ΛΑΡΙΣΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Ρένα Τσούμα: Η γυναίκα που έμαθε τους Λαρισαίους να τρώνε σουβλάκι, θυμάται και αφηγείται…

Παπακυριαζή και Μεγάλου Αλεξάνδρου γωνία. Δεκαετία του 1950. Το κρεοπωλείο του Θεόδωρου Τσούμα ανοίγει τις πόρτες του και από τότε, μαζί με τον αέρα της αστικής μεταμόρφωσης μια πόλης που έψαχνε να βρει την δική της περπατησιά, μπαίνουν στο μαγαζί χιλιάδες Λαρισαίοι, σε ένα σημείο που έμελλε να γράψει την δική του, ξεχωριστή, ιστορία, στη ζωή της πόλης. 

Το 1969, το κρεοπωλείο μετατρέπεται σε σουβλατζίδικο και «το παιδί του μπαμπά», η Ρένα Τσούμα, αναδεικνύεται σε μορφή μιας πόλης που συνεχώς αλλάζει. Ήταν Ιούνιος, όπως Ιούνιος, του 2009, ήταν και όταν το σουβλατζίδικο της Ρένας κατέβασε τα ρολά του. Σαράντα χρόνια όρθια, σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο, η Ρένα, πάντα χαμογελαστή και σπιρτόζα, μετατρέπεται, σε εκείνη τη γωνία, σε άλλο «ληξιαρχείο» της πόλης. Γνωρίζει σχεδόν τα πάντα για όλους. Η οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, το μορφωτικό επίπεδο και το κοινωνικό υπόβαθρο, κάθε Λαρισαίου που κάθεται να πάρει ένα σουβλάκι ή ένα λουκάνικο και λίγες πατάτες, δεν παίζουν κανέναν ρόλο για τη Ρένα. «Είναι όλοι πελάτες…»

Μετά από δέκα, σχεδόν, χρόνια που η ίδια έχει βγει στην σύνταξη, κάθεται απέναντί μου, για να μου διηγηθεί την ιστορία της. Μια ιστορία, που είναι συνυφασμένη με την Λάρισα…

Συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαστεργίου

«Το μαγαζί ήταν οικογενειακή υπόθεση. Ο μπαμπάς, η μαμά, εγώ, η Λίτσα αργότερα. Ναι, ήμουν το παιδί του μπαμπά…», μου λέει και τα μάτια της λάμπουν. Η ίδια, δεν έχει χάσει στο παραμικρό, ούτε την σπιρτάδα της, ούτε το χαμόγελό της. Μα περισσότερο απ’ όλα, δεν έχει χάσει το μνημονικό της. Με βλέπει μπροστά της και χαμογελάει: «κάτσε να θυμηθώ ποιο τραγούδι τραγουδούσες, όταν ερχόσουν ξημερώματα στο μαγαζί…», μου λέει και γελάω. Σκέφτομαι. «Αν θυμηθεί ένα τραγούδι, τι, αλήθεια, μπορεί να θυμηθεί για τις χιλιάδες των Λαρισαίων, που πέρασαν, στις ωραίες εποχές από τους πάγκους και τα τραπεζάκια του μαγαζιού;»

Την ρωτάω. Χαμογελάει συνεχώς. «Θυμάμαι τα πάντα. Ονόματα, διευθύνσεις, καταστάσεις. Θυμάμαι ιστορίες της νύχτας και της μέρας. Άλλωστε εμείς ήμαστε ανοιχτοί όλη την ημέρα. Δεν κλείναμε ποτέ. Ήμαστε ένα σουβλατζίδικο εμείς, όταν ανοίξαμε, και ένα ακόμα δίπλα στον Ορφέα, στη Βας. Σοφίας…», μου λέει και συνεχίζει: «περνούσαν από το μαγαζί οι πάντες. Γινόμασταν φίλοι. Λέγαμε τις ιστορίες μας. Άκουγα τις δικές τους. Γι’ αυτό και όταν κάποιοι έφευγαν από την πόλη, συνέχιζαν να μου στέλνουν γράμματα!» Σκύβει, ανοίγει μια μπλε νάιλον σακούλα και βγάζει από μέσα ένα πακέτο, τέτοια, γράμματα. «Εδώ μέσα υπάρχουν και γράμματα που μου έστελνε ένας Τούρκος ιπτάμενος. Είχε έρθει με το ΝΑΤΟ, όταν είχαν πρωτοέρθει στη Λάρισα. Όμορφος. Ήθελε να με παντρευτεί!»

«Στο μαγαζί αυτό περάσαμε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Εγώ, η Λίτσα, η μάνα μου και ο πατέρας μου. Ζούσαμε στον παράδεισο από την αγάπη του κόσμου. Άλλα χρόνια τότε…» Δεν θέλω να το αφήσω αυτό ασχολίαστο. Την ρωτάω ποια η διαφορά με το σήμερα. Γιατί, ενώ υπάρχουν τόσα πολλά μαγαζιά πλέον, και πολύ περισσότερος κόσμος, όλα είναι διαφορετικά; Είναι μόνο ο χρόνος;

«Σήμερα είναι όλα διαφορετικά, γιατί είναι οι άνθρωποι διαφορετικοί. Σήμερα έχει λείψει το χαμόγελο από τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ο κόσμος τότε ήταν ευτυχισμένος. Σήμερα είναι μαραμένος. Υπήρχε σχολείο, οικογένεια. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα. Υπήρχε εκτίμηση και σεβασμός. Σήμερα έχουν χαθεί. Και πάνω απ’ όλα, τότε δεν είχαμε τόσες και τέτοιες στεναχώριες που έχουμε σήμερα…»

Επιμένω. Θέλω να μάθω πως βλέπει τα μαγαζιά που έχουν ανοίξει σήμερα. Η Λάρισα, άλλωστε, φημίζεται για το επίπεδο της διασκέδασής της. Τα στάνταρντς είναι πολύ υψηλά…

«Τότε τα χοιρινά μας ήταν όλα ντόπια. Σφαγμένα με τον τρόπο που έπρεπε. Άλλα κομμάτια κρέας για τα σουβλάκια, άλλα για τα λουκάνικά μας. Και φυσικά οι πατάτες μας όλες ντόπιες και κομμένες στο χέρι. Τώρα δεν ξέρεις τι τρως. Σήμερα είναι όλα έτοιμα… Κάτω από το μαγαζί υπήρχε παλιά ένα καταφύγιο. Εκεί, στον χώρο αυτό, φυλάσσαμε εμείς τις πατάτες. Τόνοι πατάτας που έπρεπε να καθαριστούν, για να τηγανιστούν. Γι’ αυτόν τον λόγο και υπήρχαν πολλές γάτες στο μαγαζί. Αν δεν υπήρχαν θα μας είχαν φάει τα ποντίκια!»

Είναι η δική μου σειρά να γελάσω. Ήθελα να την ρωτήσω για τις γάτες. Με πρόλαβε. Όπως προλάβαινε τότε όλους αυτούς που γυρνούσαν από ξενύχτι και ήθελαν να φάνε γιατί πέθαιναν της πείνας.

«Ήταν εκείνες οι ώρες που στο μαγαζί γινόταν πανηγύρι. Μπορούσες να βρεις από πολιτικούς, μέχρι πρεζόνια, που δεν είχαν χρήματα αλλά ερχόταν γιατί ήξεραν πως θα τους δώσω ένα σουβλάκι να φάνε. Ξέρεις κάτι; Υπήρχαν πολλά τέτοια παιδιά, που γυρνούσαν μετά από μέρες για να μου πληρώσουν το σουβλάκι που τους είχα κεράσει. Και υπήρχαν και ‘επώνυμοι’ Λαρισαίοι, που είχαν χάσει μια περιουσία στα χαρτιά, και έφευγαν σαν τους κλέφτες γιατί δεν είχαν να πληρώσουν τον λογαριασμό…»

«Έχεις μια ιστορία για όλους, ε;», την ρωτάω. «Ναι. Για όλους. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις εκλογές; Τα δικαστήρια; Τις απεργίες; Τα τρακτέρ; Η Λάρισα άλλαζε και εγώ κατέγραφα την αλλαγή της χωρίς να το καταλαβαίνω. Οι ηθοποιοί του Θεσσαλικού Θεάτρου με τον Κώστα Τσιάνο και όλοι οι θίασοι περνούσαν από το μαγαζί. Πολιτικοί διαμετρήματος, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ και πολλοί ακόμα, έδιναν ραντεβού στο μαγαζί. Συζητήσεις, γέλια και τραγούδια, ανάλογα τις συνθέσεις των πελατών και την ώρα… Μου έκαναν και πρόταση να κατέβω υποψήφια στις εκλογές. Με το ΚΚΕ!»

Γελάω και πάλι. Όλοι γνώριζαν πως στο μαγαζί η Ρένα δεν έβλεπε κόμματα και χρώματα, σε εποχές δύσκολες, με φανατισμό και κομματισμό, ήξεραν όμως όλοι πως όταν μιλούσε για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έβγαζε θαυμασμό. «Είχα πάει και τον είδα σε μια συγκέντρωση της ΕΡΕ στο Τιτάνια. Χαμός!», μου λέει και υψώνει τον τόνο της φωνής της. Όπως τότε. «Σεβόμουν όλους όσους έμπαιναν στο μαγαζί. Και με αγαπούσαν όλοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ήμουν η βασίλισσα της νύχτας! Έτσι με έλεγαν. Η βασίλισσα στο πλοίο της αγάπης, όπως έλεγαν το μαγαζί μου, το στέκι τους…»

Το μυαλό της βυθίζεται στις αναμνήσεις. Το καταλαβαίνω στα μάτια της. Την ρωτάω για την περίοδο του νόμου Παπαθεμελή. Θέλω να μου διηγηθεί αυτή την ιστορία με τα δικά της λόγια.

«Δεν θυμάσαι; Φοβερές νύχτες! Είμασταν κλειστοί. Έτσι έπρεπε. Εγώ όμως τα είχα όλα έτοιμα. Σε πακέτα και μέσα σε σακούλες. Περνούσε το ωράριο και ερχόταν ο κόσμος, χτυπούσαν το τζάμι και έπαιρναν τις σακούλες και έφευγαν! Ένα βράδυ βρέθηκα στο τμήμα. Κάποιος «κάρφωσε». Όμως… ήμουν η Ρένα. Η δουλειά μου έδινε σεβασμό και εκτίμηση. Κι εγώ επέστρεφα πίσω αγάπη. Στο μαγαζί μου, όλα τα χρόνια, ζήτημα να έγιναν τρεις-τέσσερις καυγάδες. Κι ας υπήρχαν πιωμένοι. Τους κουμαντάριζα όλους. Καταλάβαινα πότε θα μπορούσε να γίνει το κακό…»

Την αφήνω να μιλάει. Να χειρονομεί. Και να θυμάται. Την ρωτάω αν της λείπει το μαγαζί και αν ήθελε να το ξανακάνει. «Σαν τρελή! Όμως δεν έχω κουράγια. Υπήρχαν και θάνατοι στην οικογένεια. Δεν μπορώ πλέον. Τέτοιο μαγαζί δεν θα ξαναπεράσει από τη Λάρισα. Το ξέρω…», μου λέει, μάλλον με παράπονο.

«Πες μου κάτι για να κλείσουμε, μια κουβέντα που δεν κλείνει, αφού όσο κι αν μιλάμε, τόσα έχεις να θυμηθείς», της λέω. Σκέφτεται. Μετά από λίγο σηκώνει το κεφάλι και με ρωτάει: «Ξέρεις γιατί στην πινακίδα του μαγαζιού υπήρχε μόνο το όνομα ‘Τσούμας’ και τίποτα άλλο;». Της γνέφω αρνητικά. Χαμογελάει. «Όταν μου την έφτιαξαν, τους ζήτησα να γράψουν επίσης, ‘σουβλάκι, λουκάνικο…’. Μου απάντησε ο μάστοράς: Ρένα, και ο ‘Πετρίδης’ μόνο το όνομά του έχει και όλοι ξέρουν πως πουλάει παπούτσια…»

Η Λάρισα έχει αλλάξει. Έχει μεταμορφωθεί. Είναι όμως οι ιστορίες αυτές και οι άνθρωποί της που δίνουν τη σκυτάλη στους υπόλοιπους. Γιατί, τελικά, δεν είναι κακό να θυμάσαι. Τα χρόνια είναι ζωή. Ζωή δική μου, δική σου…

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις