρισσας  που την ερωτεύτηκε ο θεός Πηνειός και έκτοτε πορεύονται μαζί, σκέφτομαι εγώ… Την ώρα της απογευματινής βόλτας η Γόνη περνούσε με την αδελφή της από την πλατεία και όλοι οι Λαρισαίοι, άντρες γυναίκες, σηκωνόταν όρθιοι για να θαυμάσουν και να αποτίσουν φόρον τιμής στη Γυναικεία Ομορφιά που άφησε τη θέση της στον Όλυμπο και καταδέχτηκε να περπατήσει επί της γης. Διαβάστε το κεφάλαιο La belle de ville από το εξαιρετικό βιβλίο του Μάκη Λαχανά «Η Πόλις» και θα καταλάβετε…

 

Ο Κώστας Λάνταβος γεννήθηκε στην Τερψιθέα της Λάρισας το 1949. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως ιατρός-παθολόγος στη Λάρισα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή ήταν η “Πορεία” (1980), και μέχρι σήμερα αριθμεί 28 βιβλία. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, νουβέλες και μετέφρασε στα ελληνικά ποιήματα των Ουίλιαμ Μπλέηκ, Έζρα Πάουντ, Έμιλυ Ντίκινσον, Βαλερύ κ.ά.. Ασχολήθηκε με την κριτική βιβλίου. Συμμετείχε στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού “Γραφή”, του οποίου υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής το διάστημα 1989-2004.

 

 

 

 

 

 

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες