ΑΡΘΡΑ

Πέντε απλές (;) ερωτήσεις για το πολιτικό χρήμα

Ως υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Παπαδήμου, ο Τ. Γιαννίτσης, είχε ανοίξει το θέμα του πολιτικού χρήματος, καταθέτοντας ένα υπόμνημα με τη μορφή σειράς ερωτημάτων προς τη Βουλή.

Η συζήτηση συνεχίζεται ζωηρή – κι ας επιχειρείται να κλείσει άγαρμπα, ως συνήθως, με το νομοσχέδιο που συζητείται τις μέρες αυτές.

Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου γνωστές: κι άλλη μείωση της χρηματοδότησης των κομμάτων (της τάξης του 48%, επί του 70% που έχει ήδη περικοπεί την τελευταία μνημονιακή τετραετία), εξαντλητικός έλεγχος στις μικρές εισφορές μεμονωμένων προσώπων και, ταυτόχρονα, άρση της απαγόρευσης χρηματοδότησης από νομικά πρόσωπα (άρα και εταιρείες) κ.λπ. Η φιλοσοφία του, επίσης, κοινότοπη: τα κόμματα ως κύρια πηγή “κακοδαιμονίας” της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Στον αντίποδα, λοιπόν, αυτών, παρακάτω επιχειρείται να απαντηθούν πέντε φαινομενικά απλές, ίσως και απλοϊκές, ερωτήσεις.

1. Γιατί το κράτος να χρηματοδοτεί τα κόμματα;

Η αντιμετώπιση των κομμάτων ως πυλώνων της σύγχρονης δημοκρατίας δεν είναι κενό γράμμα. Εκπροσωπώντας στη δημόσια σφαίρα τα αντιπαρατιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, τα κόμματα υπηρετούν τρόπον τινά “δημόσιους” σκοπούς. Άρα εύλογα χρηματοδοτούνται (και) από δημόσιες πηγές.

Άλλωστε, η κρατική χρηματοδότηση αποτελεί τον διεθνή κανόνα, αφού υιοθετείται από το 60% των μελών του ΟΗΕ και το 91% των ευρωπαϊκών κρατών1, όπως και την ίδια η Ε.Ε., ενώ πλήθος διεθνών οργανισμών (Συμβούλιο της Ευρώπης, Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, ΟΑΣΕ κ.ά.) αναγνωρίζει την αναγκαιότητά της και τη σημασία της για τον εκδημοκρατισμό του ίδιου του κομματικού συστήματος.

Άλλωστε, η εμπειρία των ελάχιστων χωρών που διέκοψαν την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων (π.χ. Ινδονησία) αποδεικνύει ότι η αύξηση της διαφθοράς υπήρξε κατακόρυφη.

2. Θα πληρώνουμε, λοιπόν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τις παθογένειες των κομμάτων;

Είναι γεγονός ότι, από φορείς άρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων και διεκδικήσεων, οι πυλώνες του μέχρι πρότινος “συγκλίνοντος δικομματισμού” μετατράπηκαν σε μηχανισμούς νομιμοποίησης αποφάσεων ειλημμένων εκ των προτέρων στο εξωπολιτικό και εξωθεσμικό πεδίο. Γι’ αυτό και –ανεξαρτήτως των δημόσιων ή ιδιωτικών πηγών χρηματοδότησής τους– κατέληξαν να εξαρτούν απολύτως την υλική και πολιτική τους επιβίωση από την πρόσβασή τους στον κρατικό μηχανισμό και τη δυνατότητά τους να καθορίζουν, συχνά μονομερώς και αδιαφανώς, τις αποφάσεις που λαμβάνονται μέσω αυτού.

Η παθογένεια, επομένως, των πολιτικών κομμάτων αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της δημοκρατίας και της πολιτικής – πλευρές δηλαδή μίας τεράστιας συζήτησης.

Η λύση, πάντως, σίγουρα δεν βρίσκεται στην αντικατάσταση των κομμάτων από την απευθείας και απροσχημάτιστη ένταξη των επιχειρηματικών συμφερόντων στο κέντρο της πολιτικής διαδικασίας(βλ. ήδη τη δυναμική εμφάνισή τους στον χώρο της Αυτοδιοίκησης). Άλλωστε, η πραγματική δημοκρατία – ο διάλογος, η επικοινωνία, η ζύμωση, η αντιπαράθεση, η εκλογή – είναι συχνά “ακριβή”. Αλλά σε κάθε περίπτωση πολύτιμη.

3. Πού εντοπίζονται τα μεγαλύτερα προβλήματα στην οικονομική διαχείριση των κομμάτων;

Οι στρεβλώσεις που αφορούν το πολιτικό χρήμα δεν εξαντλούνται στο μείζον ζήτημα της διαφάνειας, του ελέγχου και της (δημόσιας) λογοδοσίας. Ενδεικτικά αναφέρονται:

η διαιώνιση των κατεστημένων συσχετισμών, αφού τα κυβερνητικά κόμματα παίρνουν τη “μερίδα του λέοντος”, πολύ πέρα από οποιαδήποτε θεμιτή έννοια αναλογικότητας (εξαίρεση το ΠΑΣΟΚ που, αν και μικρό κόμμα εσχάτως, συνεχίζει να χρηματοδοτείται βάσει των ποσοστών του 2009…) ή

ο σκανδαλώδης υπέρογκος τραπεζικός δανεισμός των κομμάτων, με εγγύηση μελλοντικές κρατικές χρηματοδοτήσεις, η προεξόφληση δηλαδή ακόμα και της μελλοντικής ψήφου των πολιτών.

4. Υπάρχουν προτάσεις;

Υπάρχουν άμεσα μέτρα που θα μπορούσαν να κάνουν λίγο πιο αποτελεσματικό τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος. Ενδεικτικά: η διεύρυνση της κοινωνικής εκπροσώπησης στην επιτροπή ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων και των υποψηφίων, η επέκταση και εμβάθυνση των ελέγχων και προς την κατεύθυνση των συνήθων αποδεκτών του πολιτικού χρήματος (ΜΜΕ, εταιρείες συμβούλων κ.λπ.), ο δραστικός περιορισμός του τραπεζικού δανεισμού ως προς το ύψος και τη διάρκειά του και η απόλυτη απαγόρευση υποθήκευσης μελλοντικών χρηματοδοτήσεων, η αντικατάσταση μέρους της χρηματικής ενίσχυσης από μη χρηματικές διευκολύνσεις (π.χ. υποχρεωτική διάθεση δωρεάν ραδιοτηλεοπτικού χρόνου, με σχετική πρόβλεψη στις συμβάσεις παραχώρησης των συχνοτήτων), η σημαντική αυστηροποίηση των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για κάθε παράβαση και για κάθε εμπλεκόμενο, δότη ή λήπτη πολιτικού χρήματος κ.λπ.

Βέβαια, όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι υπάρχει η πολιτική βούληση αδιαπραγμάτευτης εφαρμογής του νόμου. Διότι, αυτά που έχουμε δει μέχρι σήμερα δεν προϊδεάζουν για κάτι τέτοιο – όπως λόγου χάρη η ομολογία ηγετικού κομματικού στελέχους που, ως άμεσος αυτουργός, έλαβε “μαύρη” χρηματοδότηση ενός εκατομμυρίου μάρκων για το ταμείο του κόμματός του, πλην όμως έξι χρόνια μετά παραμένει και ο ίδιος και το κόμμα του στο απυρόβλητο.

5. Αρκεί ένας καλός ελεγκτικός μηχανισμός;

Αν και το πλέγμα των υφιστάμενων ρυθμίσεων διαρκώς πυκνώνει, η διαφθορά βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά από τους υποτιθέμενους διώκτες της. Και θα συνεχίσει να βρίσκεται, ακόμα κι αν ο ελεγκτικός μηχανισμός βελτιωθεί με προτάσεις όπως οι παραπάνω.

Ο λόγος απλός: Προσπαθούμε να ελέγξουμε τον μηχανισμό διακίνησης του “μαύρου” πολιτικού χρήματος, αντί για τις αιτίες που γεννούν τη διαφθορά. Κι αυτές δεν είναι άλλες από τον συγκεντρωτικό τρόπο λήψης των αποφάσεων, που επιτρέπει τη συγκάλυψη και την αδιαφάνεια, από τη μαζική εισβολή των κανόνων, των αξιολογήσεων, των αρχών και του τρόπου λειτουργίας του ιδιωτικού χώρου στο δημόσιο, από την ύπαρξη οδών μέσω των οποίων καθίσταται δυνατή η λήψη αποφάσεων αντίθετων προς το πραγματικό δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον.

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η αποτελεσματική ρύθμιση του πολιτικού χρήματος προϋποθέτει ένασυνολικό επαναπροσδιορισμό της ίδιας της πολιτικής και του τρόπου λήψης των αποφάσεων και μία επαναοριοθέτηση του δημόσιου χώρου έναντι του ιδιωτικού.

Ας ανοίξουμε επομένως τη συζήτηση -όχι για τα “διεφθαρμένα” κόμματα και τους “κλέφτες” πολιτικούς- αλλά για το πώς εμείς, συλλογικά θα φτιάξουμε τα κόμματα που μας εκφράζουν, την πολιτική που μας περιλαμβάνει, τη δημοκρατία που μας αξίζει.

Αρθρο της Δανάης Κολτσίδα, μέλους της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, συντονίστριας  Τμ. Δικαιοσύνης που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αυγή”

 

 

 

Ακολουθήστε το onlarissa.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις