ΥΓΕΙΑ - ΖΩΗ

Αδυνατίστε με λεπτίνη

Μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον του επιστημονικού κόσμου, αλλά και της παγκόσμιας βιομηχανίας φαρμάκων είναι στραμμένο, στην επίλυση του ακανθώδους προβλήματος της παχυσαρκίας. 

Είναι το βάρος μας γενετικά προκαθορισμένο, είναι αποτέλεσμα μιας ή περισσότερων ανωμαλιών στη λειτουργία του σώματος ή είναι απλώς αποτέλεσμα της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα μας;

Η θεωρία του «γενετικά προκαθορισμένου βάρους» μάς λέει ότι, όπως το χρώμα των ματιών μας, το ύψος μας και άλλα χαρακτηριστικά του σώματός μας, έτσι και το τελικό μας βάρος ως ενηλίκων είναι, κατά έναν μεγάλο βαθμό, γενετικά προκαθορισμένο.

Αν δηλαδή οι γονείς μας και όλοι μας οι συγγενείς είναι αδύνατοι, κατά πάσα πιθανότητα θα γίνουμε αδύνατοι. Αν είναι παχύσαρκοι, οι περισσότερες πιθανότητες είναι ότι θα γίνουμε παχύσαρκοι. Άρα κατά έναν μεγάλο βαθμό το βάρος μας είναι γενετικά προκαθορισμένο.

Μικρές σχετικά αποκλίσεις (10-15%) από το γενετικά προκαθορισμένο βάρος μπορούν να επέλθουν ως αποτέλεσμα της «κοινωνικής συμπεριφοράς μας» σε θέματα διατροφής και φυσικής δραστηριότητας. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο με την ανακάλυψη της ορμόνης λεπτίνης, νέα στοιχεία εμφανίστηκαν όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της νοσογόνου παχυσαρκίας.

Η λεπτίνη, που η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη «λεπτός», είναι μια πρωτεΐνη, όπως η ινσουλίνη, που παράγεται στα λιποκύτταρα από το γονίδιο «ob» (obesity gene). Έρευνες σε ποντικούς που λόγω μιας μετάλλαξης στο γονίδιο ob δεν παράγουν λεπτίνη έδειξαν για πρώτη φορά ότι έλλειψη λεπτίνης προκαλεί παχυσαρκία.

Αλλά και οι άνθρωποι έχουμε λεπτίνη στο αίμα μας και η συγκέντρωσή της φαίνεται ότι εξαρτάται από τον αριθμό ή και το μέγεθος των λιποκυττάρων που υπάρχουν στο σώμα μας. Σύμφωνα με τη θεωρία που σήμερα τουλάχιστον είναι αποδεκτή από τους περισσότερους επιστήμονες του κλάδου, η λεπτίνη αποτελεί το μέσο που το σώμα μας χρησιμοποιεί για να επιτύχει και κατόπιν να διατηρήσει το βάρος μας στο γενετικά προκαθορισμένο επίπεδό του.

Η λεπτίνη επιτυγχάνει αυτόν τον σκοπό με τον εξής τρόπο. Μετά την παραγωγή της στα λιποκύτταρα εισέρχεται στο αίμα και μεταφέρεται στον εγκέφαλο όπου, μέσω ειδικών υποδοχέων που βρίσκονται στον υποθάλαμο, καθορίζει την όρεξη, τον ρυθμό μεταβολισμού του σώματος και το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας.

Όταν, για οποιονδήποτε λόγο, η συγκέντρωση λίπους στο σώμα υπερβεί το γενετικά προκαθορισμένο επίπεδο, η παραγωγή λεπτίνης από τα λιποκύτταρα και η συγκέντρωσή της στο αίμα αυξάνονται μεταφέροντας την πληροφορία στον εγκέφαλο ότι το λίπος του σώματος έχει αυξηθεί.

Αν όλα λειτουργήσουν σωστά, ο εγκέφαλος δίνει την εντολή για μείωση της όρεξης, αύξηση του μεταβολισμού και της σωματικής δραστηριότητας έτσι ώστε η συγκέντρωση λίπους στο σώμα να επανέλθει στο κανονικό της επίπεδο. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει όταν η συγκέντρωση λίπους πέσει κάτω από το κανονικό: η παραγωγή λεπτίνης μειώνεται προκαλώντας αύξηση της όρεξης, μείωση του μεταβολισμού ώσπου η συγκέντρωση του λίπους να επανέλθει στο γενετικά προκαθορισμένο επίπεδό της.

Ο μηχανισμός ρύθμισης της ποσότητας του λίπους στο σώμα, με βασικό πρωταγωνιστή τη λεπτίνη, φαίνεται ότι λειτουργεί άψογα στους περισσότερους ανθρώπους. Ετσι, παρ’ όλη τη σημαντική διακύμανση που υπάρχει καθημερινά στην ποσότητα φαγητού που τρώμε και στο επίπεδο σωματικής δραστηριότητας, ο οργανισμός των περισσότερων ανθρώπων διαθέτει την αξιοθαύμαστη ικανότητα να διατηρεί το βάρος του σχετικά σταθερό για πολλά χρόνια.

Όπως όμως είναι αλήθεια για όλες σχεδόν τις λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, σε μερικά άτομα ο μηχανισμός ρύθμισης της ποσότητας του λίπους τους δεν λειτουργεί σωστά με αποτέλεσμα τη σοβαρή αύξηση ή ¬ σε μερικές πολύ λιγότερες περιπτώσεις ¬ τη σοβαρή μείωση του ποσοστού λίπους στο σώμα.

Ετσι, μετάλλαξη του γονιδίου ob, ελλιπής παραγωγή λεπτίνης, απευαισθητοποίηση των υποδοχέων λεπτίνης, προβλήματα στη μετάδοση του σήματος από τον υποδοχέα στα κέντρα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν την όρεξη, τον μεταβολισμό και τη σωματική δραστηριότητα μπορούν από μόνα τους ή σε συνδυασμό να οδηγήσουν σε σοβαρή αύξηση του βάρους μας.

Οι έρευνες σε πειραματόζωα αλλά και σε ανθρώπους έχουν εντοπίσει μέχρι στιγμής προβλήματα σε τρία βασικά στάδια του μηχανισμού ρύθμισης του λίπους στο σώμα. Μια μικρή ομάδα από παχύσαρκα άτομα πάσχει από «λεπτινοπενία», τα λιποκύτταρά τους δηλαδή δεν παράγουν κανονικές ποσότητες λεπτίνης.

Σε αυτές τις περιπτώσεις χορήγηση λεπτίνης θα μπορούσε ίσως να ωφελήσει αυτή την ομάδα. Η χορήγηση όμως λεπτίνης θα πρέπει να είναι χρονία, όπως και στην περίπτωση της ινσουλίνης, τα άτομα δηλαδή αυτά θα πρέπει να γίνουν «λεπτινεξαρτώμενα».

Μια άλλη μικρή ομάδα παχύσαρκων ατόμων πάσχει από παντελή έλλειψη υποδοχέων λεπτίνης στον εγκέφαλο. Σε αυτά τα άτομα η χορήγηση λεπτίνης δεν πρόκειται να επιφέρει αποτελέσματα, γιατί η λεπτίνη δεν μπορεί να αναγνωρισθεί από τον εγκέφαλό τους. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε θεωρητικά να ξεπεραστεί με χορήγηση φαρμάκων που θα υποκαθιστούν τη δράση της λεπτίνης, θα προκαλούν δηλαδή το κατάλληλο ερέθισμα στον εγκέφαλο χωρίς να χρησιμοποιούν τον υποδοχέα της λεπτίνης.

Τέλος, η τρίτη ομάδα, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκει η μεγάλη πλειονότητα των παχύσαρκων ατόμων, πάσχει από «λεπτιναντίσταση». Με τον όρο αυτόν εννοούμε ή την απευαισθητοποίηση του μηχανισμού αναγνώρισης της λεπτίνης από τον εγκέφαλο ή την μη φυσιολογική αντίδραση του εγκεφάλου στο ερέθισμα που προκαλεί η λεπτίνη όταν έρχεται σε επαφή με τους λεπτινοϋποδοχείς ή τον συνδυασμό των δύο αυτών προβλημάτων.

Η κατάσταση αυτή μοιάζει πολύ με το πρόβλημα που έχουν πολλοί μη ινσουλινεξαρτώμενοι διαβητικοί, όπου, παρ’ όλο που έχουν περισσότερη από το κανονικό ινσουλίνη στο αίμα τους, η ινσουλίνη για κάποιον άγνωστο ακόμη λόγο δεν είναι ικανή να ρυθμίσει αποτελεσματικά τον μεταβολισμό της γλυκόζης.

Κλινικές έρευνες που εξετάζουν διάφορους τρόπους θεραπείας των προβλημάτων που έχουν σχέση με τη δράση της λεπτίνης έχουν ήδη αρχίσει και τα αποτελέσματά τους θα γίνουν γρήγορα γνωστά.

Ο τρόπος αυτός, εκτός βέβαια της παρασκευής ενός φαρμάκου που θα ρυθμίζει την λεπτίνη, δεν είναι βεβαίως η προσωρινή αυστηρή δίαιτα, που όχι μόνο δεν έχει μόνιμα αποτελέσματα αλλά τις περισσότερες φορές προσθέτει κιλά! (Μέσα σε ένα-δύο χρόνια μετά το τέλος της δίαιτας το 90% περίπου των ανθρώπων όχι μόνο επανακτούν το χαμένο τους βάρος αλλά παίρνουν και μερικά κιλά παραπάνω).

Αντιθέτως οι κλινικές έρευνες ανέδειξαν την λεγόμενη δίαιτα της λεπτίνης η οποία στοχεύει στη ρύθμιση των επιπέδων λεπτίνης στο αίμα.  Τα άτομα που ακολούθησαν τη δίαιτα αυτή, σημείωσαν πολύ καλύτερη συνολική απώλεια βάρους αλλά και διατηρησιμότητα.  Η δίαιτα αυτή βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές για το σχεδιασμό του διαιτολογίου, και εξατομικεύεται ανά περίπτωση.

Βεβαίως η συμβολή της άσκηση είναι αδιαμφισβήτητη όχι μόνο στο θέμα του ελέγχους βάρους, αλλά και στη γενικότερη υγεία του ανθρώπου.

Παρόλα αυτά σε κάθε περίπτωση τόσο η λήψη φαρμακευτικής αγωγής όσο και η δίαιτα της λεπτίνης θα πρέπει να γίνεται υπό την καθοδήγηση ειδικευμένου γιατρού και διαιτολόγου.

Γράφει η Γεωργία Κατσογριδάκη

Διαιτολόγος- Διατροφολόγος- Βιοτεχνολόγος

Μέλος Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας

 

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις