ΛΑΡΙΣΑ
Κυπάρισσος: Το κουδούνι χτυπά εξήντα χρόνια μετά… (φωτό)

*Κείμενα-συνεντεύξεις: Άννα-Μαρία Ζιώγα, Σιμόνα Ιόβτσεβα, Μαίρη Παπαδήμα, Δημήτρης Μωραϊτης, Απόστολος Παπαδόπουλος
Επιμέλεια: Μαρία Μίχου
Το κουδούνι χτυπά και οι “μαθητές” συγκεντρώνονται για ακόμη μία φορά. Κάθονται στις θέσεις τους και περιμένουν τον δάσκαλό τους -τον ίδιο δάσκαλο που υποδέχθηκαν στο χωριό τους, την Κυπάρισσο, πριν από 66 χρόνια. Το περασμένο Σάββατο, στο λόφο του Φρουρίου της Λάρισας, οι “μαθητές” και οι “μαθήτριες” της δεκαετίας του ’50, του δημοτικού σχολείου της Κυπαρίσσου, συγκεντρώθηκαν σε μια ειδική εκδήλωση για να τιμήσουν τον δάσκαλό τους, Χρυσόστομο Παπαγεωργίου -ο οποίος σήμερα είναι 95 ετών.
Εκείνοι -κι εκείνες- βρίσκονται πια στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, έχουν παιδιά κι εγγόνια, κάποιοι από αυτούς έγιναν οι ίδιοι δάσκαλοι και καθηγητές και κάποιοι από αυτούς δεν υπάρχουν πια. Αρκετοί έχουν να ιδωθούν πολλά-πολλά χρόνια. Ανταλλάσσουν βλέμματα και χαμόγελα, λόγια και αναμνήσεις – “θυμάσαι τότε που…”, ρωτούν ο ένας τον άλλον. Πολύ σύντομα, τα τραπέζια της ταβέρνας έχουν γεμίσει γέλια και ιστορίες. Και τότε, η Ιωάννα Κούτρα, μία από τις μαθήτριες και συνυπεύθυνη για την εκδήλωση αυτή, χτυπά το κουδούνι. Είναι το ίδιο κουδούνι που χτυπούσε τότε, πριν μισό αιώνα, για το σχολείο -το έφεραν ειδικά για τη μέρα ετούτη. Ο δάσκαλος έχει έρθει.

“Διάλεξα την Κυπάρισσο…”
Ο Χρυσόστομος Παπαγεωργίου φτάνει στην Κυπάρισσο τον Σεπτέμβριο του 1950. Είναι ο πρώτος του διορισμός. Είναι 28 ετών. Λίγους μήνες πριν, τον Ιούλιο, έχει ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις -42 ολόκληρους μήνες υπηρέτησε. “Ήταν ο πόλεμος”, εξηγεί. Με δύο αδελφούς μεγαλύτερους που ήδη ήταν δάσκαλοι, ο Χρυσόστομος είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα και γι’ αυτό πήγε στο γυμνάσιο, αρχικά κρυφά από τον πατέρα του. Στο Παλαιομονάστηρο Τρικάλων, τον τόπο καταγωγής του, η οικογένεια Παπαγεωργίου είχε συνολικά οκτώ παιδιά -τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια.

Η οικογένεια μετακομίζει κάποια στιγμή στα Τρίκαλα, όπου ο Χρυσόστομος τελείωσε το γυμνάσιο και στη συνέχεια έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ακαδημία Λαρίσης. “Πέρασα στη σχολή το 1942. Κάναμε μαθήματα στην περιοχή του Αγ.Βελισσαρίου, πολλές φορές και σε υπαίθριο χώρο. Παίρναμε τα θρανία και κάναμε μάθημα κάτω από τα δέντρα στο Φρούριο. Πρόλαβα μόνον έναν χρόνο στη σχολή. Ήρθαν οι Γερμανοί και έκλεισαν τη σχολή. Γύρισα στο χωριό. Δύσκολα χρόνια. Δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε γιατί ήταν οι Γερμανοί. Την Ακαδημία την τελείωσα το 1946”, θυμάται.
Μετά τον στρατό, βρέθηκε ξανά στη Λάρισα, για να μάθει τις κενές θέσεις δασκάλων στο νομό, ώστε να αναλάβει καθήκοντα. “Από τα χρόνια της Ακαδημίας, είχα γνωριστεί με τον Νίκο Παλάσκα, που ζούσε στην Κυπάρισσο. Υπήρχε ένα καφενείο, όπου και σύχναζε. Πήγα και τον βρήκα, μαζί με τους συγχωριανούς του εκεί. Συστήθηκα και τους είπα ότι είμαι δάσκαλος κι ότι ετοιμάζομαι να διοριστώ. “Δεν έχουμε δάσκαλο στο χωριό. Σε μας θα έρθεις”, μου είπαν. Κι έτσι διάλεξα τη θέση στην Κυπάρισσο”, διηγείται.
“Να γίνουν άνθρωποι…”
Η πρώτη εικόνα από την Κυπάρισσο που έχει ο δάσκαλος Χρυσόστομος δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για τους μαθητές του – “με το που έφτασε το λεωφορείο, μαζεύτηκαν όλα. Σαν αγρίμια ανέβαιναν πάνω στην οροφή του λεωφορείου”, λέει.
Στο δημοτικό σχολείο της Κυπαρίσσου, την πρώτη ημέρα, ο κ.Παπαγεωργίου βρήκε 60 παιδιά να παρακολουθούν μαθήματα. Τη δεύτερη μέρα, όταν ήχησε το κουδούνι, μαζεύτηκαν 135 μαθητές, όλων των ηλικιών -δύο εκ των οποίων ήταν προνήπια. Όσο για το πρώτο πράγμα που τους είπε ήταν “να γίνουν άνθρωποι…”
Το σχολείο ήταν μονοθέσιο, όλες οι τάξεις έκαναν ταυτόχρονα μάθημα. Πρώτη, δευτέρα, τρίτη και τετάρτη μαζί, στη μία αίθουσα, πέμπτη και έκτη στην άλλη αίθουσα. Ο Χρυσόστομος Παπαγεωργίου, όμως, προχωρά ταυτόχρονα και στη δημιουργία νυχτερινής σχολής, με 80 μαθητές, κυρίως κορίτσια μεγαλύτερης ηλικίας και ενήλικες αναλφάβητους. “Είχαμε το δικαίωμα, τότε, εάν κάποιο από τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας έπαιρνε τα γράμματα, να το προχωράμε τάξεις”, αναφέρει.
Όσο για σκανταλιές; Ναι, ήταν αρκετές. Υπήρχε ένας μαθητής που κάθε χρόνο έσπαγε τα τζάμια του σχολείου. Ένας άλλος, έλεγε στον πατέρα του ότι πήγαινε σχολείο, έφευγε το πρωί από το σπίτι, πήγαινε κι ανέβαινε σε μια συκιά και περνούσε έτσι την ώρα του. Μόλις τελείωναν τα μαθήματα, έμπαινε κι αυτός στο τσούρμο κι επέστρεφε σπίτι του. Κι ακόμη ένας, ο οποίος για να πάει στη θέση του στο τέρμα της αίθουσας, πατούσε πάνω σε όλα τα θρανία. “Επιτρεπόταν το ξύλο, τότε”, λέει με νόημα ο κ. Παπαγεωργίου. Ήταν αυστηρός και απαιτητικός, ωστόσο ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους τους μαθητές του -κατά δήλωσή τους.

Το σχολείο
Πάλεψε πολύ για το σχολείο του χωριού ο δάσκαλος. Το δημοτικό σχολείο, πολύ μικρό για να στεγάζει όλους αυτούς τους μαθητές, είχε δύο μικρές αίθουσες -και αρκετοί από τους μαθητές κάθονταν στον διάδρομο. Το 1954, σε έναν μεγάλο σεισμό, έπαθε ζημιές -έπεσε όλη σχεδόν η οροφή. Μέχρι να επισκευαστεί, τα μαθήματα γίνονταν στο προαύλιο της εκκλησίας, σε σκηνές που είχε στείλει ο στρατός.
Με αναδασμό -από τους πρώτους που έγιναν πανελλαδικά- και με τη βοήθεια των κατοίκων του χωριού, το σχολείο απέκτησε κλήρο. Με την καλλιέργεια του χωραφιού και μέρος των εσόδων από τις άλλες καλλιέργειες του χωριού, το σχολείο απέκτησε αρκετά έσοδα, ώστε να μπορέσει να θεμελιωθεί ένα καινούριο, μεγαλύτερο κτίριο. Η θεμελίωση έγινε το 1959, ενώ το σχολείο είχε ήδη αναβαθμιστεί σε τριθέσιο. Έγινε και δεύτερος σεισμός. Τα μαθήματα γίνονταν σε ξύλινες παράγκες, μέχρι το καινούριο κτίριο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Τον Σεπτέμβριο του 1959, μαθητές και δάσκαλος μπαίνουν στο ημιτελές νέο σχολείο – “δεν υπήρχε σοφάς στους τοίχους, ήταν μόνον η πέτρα και το ταβάνι είχε μόνον ασβέστη. Περιμέναμε την καινούρια σοδειά για να συνεχιστούν οι εργασίες”, θυμίζει στους μαθητές του ο κ.Παπαγεωργίου. Τελικά, με κάποια έσοδα από το δημόσιο και έρανο στους κατοίκους του χωριού, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του κτιρίου.
Με ιδιαίτερη περηφάνια, δάσκαλος και μαθητές-μαθήτριες αναφέρθηκαν και στις αθλητικές τους επιδόσεις -σε πολλά αγωνίσματα, σε αγώνες με άλλα χωριά της περιοχής, οι μαθητές της Κυπαρίσσου έπαιρναν μετάλλια.
Σήμερα, 66 χρόνια μετά, στην Κυπάρισσο δεν λειτουργεί σχολείο -και όσα παιδιά υπάρχουν, πηγαίνουν σχολείο στο Ζάππειο. Όσο για τον κ.Παπαγεωργίου, έχει δύο παιδιά, τέσσερα εγγόνια και περιμένει -με το καινούριο έτος- το πρώτο του δισέγγονο.
Στην Ελλάδα και το εξωτερικό
«Έτρωγα ξύλο, γιατί δεν διάβαζα και ασχολούμουν με τα σίδερα. Πήγαινα στις μάντρες κι έβγαζα τα σύρματα από τις περιφράξεις, έπαιρνα την καλούμπα από τις κλωστές που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες, περνούσα τα σύρματα μέσα κι έφτιαχνα τροχούς”, θυμάται ο Γιώργος Ζαφειρίου, απόφοιτος του δημοτικού σχολείου της Κυπαρίσσου, ο οποίος είναι σήμερα 76 ετών. Του άρεσε να βρίσκει σύρματα και εξαρτήματα και να φτιάχνει δικές του μικροκατασκευές, με τις ώρες. Θυμάται τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε για να μπορέσει να γίνει τεχνίτης και ν’ ασχοληθεί με την ηλεκτροσυγκόλληση, που τόσο του άρεσε.

“Όταν είχαμε καμια γιορτή, η μάνα μου στο σπίτι μας έβαζε να κάνουμε δουλειές. Της οφείλω πολλά γι’αυτό. Της οφείλω και το μικρόβιο να είμαι ψείρας, ακόμη και σήμερα”, υπογραμμίζει.
Μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό, αναφέρει, και άρχισε να δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο -έξι δραχμές την εβδομάδα έπαιρνε για τον κόπο του και τα έδινε στην μητέρα του για να κάνει φασολάδα, κάθε Κυριακή.
Από φτωχή οικογένεια και έχοντας ως πρότυπο έναν πατέρα, που έπαιζε βιολί σε γάμους, αυτοδίδακτο και μάστορα, αφού κατάφερνε από καλάμια να φτιάξει το μέσο που έφερνε εισόδημα -ο κ.Ζαφειρίου κατάφερε να ασχοληθεί με αυτό που ήθελε και έγινε κορυφαίος στο επάγγελμά του. Με τη δουλειά του, γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Εργάστηκε στα εργοτάξια για το Ζαχάρεως, τη Χαρτομάζα, στις μονάδες της ΔΕΗ στο Αλιβέρι, στη Μεγαλόπολη στην Πελοπόννησο, στην Πτολεμαϊδα, στη Ρόδο, στην Κρήτη, στο Πλατύ Ημαθίας, ενώ βρέθηκε και στη Σαουδική Αραβία για κάποιο διάστημα. Σήμερα, ζει στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Η μία σόμπα και το νερό από το πηγάδι
“Ήμασταν μέσα στα σπίτια, φώναξαν ότι έχουν έρθει στρατιώτες –οι Εγγλέζοι κυνηγούσαν τους Γερμανούς, που οπισθοχωρούσαν. Ήμουν βρέφος ημερών, με άρπαξε η μάνα μου και έτρεξε μακριά’’, διηγείται ο Βασίλης Κούτρας, συνταξιούχος καθηγητής ΤΕΙ Λογιστικής, σήμερα 72 ετών. Δεν είναι δική του ανάμνηση, καθώς ήταν πολύ μικρός. Του τα έχουν διηγηθεί από την οικογένειά του.

Τα σχολικά χρόνια ήταν δύσκολα, όπως λέει ο ίδιος. “Κάναμε μεγάλο αγώνα για να μορφωθούμε. Στο σχολείο, υπήρχε μόνο μια σόμπα και την χρησιμοποιούσαν οι μικρότερες τάξεις, οι οποίες έκαναν μαζί μάθημα στη μεγάλη αίθουσα και μάλιστα κάθε παιδί έφερνε από το σπίτι του ένα ξύλο’’. Θυμάται επίσης πως κάθε εβδομάδα ορίζονταν επιμελήτριες δυο κορίτσια από τις μεγαλύτερες τάξεις για να καθαρίζουν τις αίθουσες, με νερό που τους έφερναν δυο αγόρια από ένα πηγάδι.
Ο κ. Κούτρας αποκάλυψε πως η πιο ευχάριστη στιγμή της παιδικής του ηλικίας ήταν όταν πήγε στο σχολείο του χωριού, ως πρωτοδιοριζόμενος, ο δάσκαλος Χρυσόστομος Παπαγεωργίου. Ήταν ο άνθρωπος με τον μόχθο του οποίου, τους κόπους του, τις οδηγίες και τις συμβουλές του οι μαθητές κατάφερναν να περάσουν στις τάξεις του γυμνασίου. Ο κ.Κούτρας θυμάται πως στην αρχή μόνον έξι παιδιά είχαν καταφέρει να συνεχίσουν στο γυμνάσιο, αλλά αυτός ο αριθμός, χρόνο με το χρόνο αυξανόταν. Μάλιστα, όπως λέει ο κ.Κούτρας, ο κ.Παπαγεωργίου προετοίμαζε τους μαθητές για τις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου.
Για τις εξετάσεις, ο Βασίλης Κούτρας περπάτησε με τον πατέρα του μια απόσταση επτά χιλιομέτρων, μέχρι το Ζάππειο, ώστε να πάρουν το λεωφορείο για Λάρισα. Όσο για το γυμνάσιο, τα παιδιά έμεναν στη Λάρισα κατά τη διάρκεια της φοίτησης. Οι γονείς τούς νοίκιαζαν ένα δωμάτιο και έμεναν τρία-τέσσερα παιδιά μαζί. Έτρωγαν στην “Ομόνοια”, των αφων Δούκα και οι γονείς πλήρωναν τα έξοδα, όταν κατέβαιναν στη Λάρισα, μια ή δύο φορές τον χρόνο. “Παρά τις δυσκολίες, ο δάσκαλος μας έδωσε μια μεγάλη ώθηση. Γίναμε όλοι μας πετυχημένοι, είτε αγρότες, είτε τεχνίτες, είτε επιστήμονες ή επιχειρηματίες”, σημειώνει.
*Το ρεπορτάζ έγινε στο πλαίσιο του μαθήματος “Reporting”, Τμήματος Δημοσιογραφίας του Εκπαιδευτικού Οργανισμού “Γραμμή”
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις