ΛΑΡΙΣΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Μυστικιστικές ιστορίες από τη Λάρισα και τα χωριά της – Κάτι πέρα από τις ανθρώπινες αισθήσεις…

Ας κάνουμε ξανά τη ζωή μας πιο μαγική… Στο θρόισμα των φύλων, στα βουνά, στα περάσματα και στο απέραντο λαρισινό και θεσσαλικό κάμπο ας δούμε σε αυτά κάτι πέραν των ανθρώπινων αισθήσεων. Ας δούμε σε αυτά κάτι το διαφορετικό, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα βλέπαμε. Κάτι μαγικό…

Αυτό μας καλεί να κάνουμε ο συγγραφέας Χρυσόστομος Τσαπραϊλής στο βιβλίο του «Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας», το οποίο περιέχει ιστορίες μυθοπλασίας σε Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Βόλο αλλά και χωριά από όλους τους νομούς της Θεσσαλίας. Ο Χρυσόστομος Τσαπραϊλής γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στην Καρδίτσα.

Όλα ξεκίνησαν από την ομώνυμη σελίδα στο Facebook, όπου μοιράστηκε τις πρώτες του ιστορίες. Μέρη τα οποία έχουμε επισκεφθεί και ζήσει γίνονται πρωταγωνιστές μαγικών ιστοριών, που μας ταξιδεύουν σε μία παράλληλη πραγματικότητα. Οι επιρροές του συγγραφέα από τη λαογραφία του Νικόλαου Πολίτη και τη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου δημιούργησαν ένα ενδιαφέρον αμάλγαμα παράδοσης και μυθοπλασίας.

Στη φωτογραφία, ο συγγραφέας Χρυσόστομος Τσαπραϊλής

Το 2015 ο ίδιος δέχτηκε πρόταση από τις εκδόσεις «Αντίποδες» ώστε να συγγράψει σε βιβλίο τις ιστορίες του, ένα project που ολοκληρώθηκε το 2017. Έως σήμερα το βιβλίο – που αποτελούσε και την πρώτη του δουλειά – έχει σημειώσει περισσότερες από 5.000 πωλήσεις, ενώ η σελίδα στο Facebook μετρά περισσότερους από 10.000 ακόλουθους.

Σκοπός του πίσω από τη δημιουργία αυτών των ιστοριών, που περιλαμβάνουν κράματα από παραδόσεις από όλη την Ελλάδα, όπως ανέφερε μιλώντας στο onlarissa.gr, ήταν να βάλει ξανά τη μαγεία στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μερικά αποσπάσματα ιστοριών που βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου του.

Το Φαρσαλινό μπαούλο

«Στα Φάρσαλα έχουν το συνήθειο να βάζουν τα σεντόνια μέσα σε ένα κατάμαυρο μπαούλο που θυμίζει κάσα. Μαζί βάζουν και τις κάλτσες και τα γάντια που έχουν χάσει το ταίρι τους. Την κασέλα την αφήνουν στο καλό δωμάτιο, αυτό που ανοίγει μόνο για να υποδεχτεί τις Μοίρες όταν έρθει νεογέννητο στο σπίτι. Τα βράδια που λυσσομανά ο αέρας, δεν κλειδώνουν το δωμάτιο, και αφήνουν να καίει πάνω στο τραπέζι ένα χοντρό κερί από λίπος, σαν αυτά που κάλυπταν παλιότερα τις μακάβριες μυρωδιές όταν μοιρολογούσαν τους νεκρούς. Λένε πως αν το επόμενο πρωί η κασέλα έχει αδειάσει, τότε μικρό παιδί δεν θα πεθάνει σε αυτό το σπίτι για τουλάχιστον μια ολάκερη χρονιά.

Έτυχε παλιά και σε ένα σπιτικό των Φαρσάλων, μια παλιά μονοκατοικία απ’ αυτές που την τουλούμπα την έχουν ακόμη για πλύσιμο και όχι για διακόσμηση, σείονταν ένα βράδυ αγριεμένα οι απλωμένες βελέντζες, λες και τα στοιχειά που τις διεκδικούσαν δεν τα έβρισκαν στη μοιρασιά. Πρόσφατα είχε περάσει κι η Γουρούνα με τα γουρουνάκια της από τη γειτονιά, προγκώντας τα σκιερά της μικρά. Στο σπίτι αυτό μάζεψαν γρήγορα τα σεντόνια που ήταν πεταμένα και τα στούμπωσαν μέσα στο μικρό μπαούλο. Έπειτα άναψαν και το κερί μ’ ένα τσακμάκι που ήταν στην κατοχή τους για σχεδόν δυο αιώνες, κι έφυγε η οικογένεια από το καλό δωμάτιο. Σιωπή απλώθηκε στο σπίτι. Η μια κόρη όμως δεν είχε ύπνο, και αφού περίμενε να καλοκάτσει ο ύπνος πάνω στους άλλους, νυχοπάτησε μέχρι το σαλόνι, όπου και στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα να κρυφακούσει.»

Στον πυρήνα αυτού του αποσπάσματος υπάρχουν δυο παραδόσεις. Η μια έχει να κάνει με την δοξασία της επίσκεψης που δέχεται κάθε νεογέννητο από τις Μοίρες οι οποίες αποφασίζουν για την πορεία της ζωής του. Για αυτό και ο κόσμος άφηνε δώρα (φαγητό συνήθως) για τις γυναίκες αυτές, τις νύχτες μετά τη γέννα. Η δεύτερη δοξασία είναι αυτή για τη Γουρούνα με τα γουρουνάκια, ένα μοτίβο που βρίσκεται διάσπαρτο στην ελληνική παράδοση και σχετίζεται με την αναζήτηση κρυμμένων θησαυρών.

Η Μαύρη Στρούγκα

«Έξω από το Ναρθάκι της Λάρισας υπάρχει ένα βάραθρο, ένα άνοιγμα στο βράχο, με χείλος σαν στόμιο από πολυκαιρισμένο κανάτι. Υπάρχει και μια σκάλα που κατεβαίνει στα απύθμενα βάθη, μεταλλική, σκουριασμένη από τους αιώνες. Ποιος την έβαλε εκεί δεν το ξέρει κανείς, και κανείς δεν τολμάει να την κατέβει. Το άνοιγμα αυτό το λένε Καζαίο Βάραθρο.

Μια φορά το μήνα πάνε και στέκονται πλάι στο βάραθρο δύο θεόρατες κατσίκες, η μια άσπρη κι η άλλη μαύρη, και βόσκουν από τα τοιχώματα της τρύπας. Τότε πέφτει βαριά ομίχλη, τέτοια που δεν βλέπεις τίποτα, μόνο ακούς τις κατσίκες να μασουλάνε. Όποιος αψηφήσει το φόβο και πλησιάσει τις κατσίκες, μπορεί να καβαλήσει τη μία. Αν ανέβει στη λευκή, τότε μαζεύεται ο ίσκιος του, και μαζί του μαζεύονται και τα χρόνια που έχει περάσει στη γη, κάνοντάς τον νέο ξανά. Αν ανέβει στη μαύρη κατσίκα, αυτή τον πάει στον Κάτω Κόσμο και του δείχνει τους βοσκούς της από μακριά. Κρατάνε δάδες και φοράνε κουκούλες που δεν σταματάνε να θροΐζουν, παρόλο που εκεί δεν φυσάει ποτέ.»

Εδώ ο συγγραφέας βασίστηκε πάνω σε ένα παραμύθι που άκουσε από τον παππού του, το οποίο αργότερα ανακάλυψε πως είναι διαδεδομένο στην Ήπειρο και τη θεσσαλική Πίνδο, αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό και σλαβικό χώρο. Εχει να κάνει με έναν βασιλιά, τους τρεις γιους του, και ένα ερπετό που έτρωγε τους καρπούς ενός πολύτιμου δέντρου του παλατιού. Υπάρχει μια κατάβαση στα έγκατα της γης και η ανάγκη επιλογής στα τυφλά ανάμεσα σε μια μαύρη και μια άσπρη κατσίκα – αν επέλεγες τη λευκή ανέβαινες ξανά στην επιφάνεια, μα αν καβάλαγες τη μαύρη τότε πήγαινες στον Κάτω Κόσμο.

Εδώ μπορείτε να δείτε αναλυτικά την ιστορία.

Η Παναγιά η Κουκουβάγια

«Σε ένα σπίτι κοντά στο Αλκαζάρ της Λάρισας, η αποθήκη με τις νταμιτζάνες, τα κρασοβάρελα και τον αχρηστευμένο αργαλειό έχει στην πόρτα ένα μάνταλο σε σχήμα κουκουβάγιας. Άμα πας να το καθαρίσεις με πανί και νερό δεν θα βγάλει τίποτα, λες κι είναι πεντακάθαρο. Όταν όμως το αγγίξεις με γυμνό χέρι θα σταχτώσουν τα δάχτυλά σου, σαν να ’χεις κάνει άτιμη πράξη. Γι’ αυτό και κάθε οικογένεια έχει κρεμασμένο πλάι στην πόρτα ένα γάντι φτιαγμένο από γιδότριχα, κεντημένο από πάνω με φτερά κουκουβάγιας από το προαύλιο του Αγίου Αχιλλείου. Είναι κρεμασμένο ψηλά, να μην το φτάνουν τα μικρά παιδιά. Αν μπουν στην αποθήκη, τότε τα προδίδουν τα μαυρισμένα χέρια. Το γάντι αυτό το λένε «της Παναγιάς το πόδι».

Οι γκαστρωμένες αποφεύγουν την αποθήκη όπως οι καλικάντζαροι την αγιαστούρα του παπά, γιατί μια φορά παλιά φανερώθηκε στον ύπνο μιας ετοιμόγεννης η αδερφή της και της ζήτησε να φέρει κρασί απ’ το βαρέλι. Ξύπνησε και πήγε από την καλή της την καρδιά που δεν μπορούσε να αρνηθεί χάρη. Μόνο που ξέχασε να βάλει το γάντι για να ξεμανταλώσει την πόρτα γιατί βιαζόταν να ξαναπέσει για ύπνο. Πήγε και στάθηκε πλάι στο βαρέλι, κοιτώντας τις νταμιτζάνες για να αποφασίσει ποια θα πάρει. Τότε ήταν που άκουσε μια φωνή απ’ το παραθύρι. Πήγε να δει ποιος τη φώναζε και κοίταξε έξω, αλλά ο δρόμος μέχρι τη διασταύρωση ήταν άδειος. Άρχισε τότε το κυπρί να χτυπάει κι η καημένη αλαφιάστηκε.

Έκανε το σταυρό της με τα μάτια της κλειστά απ’ την τρομάρα, και είπε άθελά της μια προσευχή στην Παναγιά την Κουκουβάγια που με ορθάνοιχτα, ολοστρόγγυλα μάτια προσέχει το βράδυ τα κορίτσια, με αντίτιμο τον ομφάλιο λώρο της πρώτης γέννας τους. Στην πρώτη όμως γέννα της η κοπέλα δεν είχε προσφέρει το αντίτιμο, παρόλο που η Κουκουβάγια Παναγιά την είχε σώσει από κακοτοπιές και βάσανα όσο ήταν γκαστρωμένη. Σαν άνοιξε τα μάτια και κοίταξε έξω, είδε τη διασταύρωση να διπλώνει σαν ανοιγμένο φύλλο πίτας, κι έμεινε μονάχα ένας δρόμος ίσιος σαν το σκοινί που οδηγεί στη θηλιά, πλαισιωμένος από νυχτερινά πτηνά μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι.»

Εδώ υπάρχει αναφορά σε λαϊκές δοξασίες περί της δυσοίωνης φύση της κουκουβάγιας, αναμεμειγμένη με την τιμωρητική όψη της Παναγίας (την οποία μοιράζεται ενίοτε με την Αγία Παρασκευή), αλλά και στη γνωστή δοξασία περί των καλικάντζαρων και της επίδρασης σε αυτούς της αγιαστούρας του παπά.

Μαρίνος Τζώτζης

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις
Ετικέτες