ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Θρυλικά μαγαζιά που στιγμάτισαν τους Λαρισαίους: Πολιτεία club, πριβέ μπαρ San Lorenzo, Άδωνις και Ντίσκο Ρεστοράντ Αφροδίτη – Όλα με τον ίδιο “ενορχηστρωτή” (φωτο)

Μεσημέρι της προηγούμενης Πέμπτης και συναντιόμαστε με τον Θωμά (Μάκη) Ντούμα στο μαγαζί Doumas στην γωνία Ίωνος Δραγούμη και Παύλου Μελά, όπου με περιμένει με λευκό κρασί και μια πιατέλα με αλλαντικά παραγωγής της Φάρμας του κρατώντας το πούρο του.

Καθόμαστε στη γωνία στο μπαρ αυτού του χώρου που πάντα με κάνει να πιστεύω ότι είμαι εκτός Λάρισας και κάπου εδώ τα σχέδια μου για τη συνέντευξη – αφιέρωμα ναυαγούν… Βρεθήκαμε για να μου μιλήσει για τον Πολυχώρο Πολιτεία αρχικά και αν προλάβουμε για τα San Lorenzo, μαγαζιά θρυλικά στη Λάρισα.

«Για να σου εξηγήσω πως δημιουργήθηκε η ιδέα για την Πολιτεία πρέπει να πάμε πολύ πίσω, στην αρχή… για να κατανοήσεις το εγωιστικό μου λάθος που προέρχεται από την απέχθειά μου για την ανέμπνευστη αντιγραφή και το κλέψιμο» μου λέει και τη στιγμή που προσπαθώ να τον πείσω να επικεντρωθούμε στο 1993 που άνοιξε η Πολιτεία, περνά έξω από το μαγαζί και τη φωνάζει για να μου τη συστήσει η κα Ελένη Λαζοπούλου, πρώτη ξαδέρφη του Λάκη Λαζόπουλου… «Η Ελένη είναι η γυναίκα από την οποία μίσθωσα το ακίνητο στη Φαρσάλων για να ανοίξω το πρώτο San Lorenzo καλοκαιρινό club στη Λάρισα μετά τη Μυτιλήνη και τη Θάσο! Είδες που όλα συνδέονται όπως σου είπα;» Παραδίδομαι λοιπόν στη δύναμη της συγκυρίας και αφήνω τον Μάκη Ντούμα να μου εξηγήσει πως αποφάσισε να ασχοληθεί με τα νυχτερινά μαγαζιά και να τα συνδυάσει με την εκτροφή βοοειδών και την παραγωγή βιολογικών αλλαντικών της Φάρμας Ντούμα.

Άδωνις στον Τύρναβο, Ντίσκο Ρεστοράντ Αφροδίτη στον Προφήτη Ηλία Τυρνάβου, San Lorenzo στη Μυτιλήνη και τη Θάσο, πριβέ μπαρ San Lorenzo στην Κουμουδούρου, San Lorenzo club στη οδό Φαρσάλων, Πολιτεία club στην οδό Καλλιθέας στο ποτάμι. Μια διαδρομή που ξεκινά από το 1976 και ολοκληρώνεται το 1998, όταν και ο Μάκης Ντούμας αποσύρεται στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι του Δήμου Ελασσόνας και στη φάρμα του, όπου εκτρέφει αμερικάνικους βίσωνες.

Συνέντευξη στην Εύη Μποτσαροπούλου

Όλα ξεκινούν το 1973, όταν ο Μάκης Ντούμας κάνει τη στρατιωτική του θητεία στον Τύρναβο, όπου υπήρχε τότε ένα εργοστάσιο του Στρατού όπου έστελναν τους ανεπιθύμητους, και συνειδητοποιεί ότι η κοινωνική ζωή και η διασκέδαση περιοριζόταν σε καφενεία, ένα ζαχαροπλαστείο και στην περίφημη βόλτα σε έναν δρόμο 1.000 μέτρα, όπου περπατούσαν πάνω-κάτω οι νέοι, μπροστά τα κορίτσια και πίσω τους αγόρια που πετούσαν σπόρια στις κοπέλες που τους άρεσαν… σαν πασαρέλα.

«Παρατήρησα ότι δεν υπήρχε μαγαζί για όλους αυτούς όταν έβγαιναν στην πόλη. Εκείνη την εποχή χτιζόταν η πρώτη πολυκατοικία στον Τύρναβο και αποφάσισα να κάνω ένα μπαρ στο πρώτο όροφο, απόφαση βέβαια που παρερμηνεύτηκε αρχικά, καθώς πολλοί θεώρησαν ότι θα γινόταν καμπαρέ. Άρχισα να το φτιάχνω και έφτασε η ώρα να πάρω την άδεια λειτουργίας από την αστυνομία. Συναντώ ένα Θεσσαλονικιό Αστυνομικό, ο οποίος μου λέει ότι απαγορεύεται να ανοίξει μπαρ στην περιοχή, η οποία λειτουργούσε ως τόπος εξορίας για πολιτικούς κρατούμενους. Εγώ θα προχωρήσω του λέω, στράγγιξα το φουστάνι της μάνας μου για να βρω τα χρήματα… Κάποια στιγμή ήρθε πάνω στο μαγαζί που γινόταν εργασίες, κοίταξε γύρω του, και μου είπε ότι θα μου δώσει άδεια λειτουργίας όχι για μπαρ, αλλά για… πατισερί.  Έτσι έγινε το Άδωνις που το δούλεψα κάποια χρόνια με τον τότε συνέταιρό μου και μετά το πουλήσαμε. Εγώ δούλευα ως σερβιτόρος και εκείνος ως μπάρμαν και παντρέψαμε τον μισό Τύρναβο…»

Ακολουθεί στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 το ντίσκο ρεστοράντ Αφροδίτη στον Προφήτη Ηλία Τυρνάβου, που στηρίχτηκε ως ιδέα στο 9+9 του Ζουγανέλη στην Αθήνα, που ήταν τότε μια νέα πρόταση την οποία αγκάλιασαν πολιτικοί και οι επιφανείς Αθηναίοι. «Ήταν η μοναδική φορά που η ιδέα ήταν κλεμμένη… Είχαμε ένα ελληνό-άγγλο σεφ και προσφέραμε γαλλική κουζίνα. Ήταν πολύ ιδιαίτερο και σικάτο μαγαζί που προσέλκυσε όλη τη Λάρισα και ευρύτερα τη Θεσσαλία. Ο Τάκης Δημητρακόπουλος της Ελευθερίας ερχόταν καθημερινά. Ο κόσμος έτρωγε και χόρευε ντίσκο αλλά και ταγκό για τα ζευγάρια της εποχής. Κάναμε μισάωρα διαλλείματα στο πρόγραμμα για να υπάρξει ο χρόνος και να δημιουργηθούν οι συνθήκες να προσεγγίσει ένα αγόρι ένα κορίτσι.

Αυτό ήθελα πάντα να προσφέρω στα μαγαζιά μου· τη δυνατότητα επικοινωνίας, το οπτικό παιχνίδι… Ήθελα να δημιουργήσω χώρους που να αναδεικνύουν όλο αυτό για το οποίο αγαπήθηκε η Ελλάδα τουριστικά, τον ουρανό και τη θάλασσα και αποφάσισα να κάνω καλοκαιρινά μαγαζιά στα νησιά. Η αρχική μου ιδέα ήταν για την Κέρκυρα, αλλά κάποια στιγμή είδα μια φωτογραφία από τον Μόλυβο της Μυτιλήνης και γοητεύτηκα…

Έτσι ξεκίνησαν τα San Lorenzo, πρώτα στη Μυτιλήνη και μετά στο Πυθαγόρειο της Σάμου, τα οποία λειτούργησαν για δέκα χρόνια περίπου. Ήταν υπαίθριοι μεγάλοι χώροι διασκέδασης, πάντα αμφιθεατρικά διαμορφωμένοι και σε επίπεδα για να υπάρχει το οπτικό πεδίο επαφής και να συγκεντρώνεται η ενέργεια των ανθρώπων σε ένα συγκεκριμένο κεντρικό πεδίο. Πολλοί έλεγαν εκείνη την εποχή ότι το San Lorenzo άλλαξε τον τρόπο της καλοκαιρινής διασκέδασης στην Ελλάδα. Δεν υπήρχαν άλλωστε μέχρι τότε εντελώς υπαίθριες ντίσκο. Και αυτό θεωρώ ήταν η επιτυχία τους. Και οι μεγάλες θεματικές φιέστες για τις οποίες έχουν γράψει αρκετοί ξένοι δημοσιογράφοι… Υπήρχε πάντα μια φιλοσοφία πίσω από τις φιέστες, όπου άλλαζε ολόκληρο το ντεκόρ του μαγαζιού και χρησιμοποιούσαμε κουστούμια· για το Χορό της Σαλώμης και τη Ρωμαϊκή Βραδιά για παράδειγμα ράβαμε διακόσια κουστούμια».

Ενώ διανύουμε τη δεκαετία του ΄80, ο Μάκης Ντούμας πουλά τα μαγαζιά του Τυρνάβου, καθώς ξυπνά «ο βοσκός μέσα μου» όπως λέει χαρακτηριστικά. Ήταν η εποχή που οι κόρες του ήταν μικρές και αποφάσισε να τις μεγαλώσει στη Λάρισα και οργανώνει φάρμες με ζώα τα οποία εισήγαγε από το εξωτερικό. «Έδωσα όλη μου την ενέργεια στο βοσκό που πάντα είχα μέσα μου, αλλά όταν νύχτωνε κάτι με έτρωγε πάντα και έτσι αποφάσισα να ανοίξω το πριβέ μπαρ San Lorenzo στην Κουμουνδούρου που λειτούργησε μέχρι το 1986…»

Ήταν ένα μικρό μπαρ με κάμερες, όπου για να μπει κανείς χτυπούσε το κουδούνι και η υπεύθυνη για την πόρτα κοπέλα τους έβλεπε από την οθόνη και άνοιγε. Το μαγαζί ήταν λευκό με κόκκινες λεπτομέρειες, ένα χαλί με μεγάλες μαξιλάρες μπροστά στο τζάκι. Jazz, rythme blues και soft rock η μουσική του… Υπήρξε στέκι πολλών Λαρισαίων που είχαν επιστρέψει μετά από τις σπουδές τους στην Ιταλία και το concept του στηρίχτηκε στο ουίσκι και τις ψητές πατάτες στο τζάκι… «Επέστρεφα μια μέρα από ένα ταξίδι από το εξωτερικό και βλέπω μπροστά στο μαγαζί δύο μουλάρια φορτωμένα με σακιά με πατάτες. Ο ιδιοκτήτης, που ερχόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας, ήταν κατάκοπος και απογοητευμένος καθώς δεν είχε πουλήσει τίποτα από τα προϊόντα του. Του λέω ξεφόρτωσε τα σακιά να ξεκουραστούν τα ζώα, θα αγοράσω όλες τις πατάτες εγώ και έτσι καθιερώθηκε να σερβίρουμε κάθε βράδυ ψητές πατάτες».

Μετά από όλη αυτή τη διαδρομή, ήρθε η ώρα να μεταφέρει το concept των θερινών San Lorenzo των νησιών στη Λάρισα και στην οδό Φαρσάλων, στο ακίνητο της Ελένης Λαζοπούλου. Ήταν ένα ολόλευκο club που χωρούσε γύρω στα 600 άτομα, αμφιθεατρικά και σε επίπεδα διαμορφωμένο σε νησιώτικο στυλ με 4 τεράστιες κολώνες στην είσοδό του από τις οποίες άναβαν πυρσοί. «Ερχόταν κόσμος από όλη τη Θεσσαλία και κυρίως Βολιώτες· πάρα πολλά βράδια ο κόσμος δεν χωρούσε μέσα και χόρευε στο διαμορφωμένο χώρο έξω από την είσοδο του μαγαζιού.

Το καταλάβαινα ότι αυτό το κόνσεπτ θα το μιμηθούν και άλλοι επιχειρηματίες, όπως και έγινε. Αποφάσισα μετά από δύο σεζόν να το κλείσω και να κάνω ένα μαγαζί που δεν θα μπορούσε κανείς να το αντιγράψει. Και έτσι έκανα την Πολιτεία, το πρώτο μου επιχειρηματικό λάθος, από καθαρό εγωισμό…».

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες