ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Τέσσερις Λαρισαίοι μιλούν για τον σκοτεινό (;) κόσμο του bullying…

Του Λευτέρη Παπαστεργίου

Ήταν πριν λίγες μέρες όταν η είδηση πως ένας 15χρονος έβαλε τέλος στη ζωή του εξαιτίας του bullying που δεχόταν από τους συμμαθητές του, που κεραυνοβόλησε την ελληνική κοινωνία. Στο μυαλό πολλών ήρθε η περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη, του σπουδαστή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, μια ιστορία που είχε συγκλονίσει εξίσου και αυτή. Τι ακριβώς συμβαίνει με το bullying, ένα φαινόμενο που δεν είναι, σε καμία περίπτωση, σημείο των καιρών μας;

Ζητήσαμε την γνώμη τεσσάρων ανθρώπων, η επαγγελματική ιδιότητα των οποίων, βοηθάει στην κατανόηση του φαινομένου. Ο πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών «Κων/νος Κούμας» κ. Δημήτρης Παπαποστόλου, ο δικηγόρος κ. Κίμωνας Κυριακού, ο ψυχοθεραπευτής κ. Γιώργος Γιαννούσης και η συγγραφέας-συνταξιούχος Σχολική Σύμβουλος ΠΕ κ. Γιώτα Φώτου καταθέτουν την γνώμη τους.

Δημήτρης Παπαποστόλου: Οι εκπαιδευτικοί είναι καλά ενημερωμένοι

Τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού στα δημοτικά σχολεία είναι ελάχιστα, μπορώ να πω «μετρημένα στα δάχτυλα». Πολλές φορές οποιαδήποτε συμπεριφορά των παιδιών-ένα λεκτικό πείραγμα ή ένα σπρώξιμο- στο σχολικό περιβάλλον με μεγάλη ευκολία κυρίως από τους γονείς -λόγω και της υπερπροστασίας – κατονομάζεται Bullying.

Οι εκπαιδευτικοί είναι καλά ενημερωμένοι και καλά προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίζουν σήμερα σοβαρά περιστατικά bullying. Επίσης είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να επικοινωνούν ανοιχτά με τα παιδιά τους, ώστε να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στην καθημερινή τους δραστηριότητα. Φυσικά σημαντικός παράγοντας για πρόληψη των περιστατικών bullying, είναι η επικοινωνία γονέων και εκπαιδευτικών και ειδικά αν παρατηρηθούν σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά των παιδιών.

Κίμωνας Κυριακού: Τι προβλέπει ο νόμος

Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των γονέων, και ιδίως των νέων, είναι η  αντιμετώπιση που θα έχει το παιδί από τους συμμαθητές του εντός και εκτός σχολείου. Το φαινόμενο του Bullying, όπως έχει καθιερωθεί ο όρος παγκοσμίως, ή αλλιώς του εκφοβισμού που εκφράζεται με μία επιθετική συμπεριφορά σωματική, λεκτική, ψυχολογική, κοινωνική ή και ηλεκτρονική, σίγουρα δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Αντιθέτως στην εποχή μας, λόγω των κοινωνικών αναταράξεων, της οικονομικής κρίσης που ωθεί τους γονείς  να εγκαταλείπουν συναισθηματικά τα παιδιά τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογένειάς τους, αλλά και λόγω της εύκολης πρόσβασης των νέων στο διαδίκτυο και των επιρροών που δέχονται από τις πληροφορίες που συλλέγουν, το συγκεκριμένο φαινόμενο παρουσιάζει δυστυχώς αξιοσημείωτη έξαρση. Βέβαια, το διαδίκτυο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ενημέρωση των νέων σχετικά με το bullying και τους τρόπους αντιμετώπισης του, αλλά αποτελεί και μια διέξοδο των ανηλίκων θυμάτων να εκφράσουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, με την ασφάλεια της ανωνυμίας που τους παρέχει αυτό.

Το bullying συνίσταται σε πράξεις παραβατικού χαρακτήρα στις οποίες κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η υπερέχουσα δύναμη του θύτη έναντι στο θύμα. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί πλέον καθημερινό φαινόμενο της κοινωνίας μας, δυστυχώς, έρχεται στην επιφάνεια κάθε φορά που ανακύπτει κάποιο σχετικό περιστατικό με θλιβερή κατάληξη. Ένα τέτοιο περιστατικό που διαδραματίστηκε κατά το έτος 2015 αποτέλεσε την αφορμή για την ποινικοποίηση του bullying.

Ειδικότερα, με το άρθρο 8 του Ν. 4322/2015, επήλθε τροποποίηση του άρθρου 312 του Ποινικού Κώδικα, με την οποία ο νομοθέτης θέλησε να αντιμετωπίσει ουσιαστικά όλες τις εκφάνσεις του bullying, ποινικοποιώντας τη «συνεχή σκληρή συμπεριφορά κάποιου η οποία προξενεί σε τρίτο (οποιασδήποτε ηλικίας) σωματική κάκωση ή άλλη βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας» και τιμωρώντας την με ποινή φυλάκισης η οποία ανέρχεται έως τα πέντε έτη, σε περίπτωση που για κάποια κολάσιμη πράξη δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Βέβαια, ο νομοθέτης αφήνει ατιμώρητη τέτοια πράξη μεταξύ ανηλίκων της ίδιας ηλικίας, εκτός εάν υπάρχει διαφορά ηλικίας άνω των τριών ετών, καθώς, σύμφωνα και με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, οι συμπεριφορές αυτές μεταξύ συνομήλικων ανηλίκων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με μέτρα διαπαιδαγώγησης και όχι εμπλοκής με τον ποινικό νόμο.

Περαιτέρω, το εν λόγω άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα στην παράγραφο 2 ρυθμίζει ειδικώς τις περιπτώσεις όπου «το θύμα δεν συμπλήρωσε ακόμη το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του ή δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του» και ο δράστης το έχει στην επιμέλειά του ή στην προστασία του ή του το έχουν εμπιστευθεί για ανατροφή, διδασκαλία, επίβλεψη ή φύλαξη. Εν προκειμένω ο νομοθέτης τεκμαρτώς θεωρεί, απολύτως ορθά, ότι ο μη έχων συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του αδυνατεί να υπερασπισθεί εαυτόν, επιπροσθέτως δε συμπεριλαμβάνει στην κατηγορία του θύματος και τον ενήλικα ο οποίος δε δύναται να υπερασπισθεί εαυτόν, λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, όπως για παράδειγμα τον ενήλικα που έχει τεθεί σε πλήρη ή μερική δικαστική συμπαράσταση. Ο θύτης, εκ της ιδιότητας του θύματος, έχει «αυξημένη ευθύνη» προστασίας του τελευταίου. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, λοιπόν, γίνεται αναφορά στην υπερέχουσα δύναμη του θύτη έναντι στο θύμα, που αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του bullying. Επιπροσθέτως, στην περίπτωση που κάποιος με την συστηματική παραμέληση των υποχρεώσεών του προς τα ανωτέρω πρόσωπα γίνεται υπαίτιος ώστε να υποστούν σωματική κάκωση ή βλάβη της σωματικής ή ψυχικής τους υγείας τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών, εάν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, όπως π.χ. μπορεί να συμβαίνει σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας.

Δυνάμει των ανωτέρω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι παρόλο που η εισαγωγή της συγκεκριμένης διάταξης βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους ενεργειών, δηλαδή της συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς που μπορεί να προκαλέσει εκτός από την σωματική κάκωση, βλάβη και της ψυχικής υγείας, παρά ταύτα το ποινικό δίκαιο δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει πλήρως το φαινόμενο του bullying, εάν ο ανήλικος δεν τύχει σωστής ενημέρωσης και διαπαιδαγώγησης από την οικογένειά του και από το σχολείο, προκειμένου να διαπλαθεί η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αισθάνεται την ανάγκη να εξωτερικεύσει τέτοιου είδους συμπεριφορές προς άλλους, αλλά να δύναται συγχρόνως να τις αντιμετωπίσει σε περίπτωση που εκδηλωθούν εναντίον του.

Γιώργος Γιαννούσης: Bullying: το νέο πρόσωπο ενός παλιού φαινομένου

Η βία μέσα και έξω από το σχολείο, το Bullying, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που λαμβάνει και στην Ελλάδα ανησυχητικές διαστάσεις.

Είναι βέβαια ένα παλιό φαινόμενο με καινούργιο πρόσωπο, μια και το νταηλίκι, ως μέσο επιβολής και κυριαρχίας, ανθούσε πάντα και κυριαρχούσε στη σχολική κοινότητα, αλλά και την ελληνική κοινωνία γενικότερα.

Ειδικότερα όμως σήμερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης με τα προβλήματα να ορίζουν την καθημερινότητα των νέων στο σχολείο και την οικογένεια, τα ξεσπάσματα λεκτικής ή/και σωματικής βίας μπορούν να γίνουν συχνότερα και εντονότερα. Υπό αυτή την έννοια τα φαινόμενα βίας και εκφοβισμού, ενώ έχουν συγκεκριμένα κάθε φορά θύματα και θύτες, αποτελούν το σύμπτωμα μιας βίαιης και ανερμάτιστης κοινωνίας που προσπαθεί να υποκρύπτει τις πραγματικές αιτίες και μονίμως ψάχνει να βρει εξιλαστήρια θύματα.

Το Bullying με άλλα λόγια δεν είναι ένα ενδημικό φαινόμενο που αναπτύσσεται ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες. Είναι προϊόν αυτών των συνθηκών και της αναπαραγωγής τους από τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως το σχολείο και τα Μ.Μ.Ε. Αυτό σημαίνει πως το σχολείο (τουλάχιστον αυτό- διότι τα ΜΜΕ είναι φορείς προπαγάνδας), προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βία, οφείλει να κατανοήσει το φαινόμενο καταρχήν και όχι να το κριτικάρει και αφετέρου να μάθει να διαχειρίζεται τις κρίσεις που προκαλούν η ανισότητα, η αδικία και η αμορφωσιά, μέσα και έξω από το σχολείο. Το σχολείο δηλαδή χρειάζεται να κάνει ένα βήμα πίσω, να αναζητήσει τα αίτια και να δει πως μπορεί να λειτουργήσει ως ένας διαφορετικός χώρος, ως εργαστήρι όχι απλά μεταφοράς γνώσεων, αλλά και παραγωγής στάσεων ζωής.

Κοιτώντας επομένως το φαινόμενο του Bullying δεν μπορούμε να εστιάζουμε μόνο στις επιμέρους συμπεριφορές, διότι έτσι στοχοποιούμε τον καθένα ξεχωριστά, το θύτη και το θύμα, και ταυτόχρονα απενοχοποιούμε τους πραγματικούς αιτιολογικούς παράγοντες, τα φαινόμενα που τους οδηγήσανε εκεί. Δεν μπορούμε όμως να αγνοούμε και τις ατομικές, οικογενειακές ή άλλες ευθύνες που βαραίνουν αυτές τις πράξεις.

Υπό αυτή την έννοια το Bullying είναι ένα φαινόμενο που λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός που υποδεικνύει τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Τα προβλήματα αυτά διαμοιράζονται σε όλο το φάσμα και σε όλους τους συμμετέχοντες, στο θύμα, στον θύτη, στις οικογένειες, στο σχολείο, στην κοινωνία. Και θέλω να γίνω σαφής πως οι προβληματικές καταστάσεις διαμοιράζονται κι όχι οι ευθύνες, διότι είναι διαφορετικές οι ευθύνες του θύματος από αυτές του θύτη και όλων των υπολοίπων μερών.

Ξεκινώντας από το τελευταίο τραγικό γεγονός θα έλεγα πως ο εκφοβισμός δεν οδηγεί αυτόματα στην αυτοκτονία, μπορεί όμως να αυξήσει τις πιθανότητες να αποκτήσει ένας έφηβος αυτοκτονικό ιδεασμό. Το  Bullying μεγεθύνει συνήθως τα  όποια προβλήματα προϋπάρχουν, όπως ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, διαταραχές συμπεριφοράς,  προβλήματα που απορρέουν από διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, κ.α. Από την άλλη υπάρχουν και παιδιά που αντιμετωπίζουν καταθλιπτικόμορφες συμπεριφορές επειδή υφίστανται Bullying, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν διάφορες διαταραχές, όπως διαταραχές διατροφής, σεξουαλικά προβλήματα ως και σωματικές βλάβες.

Πως αντιμετωπίζεται;

Ένα σημαντικό διακύβευμα των σημερινών κοινωνιών είναι η ανοχή και η αξιοποίηση της διαφορετικότητας, ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία. Πρέπει οι κοινωνίες να μάθουν πως δεν απειλούνται από το διαφορετικό, όταν αυτό κινείται στα πλαίσια του νόμου και των κοινωνικών κανόνων, γιατί ούτως ή άλλως όλοι είμαστε διαφορετικοί. Βέβαια ανέκαθεν ήμασταν διαφορετικοί έναντι του διαφορετικού: ένα παιδί με γυαλιά, ένα κοντό ή ένα ψηλό, ένα περισσότερο φτωχό ή πιο πλούσιο, ένα με παιδί με κάποια υστέρηση, κλπ., πάντα αντιμετωπιζόταν από κάποιους με ειρωνεία, χλεύη ή και επιθετικότητα. Ίσως γιατί έτσι οι «δυνατοί» επιβεβαιώνουν την ανωτερότητά τους.

Οι κοινωνίες μας χρειάζεται να εκδημοκρατιστούν στη βάση τους, διότι η δημοκρατία δεν ορίζεται μόνο πολιτειακά. Αφορά κυρίως την κουλτούρα των ανθρώπων και πως αυτοί ορίζουν κάθε φορά την έννοια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε μια λογική ισότητας και ισονομίας. Αφορά επί παραδείγματι την κουλτούρα του φύλου και τη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, τι μαθαίνουμε δηλαδή στα αγόρια για την ισχύ του δυνατού και πως τους προετοιμάζουμε να γίνουν ο αυριανοί άντρες. Το νταηλίκι ήταν και δυστυχώς παραμένει μια σημαντική παράμετρος αγωγής που μεταφέρει ο πατέρας στο γιο του. Είναι σαφώς λιγότερο αυτοί οι πατεράδες, αλλά δυστυχώς ακόμη υπάρχουν.

Επίσης, η ελληνική κοινωνία κινείται στο φάσμα της ατιμωρησίας, ενώ υπάρχουν νόμοι και κανόνες σε ισχύ, οι ελιγμοί στην απόδοση της δικαιοσύνης είναι ένα θλιβερό πλεονέκτημα των Ελλήνων. Ατιμωρησία και έλλειψη πολιτικής ευθύνης, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, διαφθορά, καταχρήσεις, όλα κάτω από τη μύτη του νόμου και πάντα με μια επίφαση νομιμότητας. Σε αυτό το πλαίσιο σχεδόν αναμενόμενο είναι να κινούνται με την ίδια αντίληψη και όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές μας συναλλαγές. Κανείς σε αυτό τον τόπο δεν στέκεται με υπευθυνότητα έναντι των συνεπειών των πράξεων του. Η ανευθυνότητα αποτελεί σχεδόν μάστιγα αυτής της κοινωνίας. Αν κάποιος διεκδικεί το «δικαίωμα» να συμπεριφέρεται βίαια, θα πρέπει να αναλαμβάνει και την ευθύνη και να δέχεται τις συνέπειες.

Τι κάνει η οικογένεια;

Οποιαδήποτε ξαφνική και χωρίς εμφανή αιτία απότομη αλλαγή συμπεριφοράς του παιδιού χρειάζεται να κινητοποιεί άμεσα τους γονείς, να τους προβληματίσει και να αρχίσουν να αναζητούν τις αιτίες αυτής της αλλαγής. Μπορούν να το κάνουν με ανοιχτό διάλογο με το παιδί τους και σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς στο σχολείο. Η οικογένεια χρειάζεται να έχει πάντα ανοικτές τις κεραίες της για να μπορεί να είναι δίπλα στο παιδί που θα χρειαστεί βοήθεια, ακόμη και όταν διστάσει να τη ζητήσει. Το καλύτερο φάρμακο για να προστατέψουμε τα παιδιά μας είναι η επικοινωνία. Τα παιδιά που αισθάνονται ασφαλή στο σπίτι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν υγιείς άμυνες έναντι του εκφοβισμού.

Από την άλλη οι οικογένειες που γεννούν νταήδες, τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ζημιάς που έχουν κάνει στα παιδιά τους – παιδιά θύματα τα ίδια μιας ανασφαλούς οικογενειακής ζωής. Σε αυτές τις περιπτώσεις ίσως η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η αντίδραση της ευρύτερης κοινότητας, του νόμου ή και των υπηρεσιών. Τα παιδιά θύτες πρέπει να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία να σκεφτούν τις πράξεις τους και να μάθουν να συμπεριφέρονται διαφορετικά, κυρίως να αποκτήσουν την κατάλληλη ενσυναίσθηση, να αρχίσουν δηλαδή να αντιλαμβάνονται πως οι πράξεις τους έχουν σοβαρές συνέπειες, τόσο στους αποδέκτες, όσο και σε αυτούς.

Παραδόξως πρόσφατα ένας θεραπευμένος μου (φοιτητής πλέον) που είχε υποστεί Bullying στο σχολείο μου ανέφερε πως για ότι του συνέβη φταίει η οικογένειά του, η οποία δεν φρόντισε να τον θωρακίσει με τις κατάλληλες δεξιότητες και να του ενδυναμώσει την αυτοπεποίθησή του. Η οικογένεια είναι ένας σημαντικός παράγοντας καλλιέργειας ή αποφυγής των φαινομένων της βίας. Η προσωπικότητα των παιδιών διαμορφώνεται στο εργαστήρι της οικογένειας και αναπαράγεται κοινωνικά. Ένα παιδί στους κόλπους της οικογένειας θα «μάθει» να είναι επιθετικό ή θα «μάθει» να υπομένει διαμορφώνοντας το υπόστρωμα για το παιδί «θύτη» και το παιδί «θύμα» αντίστοιχα. Εκεί θα διδαχθεί τις αξίες και τις αρχές με τις οποίες θα πορευτεί στη ζωή του και θα σχετιστεί με τους άλλους ανθρώπους.

Τέλος, επειδή υπάρχει και η πιθανότητα να ενοχοποιήσουμε όλες τις συμπεριφορές θα ήθελα να επισημάνω πως Bullying υπάρχει όπου ο εκφοβισμός έχει διάρκεια και δεν αφορά στιγμιαίους διαπληκτισμούς μεταξύ παιδιών ή ομάδων. Οι έφηβοι είναι ορμητικοί και δημιουργούν εντάσεις οι οποίες όμως δεν είναι συνήθως ανησυχητικές, αλλά εντάσσονται στη διαδικασία ένταξης και αποδοχής.  Αφορά επίσης καταστάσεις όπου υπάρχει εμφανή ανισορροπία δύναμης, τόσο βιολογικής, όσο και άλλων μορφών, όπως κοινωνικής, συναισθηματικής, κ.α.

Μεταξύ ανεκτικότητας (θύμα) και επιβολής (θύτης) το φαινόμενο του εκφοβισμού διατρέχει την ελληνική κοινωνία για να μας υπενθυμίζει με τραγικό τρόπο τις ελλείψεις μας στην παιδεία, στο διάλογο, στην υπευθυνότητα και την συνέπεια λόγων και πράξεων.

Γιώτα Φώτου: Κρίσιμος ο ρόλος της οικογένειας

«Κι εμείς «πλακωνόμασταν» αλλά δεν το λέγαμε bullying», είπε κάποιος γνωστός μου πρόσφατα θέλοντας να τονίσει την, κατά τη γνώμη του, υπερεκτιμημένη σημασία που δίνεται τα τελευταία χρόνια στο φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού.

Τα παιδιά σε όλες τις εποχές σίγουρα «πλακώνονταν», μάλωναν, έρχονταν σε αντιπαράθεση καταφεύγοντας σε μορφές βίας  στις καθημερινές τους επαφές σε όλες τις εποχές. Εάν όμως η διένεξη είχε να κάνει με συγκεκριμένο γεγονός που προέκυπτε μέσα στις συναναστροφές,  εάν τα εμπλεκόμενα μέρη ήταν εξίσου θυμωμένα, διέθεταν ίση δύναμη από την πλευρά τόσο της σωματικής διάπλασης όσο και της κοινωνική θέσης, πραγματικά αυτό δεν ήταν bullying. Ούτε μπορούμε να μιλήσουμε για λεκτική βία όταν αναφερόμαστε σε «πειράγματα» ανάμεσα στην παρέα όπου όλοι διασκέδαζαν.

Θα μιλήσουμε για σχολικό εκφοβισμό στις περιπτώσεις όπου η επιθετική συμπεριφορά είναι εσκεμμένη, επαναλαμβανόμενη, χωρίς συγκεκριμένη αιτία και στοχεύει σε άτομα αδύναμα  σωματικά  και ψυχολογικά.

Δυστυχώς υπάρχει σχολικός εκφοβισμός στις μέρες μας και αφορά τον μεγαλύτερο αριθμό των μαθητών, αφού  δεν έχει επιπτώσεις μόνο σε όσους δέχονται βία. Χρήζει προσοχής και εξαιτίας όσων ασκούν βία κι ακόμα εξαιτίας των παρατηρητών αυτών που υποστηρίζουν τους «θύτες» ή αυτών που δεν βοηθούν «τα θύματα».

Έτσι έχουμε παιδιά -θύματα που παρουσιάζουν σωματικά και ψυχωτικά συμπτώματα, χάνουν κάθε ενδιαφέρον για δραστηριότητες  κι ακόμα υποφέρουν από κατάθλιψη και μπορεί να φτάσουν ως την αυτοκτονία. Από την άλλη μεριά έχουμε παιδιά- θύτες ή παρατηρητές που – σύμφωνα με στατιστικές- έχουν περισσότερες πιθανότητες σαν έφηβοι να εκδηλώσουν παραβατική συμπεριφορά και να εγκαταλείψουν το σχολείο και στη συνέχεια σαν ενήλικες να απασχολήσουν το νόμο.

Από όλους του παράγοντες που αλληλεπιδρούν για την έξαρση του φαινομένου (κοινωνία, περιβάλλον, σχολείο, οικογένεια), θα προτιμήσω να σταθώ  στην οικογένεια. Μια οικογένεια με σοβαρά προβλήματα σίγουρα θα έχει επιπτώσεις στην εξέλιξη της συμπεριφοράς και τη ψυχολογίας του παιδιού, ωστόσο δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη  να είναι «προβληματική»   για να τη θεωρήσουμε υπεύθυνη. Φαινομενικά μπορεί να δείχνει «φυσιολογική» αλλά να μην είναι λειτουργική. Η σημερινή  κοινωνία είχε σαν αποτέλεσμα κατ’ αρχάς την έλλειψη ενδοοικογενειακής επικοινωνίας. Οι γονείς παρά την καλή τους πρόθεση, χαμένοι στα προβλήματά τους, δεν καταφέρνουν να συζητήσουν με τα παιδιά τους, να αφουγκραστούν τι έννοιες, να μοιραστούν τις ανησυχίες τους. Το παιδί- όποιο παιδί και πολύ περισσότερο κάποιο που ανήκει σε ευαίσθητη ομάδα- αισθάνεται τότε συναισθηματικά παραμελημένο.  Συχνά υιοθετείται το αυταρχικό μοντέλο ανατροφής όπου η τιμωρία – ακόμα και η χρήση βίας- είναι ανασταλτικός παράγοντας για την απόκτηση αυτοπεποίθησης. Από την άλλη μεριά η υπερπροστασία ομοίως δεν βοηθά   και δημιουργεί άβουλα άτομα. Το παιδί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του χρειάζεται ένα ήρεμο υποστηρικτικό περιβάλλον όπου να μπορεί να αντιλαμβάνεται την αγάπη και επιπλέον κανόνες και όρια αλλά και επιβράβευση που θα το προετοιμάσουν για το μέλλον, ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα μπορέσει να ανακαλύψει τι ικανότητές του και τα ταλέντα του- όλα τα παιδιά έχουν ικανότητες και ταλέντα . Μόνο έτσι θα αυτοπροσδιοριστεί, θα μπορέσει να δημιουργήσει ταυτότητα, θα οχυρωθεί συναισθηματικά.  Ένα παιδί που  από νωρίς έχει κατακτήσει την αυτοεκτίμηση δεν πρόκειται  να εξασκήσει βία σε άλλους, δεν έχει λόγο να το κάνει, ούτε επίσης θα επιτρέψει στους άλλους να εξασκήσουν βία επάνω του.

Από εκεί και ύστερα, όταν το παιδί θα πάει στο σχολείο, οι γονείς θα πρέπει να εκπαιδευτούν για την απόκτηση κατάλληλων δεξιοτήτων προς αντιμετώπιση του φαινομένου. Πρέπει από τη μία πλευρά να θυμούνται ότι αποτελούν παράδειγμα για το παιδί-θύτη και να αποφεύγουν να ενθαρρύνουν τη βία με φράσεις όπως «αν σε χτύπησε εκείνος να τον χτυπήσεις κι εσύ». Από την άλλη πρέπει να μάθουν να δίνουν από νωρίς σημασία σε σημάδια που χαρακτηρίζουν το παιδί – θύμα (άγχος, μελανιές, χτυπήματα, απομόνωση, αδυναμία απόκτησης φίλων, σκισμένα ρούχα, χαμένα χρήματα ή προσωπικά αντικείμενα, άρνηση να πάει στο σχολείο, πρόφαση υποτιθέμενης αρρώστιας) και να παίρνουν στα σοβαρά κάθε αναφορά του παιδιού τους που έχει σχέση με βία χωρίς ωστόσο να παίρνουν οι ίδιοι στα χέρια τους το νόμο ερχόμενοι σε επαφή με τους γονείς των θυτών ή τον ίδιο το θύτη. Είναι προτιμότερο και σωστότερο να έχουν στενή επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς και να εμπιστεύονται την πολιτική του σχολείου πάνω στο θέμα. Εάν δουν ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε δύσκολο σημείο δεν πρέπει να διστάσουν να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικού.

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις